.
Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την τελευταία φορά που είχα βρεθεί στη Γουόλ Στριτ. Ηταν Σεπτέμβριος 2008, λίγες ώρες μετά τον σεισμό που είχε προκαλέσει η χρεοκοπία της επενδυτικής τράπεζας Λίμαν Μπράδερς. Ο αέρας μύριζε πανικό. Στα βλέμματα ανθρώπων που ως πρόσφατα απέπνεαν υπεροψία και μέθη, κατοικούσε ο φόβος. Οι βωμοί των θεών της απληστίας ήταν άδειοι και ένας από τους αρχιερείς τους ομολογούσε δημόσια ότι είχε ανακαλύψει ένα λάθος στο θρησκευτικό του δόγμα.
.
Ηταν ημέρες μεγάλης αγωνίας, καθώς ουδείς μπορούσε να προβλέψει το βάθος, τη διάρκεια, την έκβαση της κρίσης. Αλλά ήταν και ημέρες μεγάλων ελπίδων. Πως μια εποχή τελειώνει και μια νέα, καλύτερη θα ανατείλει.
.
«Η πτώχευση της Λίμαν μπορεί να αποδειχθεί για τον δυτικό καπιταλισμό ό,τι η πτώση του τείχους του Βερολίνου για τον ανατολικό σοσιαλισμό», ήταν το χαρακτηριστικό απόφθεγμα του νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς. Και όταν είχα ρωτήσει έναν άλλο νομπελίστα, τον Πολ Κρούγκμαν, πώς θα μοιάζει η νέα εποχή που ευαγγελίζεται, μου είχε απαντήσει: «Το μέλλον θα μοιάζει, ελπίζω, με το παρελθόν», με την εποχή στην οποία κυριαρχούσε η ιδέα πως πρέπει να τιθασεύεται ο καπιταλισμός με δημόσιες ρυθμίσεις και να αμβλύνονται οι κοινωνικές ανισότητες, με πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος.
.
Ηταν επίσης οι πρώτες ημέρες μιας προεκλογικής εκστρατείας σημαδιακής, που θα έφερνε στον Λευκό Οίκο έναν άνθρωπο που η βιογραφία του και το χρώμα του δέρματός του και μόνο, συμβόλιζαν αλλαγή.
.
.
Επέστρεψα πριν από λίγες ημέρες στη Γουόλ Στριτ, τέσσερα χρόνια αργότερα. Σύμπτωση, αλλά ένα αυτοκίνητο που περνά μπροστά μου καθώς βγαίνω από τον υπόγειο έχει μια μεγάλη αυτοκόλλητη επιγραφή: «Διώξτε με τις κλωτσιές τον Ομπάμα». Η ατμόσφαιρα δεν θυμίζει παλιές εποχές τριζάτης αυτοπεποίθησης και αλαζονείας. Η κρίση έχει αφήσει τραύματα ακόμη ανοιχτά, ορατά. Αλλά η ατμόσφαιρα δεν θυμίζει σε τίποτε και τις ημέρες του Κραχ. Ούτε η υπαρξιακή αγωνία εκείνων των ημερών ούτε η ελπίδα της αλλαγής επιβιώνουν. Κάτι έχει αλλάξει, φυσικά, αλλά οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού παραμένουν οι ίδιοι. Και στην προεκλογική καμπάνια που αρχίζει, αντίπαλος του Ομπάμα είναι κάποιος που το προεκλογικό πρόγραμμά του θα μπορούσε να συνοψιστεί στο απλούστατο σλόγκαν: «Λιγότεροι φόροι στους πλούσιους, λιγότερες κοινωνικές δαπάνες για τους φτωχούς». Οπως τον παλιό καλό καιρό, τότε που ο κινηματογραφικός Γκόρντον Γκέκο έλεγε: greed is good. Ή, όπως ακόμη παλιότερα, στα roaring twenties…
.
Τριγυρνώντας στον κόσμο της Αγοράς, δεν έγινα σοφότερος. Επιβεβαίωσα όμως την αίσθηση που είχα, πως τα βασικά ερωτήματα που έθεσε η κρίση παραμένουν δίχως απάντηση. Και πως τη μάχη των ιδεών φαίνεται να τη δίνουν πιο μαχητικά οι εκπρόσωποι του κόσμου που (πιστεύαμε ότι) κατέρρευσε με τη μεγάλη πτώση του 2008.
.
Ο Ραμ Εμάνουελ, προσωπάρχης του Λευκού Οίκου στις πρώτες ημέρες του Ομπάμα, είχε πει τότε: «Δεν πρέπει να αφήνεις ποτέ μια καλή κρίση να πάει χαμένη». Εννοώντας ότι η κρίση δίνει την ευκαιρία να γίνουν αλλαγές που στους κανονικούς καιρούς θα ήταν αδύνατον να αποτολμήσει κανείς. Τέσσερα χρόνια αργότερα μοιάζει σαν να αφήνουμε, ακριβώς, μια καλή κρίση να πάει χαμένη.
.
.
Ισχύει στο επίπεδο της Γουόλ Στριτ, της παγκόσμιας αγοράς και μιας αντίστοιχα παγκόσμιας διακυβέρνησης.
.
Ισχύει στο επίπεδο της Ευρώπης, οι ηγέτες της οποίας στην αρχή πίστεψαν πως η κρίση είναι μια αγγλοσαξονική ασθένεια και δεν θα χτυπήσει την πόρτα τους, ύστερα έκαναν πως πιστεύουν ότι η κρίση χρέους στην ευρωζώνη είναι μια ελληνική ασθένεια, ή μια ασθένεια των νότιων θαλασσών, και τώρα ακόμη αμφιταλαντεύονται και μιλούν με δύο γλώσσες.
.
Ισχύει, φυσικά, και για εμάς, στη μικρή ελληνική κλίμακα. Η κρίση προσέφερε την ευκαιρία να απαλλαγούμε από τις πιο ακραίες εκδοχές κομματοκρατικής δημοκρατίας και παρασιτικού καπιταλισμού. Μα νιώθουμε να πηγαίνει, πέντε χρόνια τώρα, από το καλοκαίρι του 2007 που η κρίση μάς χτύπησε την πόρτα, εντελώς χαμένη.
.