—της Ελένης Κεχαγιόγλου για τη στήλη Παροράματα και ημαρτημένα—
Μετράμε έναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα που πόλωσε και δίχασε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κοινωνία (εγώ ακόμη διαπιστώνω διαγραφές από FB φίλους, ενώ επιχειρώ να επουλώσω τραύματα που δημιουργήθηκαν με φίλους της πραγματικής ζωής), και ενίσχυσε την ποδοσφαιροποίησή της με το καπάκι της κοινωνικής ανοχής να εκτινάζεται και να παίρνει παραμάζωμα την κοινωνική ανοχή.
Δεν έχω (ούτε και μπορώ) να κάνω πολιτική ανάλυση του φαινομένου. Σκέφτομαι όμως ότι η φωτογραφία αυτή, το σύνθημα που προχθές, στην επέτειο του περυσινού δημοψηφίσματος, γράφηκε στον τοίχο του σπιτιού της Αλεξίας Μπακογιάννη και του Ανδρέα Παπαδόπουλου, δείχνει τη σύγχυση που επικρατεί ως προς τις ευθύνες (γενικά, ως προς τον προσδιορισμό του Κακού) και την ανάγκη να υπάρχουν αποδιοπομπαίοι τράγοι για να καταφέρει κανείς (όποιος πήρε το σπρέι και έκανε την επαναστατική γυμναστική του στον τοίχο του σπιτιού αυτού) να καταπιεί αμάσητη την ήττα του.
Διότι το μόνο που έχει απομείνει τώρα στους χθεσινούς οπαδούς του ΟΧΙ είναι το πλεονέκτημα που φαντασιώνονται πως έχουν, ότι (όμως!) σε εμάς δεν αρέσουν όσα γίνονται, ενώ οι Γερμανοτσολιάδες το απολαμβάνουν, βρε αδερφέ. Αντιπαρέρχομαι την παιδική αυτή ανάγκη (εγώ είμαι ο καλύτερος!) που έχει μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας για να μπορεί να υπάρξει, και επιστρέφω στη φωτογραφία.
Εντυπωσιάζει ότι η μη εφαρμογή του ΟΧΙ χρεώνεται στους «Γερμανοτσολιάδες» (και στο σημείο αυτό, ανατριχιάζω στη σκέψη ποιοι ήταν, ιστορικά, οι όντως Γερμανοτσολιάδες και τι υπέφεραν οι Έλληνες την Κατοχή), τη στιγμή που μια κυβέρνηση προκήρυξε δημοψήφισμα, είχε ένα καθαρό πλειοψηφικό αποτέλεσμα υπέρ του ΟΧΙ, το οποίο τούμπαρε σε ΝΑΙ.
Και εδώ το επιχείρημα που βαρεθήκαμε να ακούμε —και δεν χαίρεστε; αυτό δεν θέλατε ΕΣΕΙΣ;— είναι ανίσχυρο, διότι το θέμα είναι —και πέραν της γελοιοποίησης κορυφαίων πολιτειακών διαδικασιών— ότι οι πολίτες που σθεναρά στήριξαν το ΟΧΙ εντέλει εξαπατήθηκαν, διότι το μνημόνιο πέρασε και ήταν πολύ βαρύτερο από εκείνο το οποίο απέρριψε ο λαός, «δίνοντας διαπραγματευτική ισχύ στην κυβέρνηση». Και παρά ταύτα, σήμερα, έναν χρόνο μετά, ο θυμός, ο φθόνος, η πίκρα (ό,τι κι αν παρακίνησε όποιον κρατούσε το σπρέι) εκφράστηκε σε δύο συνθήματα στο σπίτι του Παπαδόπουλου και της Μπακογιάννη.
Μακάρι να μπορούσα να πω ότι αυτό είναι κάτι παράλογο. Διότι δεν είναι. Είναι φωτογραφία-ντοκουμέντο και αποτύπωμα της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που έχει πολλά υποστεί τα τελευταία χρόνια, που έχει ταλαιπωρηθεί και που, με πείσμα εξοργισμένου νηπίου, αρνείται να δει πίσω από την εύκολη ανάγνωση το κείμενο που απαιτεί κόπο για να αποκωδικοποιηθεί. Είναι ευκολότερος ο μανιχαϊσμός. Είναι ευκολότερη η διαίρεση του κόσμου σε Καλούς και Κακούς, από το να ψάχνει κανείς τα νοήματα που είναι υπό διαμόρφωση ακόμα σε έναν κόσμο που κάθε μέρα θυμίζει λιγότερο τον χθεσινό.
Ασφαλώς. Είναι ευκολότερο να διαβάζει κανείς το αφήγημα σαν ευπώλητη γυναικεία λογοτεχνία παρά, ξέρω γω, σαν το Κουτσό του Κορτάσαρ. Κι εδώ βρισκόμαστε. Πολλά χρόνια τώρα, τραφήκαμε με τις ανοησίες τέτοιων εύκολων αφηγημάτων: οι καλοί, οι κακοί, οι συνωμοσίες, ο ανάδελφος λαός, οι Εβραίοι… Και η εξουσία και τώρα, εξουσία όμοιας στόφας με το «παλιό πολιτικό σύστημα», σαρξ εκ της σαρκός του, ξέρει καλά να παίζει το ίδιο παιχνιδάκι με το λαό της.
Νομίζω ότι ο κόσμος γίνεται καλύτερος από την προσπάθεια ανθρώπων που με προσωπική αυτοθυσία και διόλου «ρεαλισμό» προσφέρουν στον συνάνθρωπό τους. Έχω γνωρίσει έναν τέτοιο ογκολόγο στον Άγιο Σάββα, ξέρω κάνα-δυο δασκάλους που υπερβαίνουν το σύστημα και τον εαυτό τους, γνωρίζω έναν-δυο ακτιβιστές υπέρ κάθε αδέσποτης ζωής (που δεν ανταλλάσσουν τη δράση τους με δημοσιότητα). Οραματίζομαι ένα κοινωνικό κράτος δικαίου, που θα προστατεύει τους αδυνάτους, σε έναν κόσμο ίσων ευκαιριών. Ονειρεύομαι το κράτος που ποτέ η Ελλάδα δεν υπήρξε και ούτε φαίνεται να θέλει και τώρα να γίνει.
Αλλά, οπωσδήποτε, η χώρα αυτή δεν θα αλλάξει ποτέ όσο οι πολίτες της δεν παραδέχονται ότι η ήττα είναι συντριπτική και σε όλα τα πεδία. Όλοι μαζί έχουμε ηττηθεί. Αυτό είναι που πρώτα απ’ όλα χρειάζεται να παραδεχτούμε. Και μετά την παραδοχή αυτή, ίσως καταφέρουμε, αντί να μετράμε ποιος έβαλε στον άλλο «γκολ» και ποιος δικαιούται να πανηγυρίζει, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να συντριβεί για να βρούμε έπειτα επιτέλους τον τρόπο να υπάρξουμε συλλογικά. Και όχι ο ένας εναντίον, αλλά ούτε και εις βάρος του άλλου. Και τότε, ίσως μάθουμε και να αποδίδουμε τα του καίσαρος τω καίσαρι και όχι όπου να ’ναι, αστόχαστα. Για να μη ζούμε σαν μέρα της μαρμότας τη «Θαμπή μέρα» (Κρύπτη, 1968) του Βύρωνα Λεοντάρη:
Η θαμπή μέρα
Καθίζηση της Ιστορίας
αίσθηση βυθού
κάποτε ένας πνιγμένος ξεκολλά
ανεβαίνοντας προς τα τρικυμισμένα ύψη
Αυτό μονάχα…
και δεν υπάρχει τίποτα να ελπίσω μεσ’
την αχανή αυτή μέρα
θα καρτερής ως την άλλη νύχτα
να μοιραστούν οι άνθρωποι τη ζωή
ξανά σα λάφυρο
Ακούω τις ζυγαριές που ετοιμάζονται,
Βλέπω φριχτά καινούργια μέτρα και σταθμά
και δεν υπάρχει, τίποτα να ελπίσω μέσ’ την αχανή
αυτή μέρα
όπου, γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον
θα καρτερώ ως την άλλη νύχτα.