Όταν ο αντίπαλος αλλάζει τακτική, εσύ σφίγγεις τη δική σου: ακούγεται σαν κανόνας του τζούντο, δεν είναι όμως παρά η τελευταία ανατροπή εντός της ελληνικής κρίσης. Που σηματοδοτεί επιτέλους ένα μέτωπο για την αρχή του τέλους.
Αυτή τη φορά η «κόκκινη γραμμή» της κυβέρνησης έναντι της τρόικας, και ιδιαίτερα ορισμένων συνιστωσών της, έχει σχέση με την άρνηση νέων –γενικών ή «οριζόντιων», όπως συνηθίσαμε να λέμε- μέτρων. Το μήνυμα είναι απλό αλλά για πρώτη φορά τόσο καθαρό: με τα δύο και κάτι τρίτα του δημοσιονομικού –και μνημονιακού- δρόμου διανυμένα, και με την κοινωνική και πολιτική κατάσταση πάντα εξίσου εύθραυστη, δεν υπάρχουν τα περιθώρια για επιπλέον θυσίες «όλων για όλους», δηλαδή για επιπλέον επιβάρυνση όχι μόνο των πιο αδύνατων αλλά και της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα. Δεν πρόκειται για ιδεολογική στροφή, αλλά για αντίληψη της πραγματικότητας. Δεν συνιστά αντίσταση, αλλά κοινή λογική. Δεν παραβιάζει τα συμφωνημένα, αλλά τα υπηρετεί. Δεν έχει δεξιό ή αριστερό, αλλά εθνικό, δηλαδή πολιτικά υπεύθυνο, πρόσημο.
Για την αξιοπιστία αυτής της στάσης συντρέχουν τρεις κρίσιμες προϋποθέσεις –για πρώτη φορά όλες μαζί, εξ ου και το «επιτέλους». Πρώτον κερδήθηκε: κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η χώρα δεν έκανε θυσίες, εντός του προγράμματος του Μνημονίου, και ότι οι θυσίες αυτές δεν απέδωσαν, υπό μνημονιακή λογική: το πριν την ώρα του πρωτογενές πλεόνασμα είναι η καλύτερη εικονογράφηση. Δεύτερον αναγγέλθηκε: επί μήνες –που κατά τα άλλα στην Ευρώπη χάθηκαν, αναμένοντας τις γερμανικές εκλογές- η κυβέρνηση και γενικά οι εκπρόσωποι της χώρας στο εξωτερικό κοινωνούν την προσέγγιση των απωτάτων ορίων αντοχής της ελληνικής κοινωνίας: κανείς καλόπιστος εταίρος, κράτος ή οργανισμός, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει πόσο κοντά στην υπονόμευση της κοινωνικής συνοχής βρίσκεται μια χώρα που ζει στον κλοιό των τριών τρομερών τριάντα (30% ανεργία, 30% χαμένο ΑΕΠ, 30% του πληθυσμού εντός ή κοντά στο όριο της φτώχειας) και πόσο αυτή η υπονόμευση απειλεί την ίδια τη Δημοκρατία της (η ιστορία της δράσης και της επιρροής της Χρυσής Αυγής αρκεί για να πείσει). Τρίτον, η στάση αυτή ενώνει: όχι μόνο τα δύο κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, αλλά όλο το «συνταγματικό τόξο», εντός του οποίου ασφαλώς (παρά την προσπάθεια να εμφανίσει τη συναίνεση ως αμιγώς δική του νίκη) βρίσκεται και ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ασφαλώς ενώνει την κοινωνία που ξέρει πού βρίσκεται και πού δεν μπορεί να πάει.
Δυο εξελίξεις των επόμενων ημερών είναι σημαντικές: η επισημοποίηση της κυβερνητικής συμφωνίας γύρω από αυτή την «κόκκινη γραμμή» και η αρχή της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους πάνω στη νέα διαπραγματευτική γραμμή. Η εσωτερική πολιτική έκφραση είναι κρίσιμη και η προς τα έξω πειστικότητα ακόμα κρισιμότερη. Αρκετές φορές και στο παρελθόν έχουν αναγγελθεί «κόκκινες γραμμές» και στη συνέχεια έχουν ποδοπατηθεί, από ανάγκη, εκβιασμό, κόπωση ή έλλειψη φαντασίας. Αυτή τη φορά, επειδή υπάρχουν οι προϋποθέσεις της αξιοπιστίας, οι εταίροι μας πρέπει να καταλάβουν, αλλά βέβαια πρέπει εμείς να βρούμε τα λόγια και τα επιχειρήματα για να καταλάβουν. Το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα δεν είναι κάποια μεταστροφή, αλλά η επικράτηση της πολιτικής και του ρεαλισμού επί των ιδεολογημάτων και του πείσματος. Αν επιτευχθεί δεν θα σταθεροποιήσει (μόνο) την κυβέρνηση, δεν θα αποδείξει (μόνο) την αστοχία της γραμμής του «όχι σε όλα» (στην οποία δυστυχώς συνεχίζει να ποντάρει η αξιωματική αντιπολίτευση), αλλά και θα φέρει την Ευρώπη (και όχι μόνο την Ελλάδα) των Μνημονίων μπροστά σε αυτή την αναγκαία αλλά διαρκώς αναβαλλόμενη νέα σελίδα.