Χάρηκα όταν είδα τις φωτογραφίες του Ελληνα πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στην αρχαία Αμφίπολη. Με τον ίδιο τρόπο που χαιρόμουν παλιά όταν συναντούσα τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη στις ταινίες του Λαρς φον Τρίερ και τις παραστάσεις του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας. Είναι ωραίο να μην έχεις μονόχνοτο πρωθυπουργό που ασχολείται μόνο με την οικονομική πολιτική, το ασφαλιστικό ή τον ΕΝΦΙΑ. Που κάνει σαν παιδάκι μπροστά σε μια σημαντική ανασκαφή, σαν ήρωας μυθιστορήματος του Ιουλίου Βερν. Λες και θέλει να κάνει φιγούρα, είμαι «εγώ ο τυχερός που το χει δει», όπως θα έλεγε κι ο Νίκος Παπάζογλου.
Με σηκωμένα μανίκια να θέλει να αγγίξει τα ευρήματα, να πει στην κοινή γνώμη όσα έμαθε από τους αρχαιολόγους και να συνιστά λίγες μέρες υπομονή, παρά τη δική του έκδηλη ανυπομονησία. Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που έκανε ακόμη κι εμάς τους καθ’ έξιν αντιεθνικιστές να σιωπήσουμε και να μη διολισθήσουμε στις μπανάλ διαμαρτυρίες μας, όπως λέει κι ένας φίλος πανεπιστημιακός.
Δεν κράτησε πολύ η χαρά. «Η γη της Μακεδονίας μας εξακολουθεί να μας συγκινεί», είπε ο κ. Σαμαράς. Τι σου κάνει μία κτητική αντωνυμία. Ολη η εύλογη καχυποψία μας αναδύθηκε και πάλι. Γιατί να επιλέξει τη φράση «η Μακεδονία μας»; Θα έλεγε αντίστοιχα η «Μεσσηνία μας»; Οχι, γιατί όλοι ξέρουμε τον τόπο καταγωγής του, θα ήταν πλεονασμός. Κι ίσως μας ερχόταν στο μυαλό ότι το 2009 ως υπουργός Πολιτισμού είχε προσπαθήσει να μεταφέρει τη διοικητική υπαγωγή του αρχαίου Ναού του Επικούριου Απόλλωνα από την Ηλεία στην Εφορεία Αρχαιοτήτων της Μεσσηνίας.
Προφανώς είπε το «μας» για να διαχωρίσει τη δική μας Μακεδονία από την άλλη, την ξένη, που ούτε το όνομά της δεν τολμούμε να πούμε πλέον, γιατί φροντίσαμε να την αφήσουμε αβάφτιστη με κύρια ευθύνη του ίδιου του σημερινού πρωθυπουργού. Κι άρχισαν αβίαστοι οι συνειρμοί να ανάβουν λαμπάκια στο μυαλό μας. Συλλαλητήρια και φαιδρά εμπάργκο, προσπάθειες ρεαλπολιτίκ από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη («Σε δέκα χρόνια δεν θα θυμάται κανείς το όνομα»), διπλωματικοί μαραθώνιοι που μας έφεραν από τη «Δημοκρατία του Βαρδάρη» στην «Πουγουδουμία», ανταγωνισμοί με τον Γκρούεφσκι ποιος θα χτίσει τον πιο μεγάλο Αλέξανδρο, ποιος θα πρωτοπρολάβει να ονομάσει το αεροδρόμιό του Μακεδονία και να χρησιμοποιήσει το αστέρι της Βεργίνας στη σημαία του, δηλώσεις όπως «όχι, δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα, είναι επινόηση των κομμουνιστών».
Μια κτητική αντωνυμία λοιπόν, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι κάποιος συγγενής του Μεγάλου Αλεξάνδρου κείται εκεί, μετέτρεψε μία ανθρώπινη επίσκεψη του πρωθυπουργού σε εθνικιστική χειρονομία. Μια μονοσύλλαβη κτητική αντωνυμία συρρίκνωσε εκ νέου έναν κοσμοπολίτη πρωθυπουργό με αρχαιολογικές ευαισθησίες σε έναν υπερπατριώτη ηγέτη της Πολιτικής Ανοιξης.