Κανονικά, οι εκλογές για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας ενός κόμματος που είχε πάρει στις τελευταίες εκλογές το 8% των ψήφων και που έκτοτε βρίσκεται δημοσκοπικά καθηλωμένο σε μικρότερα ποσοστά δεν θα έπρεπε να αποτελεί πολιτικό γεγονός ούτε και να απασχολεί ιδιαιτέρως την κοινή γνώμη. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που στα δύο τελευταία χρόνια, το Κίνημα Αλλαγής, είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται με την αποχώρηση στελεχών αλλά και πολιτικών δυνάμεων που είχαν πάρει μέρος στη συγκρότησή του. Η πολιτική συγκυρία, ωστόσο, θέτει τα μέλη, τους φίλους του ΚΙΝΑΛ και τον προοδευτικό χώρο ευρύτερα ενώπιον επιλογών που μπορεί να αποβούν κρίσιμες ακόμα και για την πορεία της χώρας.
Το καθοριστικό δίλημμα που πρέπει να απαντηθεί στην κάλπη του Δεκεμβρίου είναι πολύ συγκεκριμένο. Θα ακολουθήσει το Κίνημα Αλλαγής τον δρόμο της διεύρυνσης και συσπείρωσης των πολιτών που ανήκουν στο χώρο της Σοσιαλδημοκρατίας και του Πολιτικού Κέντρου; Θα επιδιώξει να συμβάλλει με τις δυνάμεις του και το πολιτικό του σχέδιο στη διασφάλιση της δημοκρατικής σταθερότητας, της κυβερνησιμότητας και της αναπτυξιακής πορείας της χώρας στη νέα εποχή; Ή θα απαντήσει επί της ουσίας θετικά στην πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «προοδευτική διακυβέρνηση», επιτρέποντάς του να αθροίσει πανηγυρικά, από την επομένη κιόλας της εκλογής του νέου αρχηγού, το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ στο ποσοστό του κόμματός του, εν όψει και των εκλογών με την απλή αναλογική;
Το δεύτερο σενάριο είναι κυριολεκτικά εφιαλτικό για το μέλλον της Δημοκρατικής παράταξης και της χώρας αφού αναγνωρίζει επισήμως ως «προοδευτικό κόμμα» τον ΣΥΡΙΖΑ που συγκυβέρνησε τη χώρα με την Ακροδεξιά, ανάγοντας τον λαϊκισμό σε κυρίαρχη «ιδεολογία» του. Δίνεται ταυτόχρονα συγχωροχάρτι σε μια κυβέρνηση που προσπάθησε, χωρίς επιτυχία ευτυχώς, να ποδηγετήσει τη δικαιοσύνη και να ελέγξει την ενημέρωση, δεσμευόμενο ότι η επόμενη διακυβέρνησή του θα είναι διαφορετική γιατί «θα ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας». Τι είδους προοδευτική μπορεί να είναι μια πρόταση διακυβέρνησης με ένα λαϊκιστικό κόμμα που κηρύσσει την ανυπακοή στους θεσμούς, την αναξιοκρατία στη Δημόσια Διοίκηση, την απαξίωση της Παιδείας και τον πόλεμο σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια;
Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας δραματικής εξέλιξης μπορεί να ακυρωθεί στην κάλπη του ΚΙΝΑΛ. Η ακύρωση αυτή δεν αφορά μόνο τα μέλη και τα στελέχη του Κινήματος Αλλαγής που άλλωστε έχουν εκφραστεί επανειλημμένα και με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο κατά του ενδεχομένου μιας «προοδευτικής συνεργασίας». Αφορά και όσους εγκατέλειψαν το εγχείρημα διαφωνώντας με την μεσοβέζικη πολιτική της ηγεσίας του. Αφορά ακόμα κορυφαία στελέχη που έχουν αποστασιοποιηθεί από την ενεργό πολιτική και εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών που έχουν απομακρυνθεί από τις κάλπες απογοητευμένοι από τις αρνητικές εξελίξεις στον προοδευτικό χώρο. Η άλωση του από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν προμηνύει τίποτα το καλό για την επόμενη μέρα, όπως και αν την φαντάζεται κανείς.
Οι εκλογές για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής δεν γίνονται ούτε για να παραμείνουν κάποιοι στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, ούτε για να κατοχυρώσουν τα μελλοντικά τους αξιώματα ούτε, πολύ περισσότερο, για να αναζητήσουν την πολιτική τους δικαίωση. Η απάντηση στο κρίσιμο δίλημμα που θα καθορίσει το μέλλον της Δημοκρατικής παράταξης θα είναι το βασικό κριτήριο της επιλογής των προοδευτικών πολιτών στην κάλπη.
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ