Μια κοινωνία φαίνεται αν είναι γερασμένη, όχι από τους γέρους της. Αλλά από τους νέους της

Φώτης Γεωργελές 13 Φεβ 2013

Δεν μπορείς εύκολα να μιλήσεις για τη βία των ανθρώπων. Γιατί πρέπει να μιλήσεις για ζωές. Χαμένες ζωές. Καταστροφικές και αυτοκαταστροφικές. Ούτε οι πιο δικοί τους άνθρωποι δεν μπορούν να τις ερμηνεύσουν. Πολύ λιγότερο η τηλεοπτική ψυχολογία και η κοινωνιολογία του ταμπλόιντ.

Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε, όμως, είναι να μιλήσουμε για τον τρόπο που η κοινωνία δέχεται τη βία, την αναπαράγει, τη νομιμοποιεί, τη χρησιμοποιεί, την αθωώνει, την κάνει κοινότοπη. Λένε ότι η Ελλάδα δεν ξεπέρασε ποτέ την παράδοση της βίας, δεν έκλεισε ποτέ τη ρωγμή του Εμφυλίου. Με αποτέλεσμα οι γενιές να αλλάζουν και η βία να παραμένει πάντα παρούσα, οικείος τρόπος επίλυσης των κοινωνικών και πολιτικών διαφορών.

Έτσι είναι, δεν πάει πολύς καιρός που κοινοβουλευτικά κόμματα καλούσαν στη δημιουργία ενός νέου ΕΑΜ και πολιτικοί αρχηγοί προειδοποιούσαν να μην ξανακάνουμε το λάθος της Βάρκιζας, τότε που παρέδωσαν τον οπλισμό. Φοβάμαι, ωστόσο, πως και η επίκληση μιας αιματηρής παράδοσης μάλλον μας αθωώνει. Δεν έχουμε μια βία που έρχεται απ’ το παρελθόν, αλλά μια βία της διάλυσης που μεγαλώνει ευθέως ανάλογα με την προϊούσα αποσύνθεση και παρακμή του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.

Το είδος αυτού του μοντέλου είναι που κάνει τη βία αποδεκτό μέσο διευθέτησης οικονομικών και πολιτικών επιδιώξεων. Μέχρι τον οριστικό εκτροχιασμό είχαμε μια μάλλον αφελή και παιδική εικόνα αυτού που ονομάζουμε πελατειακό κράτος και ελληνικό παρασιτισμό. Ξέραμε ότι κάποιοι πολιτικοί παίρνουν μίζες, παντού γίνεται, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί παίρνουν φακελάκι. Δεν είχαμε αντιληφθεί ούτε το μέγεθος ούτε το βαθμό της διαφθοράς. Δεν είχαμε καταλάβει ότι η διαφθορά ήταν απλώς ο mainstream τρόπος διανομής του δημόσιου χρήματος στα πλαίσια του πελατειακού κράτους. Δεν είχαμε αντιληφθεί ότι δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι με πλαστές συντάξεις και επιδόματα είχαν μετατραπεί σε εισοδηματίες του δημοσίου, ότι 37.000 αγρότες θεωρούσαν απόλυτα φυσικό να υπεξαιρούν δημόσιο χρήμα με εικονικά τιμολόγια, ότι τα φακελάκια που αλλάζουν χέρια φτάνουν το 1 εκατομμύριο ετησίως, ότι γεωργικοί συνεταιρισμοί, σωματεία, ΜΚΟ είναι στημένες μηχανές υπεξαίρεσης του πλούτου της κοινωνίας, ότι δήμοι σύσσωμοι είχαν μετατραπεί σε εστίες διαφθοράς που μετέτρεπαν το δημόσιο χρήμα σε μπουζουξίδικα και ποδοσφαιρικές ομάδες.

Η διαδεδομένη διαφθορά που δεν περιοριζόταν σε κάποιες ελίτ ή σε κάποια τμήματα του κράτους αλλά διαχεόταν μαζικά στην κοινωνία, εξοικείωνε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας με λογικές υποκόσμου. Και με πρακτικές μαφίας.

Σταδιακά η κοινωνία έχανε την ικανότητά της για παραγωγή και περιοριζόταν στη με κάθε μέσο διεκδίκηση προσόδων από τα κρατικά ταμεία. Αυτή η διεκδίκηση γινόταν ολοένα και πιο σκληρή, εναντίον όλων και με αποδέκτη πάντα το κράτος. Στις άλλες δυτικές χώρες με ανεπτυγμένη οικονομία ο ρόλος του κράτους παραμένει πάντα ισχυρός στο ρόλο του παντοδύναμου ρυθμιστή, αλλά η ανάπτυξη, η επανάσταση της πληροφορικής, των τεχνολογιών, της σύγχρονης παραγωγής, έχει πολλαπλασιάσει τα πεδία της οικονομίας και το τερέν των κοινωνικών συγκρούσεων.

Στις άλλες χώρες οι κοινωνικοί αγώνες μπορεί να είναι επίμονοι, διεκδικητικοί, σπάνια όμως είναι βίαιοι και ποτέ αυτοκαταστροφικοί. Οι εργαζόμενοι συνήθως δεν καταστρέφουν τις δουλειές τους. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει παραγωγή για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι. Διεκδικούν προσόδους και προνόμια από το κράτος. Εκβιάζουν το κράτος απειλώντας με εξόντωση την κοινωνία. Κλείνουν τα λιμάνια, κρατάνε αποκομμένους τους νησιώτες· κατεβάζουν τους διακόπτες, λιώνουν τα τρόφιμα στα ψυγεία· κλείνουν τις εθνικές οδούς, καταστρέφονται τα μαγαζιά χωρίς προϊόντα.

Όσο πιο σκληρή, βίαιη και αδιάλλακτη είναι η συμπεριφορά, τόσο πιο πολλά τα «κεκτημένα». Στις άλλες χώρες δεν θα μπορούσε κάποιος να πει «θα πνίξουμε την Αθήνα στα σκουπίδια». Να πει «να μην έχουμε ηθική αναστολή, να μη δίνουμε φάρμακα στους αρρώστους». Θα φαινόταν τόσο ακραία και αντικοινωνική συμπεριφορά που θα είχε τα ανάποδα αποτελέσματα. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Δεν χρειάζεται η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης, των συμβιβασμών, δεν υπάρχουν κοινωνικοί εταίροι. Η απόκτηση πλούτου γίνεται διά της επίθεσης στο κράτος που τον έχει. Η υπόλοιπη κοινωνία βρίσκεται στο ρόλο του κομπάρσου ομήρου. Το κράτος είναι το οχυρό που θα καταλάβουμε, ο εχθρός και το λάφυρο.

Ο παρωχημένος αντικρατισμός που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία δεν έχει ανάλογο σε άλλες χώρες. Μοιάζει με τον αντικρατισμό της ακροδεξιάς των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της «ομοσπονδιακής κυβέρνησης». Στις άλλες χώρες υπάρχουν κοινωνικές τάξεις, εργοδότες, εργαζόμενοι. Εδώ υπάρχει η μικροαστική θάλασσα που λατρεύει να μισεί το κράτος-πατερούλη. Η κοινωνία των πολιτών που ποτέ δεν υπήρξε έγινε κοινωνία των κολλητών, των κουμπάρων, των συνενόχων.

Πολυδιασπασμένη, σε όλο και μικρότερες ομάδες συμφερόντων, που συσπειρωμένες, αποφασισμένες, όλο και πιο φανατικές για να νικήσουν, προσπαθούν να καταλάβουν το φρούριο, να τρυγήσουν το «κράτος». Ο αντικρατισμός δεν είναι ριζοσπαστικός, το αντίθετο, είναι παρωχημένες μορφές οικονομίας, είναι ματαιωμένες υποσχέσεις από ένα κράτος που χρεοκόπησε και δεν μπορεί πια να πραγματοποιήσει όσα υποσχόταν στους πελάτες.

Οι τελευταίοι στη λίστα των υποσχέσεων, οι νεότεροι, είναι αυτοί που έχουν και τη μεγαλύτερη αγανάκτηση. Το «αεροπλανάκι» τελείωσε, οι χαμένοι γεμάτοι αυτολύπηση και θυματοποίηση δεν βλέπουν μπροστά τους κανέναν άλλο εχθρό εκτός από το «κράτος» που μέχρι τώρα μοίραζε άφθονα τα δανεικά.

Όλο και μικρότερες, όλο και πιο διασπασμένες, επαγγελματικές ομάδες και λόμπι συμφερόντων μάχονται με φανατισμό για τη διανομή όλο και μικρότερης πίτας. Όλο και περισσότερος κόσμος δεν ζει από τη δουλειά του, αλλά παρασιτικά. Διεκδικώντας ολοένα και πιο βίαια, με όρους πολέμου, ο θάνατός σου η ζωή μου. Οι πιο βίαιοι κερδίζουν. Ο ελληνικός παρασιτισμός γίνεται όλο και πιο βίαιος γιατί ξέρει ότι απειλείται η ίδια η ύπαρξή του.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, τα κόμματα του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος δεν αντιπροσωπεύουν δυναμικά κοινωνικά στρώματα αλλά πελάτες. Είναι δύσκολο να διακρίνεις ποια είναι η κοινωνική διαστρωμάτωση των ψηφοφόρων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και τώρα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ίδια. Διαχειρίζονται υποσχέσεις. Και επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το ρόλο του ταμία στους διακόπτες του κρατικού ταμείου. Γι’ αυτό, όσο περισσότερο οι υποσχέσεις είναι ίδιες, τόσο πιο βίαιη είναι η τελετουργική μεταξύ τους αντιπαράθεση. Ο ανηλεής πόλεμος ομάδων εξουσίας δανείζεται την κατάλληλη πολιτική ρητορική προηγούμενων βίαιων εποχών. Και κάποιοι δυστυχείς παίρνουν τοις μετρητοίς τα λόγια συνδικαλιστών και βουλευτών. Βάζουν «ρουκέτες στις ερπύστριες», «παίρνουν τα καλάσνικοφ». «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Οι πιο εξουσιαστικές, ναρκισσιστικές, αυταρχικές συμπεριφορές διακινούνται οριζοντίως και καθέτως σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ελληνικής κοινωνίας. Απλώς αλλάζουν πρόσημα. Αλλά είναι ίδιες. Η βία δεν είναι αποδεκτή από την ελληνική κοινωνία επειδή είναι αντισυστημική, αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Επειδή είναι εντελώς συστημική. Μια κοινωνία φαίνεται αν είναι γερασμένη, όχι από τους γέρους της. Αλλά από τους νέους της.