Ακουσα τον Νίκο Γκάτσο που τον ηχογράφησαν να τραγουδάει το «Μάνα μου Ελλάς» με τη μουσική του Ξαρχάκου. Φωνή συγκινητική, σαν να τον έχεις απέναντί σου, πάντα ελαφρώς σκυφτό, με τα κουκουλωτά του μάτια και το βαθύ του βλέμμα και να σου μιλάει. Φωνή βαριά, λίγο παράφωνη, σαν να βγαίνει μέσα από τα βράχια της μικρής πατρίδας του. «Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, σου τα ’παν με το πρώτο σου το γάλα». Το τραγούδι μιλάει για την ήττα της Μεγάλης Ιδέας, την ψυχολογική κατάρρευση, και η φωνή του Γκάτσου συγκινεί, γιατί δεν προσπαθεί να προσθέσει λυρισμό στον ήδη υπάρχοντα, ούτε να βάλει αίσθημα πάνω στο αίσθημα. Τραγουδάει σαν να κάνει τον απολογισμό της ζωής του. Ηταν φοιτητής στα χρόνια του Μεσοπολέμου, έζησε την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, καθώς και την αναζήτηση κάποιας άλλης που θα αντικαθιστούσε την πρώτη για να στηρίξει ψυχολογικά την ύπαρξη του τόπου. Στην «Αργώ» του, ο Θεοτοκάς καταγράφει την αγωνία μιας νεολαίας που ψάχνει να φτιάξει ένα οικοδόμημα για να στεγάσει το αίσθημά της. Ο τόπος δεν τη χωράει.
Η αναντιστοιχία του αισθήματος που έχουμε για την Ελλάδα, με τις πραγματικές διαστάσεις της ζωής σ’ αυτόν τον τόπο, είναι μια συγγενής διαμαρτία του σύγχρονου ελληνισμού. Γεννήθηκε μαζί του, κι αν δεν υπήρχε αυτή η αναντιστοιχία, ενδεχομένως να μην είχε ποτέ υπάρξει και Ελλάδα. Πολιτικά, στα διακόσια χρόνια της ιστορίας μας, αποδείχθηκε καταστροφική. Εφτιαξε όμως ανθρώπινους χαρακτήρες αξεπέραστους και οικοδόμησε, μέσα από τις αντιφάσεις της, τις προϋποθέσεις για ό,τι καλύτερο διαθέτει η πνευματική δημιουργία στον τόπο. Η Ιστορία του Παπαρρηγόπουλου παραμένει το στιβαρότερο λογοτεχνικό μνημείο του 19ου αιώνα, όσες φορές και αν ανατραπούν οι ιστορικές του απόψεις. Είναι μια γενναιόδωρη χειρονομία που προσπαθεί να βρει τον χώρο και τον χρόνο για να στεγάσει το ελληνικό αίσθημα. Και να σκεφτεί κανείς πως την ίδια εποχή ο Μισελέ γράφει μια αντίστοιχη Ιστορία της Γαλλίας, έχοντας από πίσω του την Ακαδημία και το Πανεπιστήμιο, ενώ τον Παπαρρηγόπουλο δεν τον διόριζαν στο Αθήνησι ως ετερόχθονα.
Δεν είμαι ιστορικός και κατ’ ανάγκην σχηματοποιώ. Προσπαθώντας όμως να καταλάβω τι μας συμβαίνει σήμερα, μην μπορώντας να αποδώσω την ψυχική κατάρρευση μιας ολόκληρης κοινωνίας μόνο στην οικονομική πανωλεθρία, δεν μπορώ να μη διαπιστώσω ότι, όποτε ο σύγχρονος ελληνισμός δεν έβρισκε στέγη για τα έστω παραφουσκωμένα αισθήματά του, ο τόπος μίκραινε απελπιστικά και η συνύπαρξη γινόταν καταναγκασμός. Το ζήσαμε στο χολερικό μίσος που μας έπνιξε στο αίμα την περίοδο του Εμφυλίου, ένα μίσος που ματαίως προσπάθησε να καλλωπισθεί μέσα από ιδεολογικές και ταξικές διαφορές. Η πολιτική μεγαλοφυΐα του Καραμανλή ήταν ότι έφτιαξε τη νέα μεγάλη ιδέα της σύγχρονης εποχής, την ευρωπαϊκή Ελλάδα – μόνον ο Σημίτης, παρά τις πολιτικές τους διαφορές, μπόρεσε να την ανανεώσει. Η ιδέα αυτή κατέρρευσε με πάταγο στην πανωλεθρία της κρίσης, ίσως γιατί δεν είχαμε τη δύναμη ή τη θέληση να την επεξεργαστούμε.
Το λάθος, ή μάλλον η αδυναμία, της σημερινής πολιτικής είναι ότι προσπαθεί να στεγάσει την ψυχολογική κατάρρευση σε έναν πρωτογενή, και μάλλον τυφλό, ρεαλισμό. Δεν βγαίνουν οι λογαριασμοί· το θέμα όμως είναι ότι μαζί με τους λογαριασμούς δεν βγαίνει και η ζωή μας. Φταίνε οι Ευρωπαίοι λογιστές; Σίγουρα φταίνε. Φταίει όμως και η αδυναμία μας να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις του αυτοπροσδιορισμού μας αφήνοντας τον τόπο να βουλιάζει στη μικρότητα, προσμένοντας απαθείς τον αλληλοσπαραγμό. Τα χάσαμε όλα; Ελάτε τώρα, μένει η φωνή του Γκάτσου. Και η ελπίδα πως, κάποια στιγμή, θα φανεί και καμιά ιδέα για να στεγάσουμε το συλλογικό μας αίσθημα. Και ας μην είναι μεγάλη. Ας είναι και μικρή. Αρκεί να είναι ιδέα.