Έγκλημα στην Πόλη #10 — από το Αστυνομικό Δελτίο της δεκαετίας του ’40
—της Σεβαστής Λιοναράκη-Χρηστίδου—
Η Ελευθερία μετά το θάνατο της μητέρας της, στα δεκατέσσερά της χρόνια, στάλθηκε από τον πατέρα της στην Αθήνα να ζήσει με την παντρεμένη άτεκνη αδελφή του. «Για να μην καταλήξεις να παντρευτείς κάνα Τούρκο εδώ στην Πόλη»της είχε πει ο πατέρας της και την αποχαιρέτησε μισή ώρα πριν μπει στο πλοίο. Ούτε να τη χαιρετήσει από την αποβάθρα και να τη δει να του κουνάει το άσπρο της κεντημένο μαντιλάκι δεν περίμενε. Βιαζόταν να πάει να συναντήσει τη Μαρίκα, που θα γινόταν σύντομα η δεύτερή του σύζυγος. Τη Μαρίκα, που δεν ήθελε νεαρά κορίτσια μέσα στα πόδια της.
Το βρεγμένο από τα δάκρυά της άσπρο κεντημένο μαντηλάκι κρατούσε σφιχτά στη χούφτα της σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Τη θεία της δεν την είχε συναντήσει ποτέ, το 1922 νεαρή τότε κοπέλα είχε βρεθεί στην Αθήνα σε κάποιους άλλους συγγενείς και εκείνη. Μετά παντρεύτηκε έναν Κρητικό και ρίζωσαν στο Χαϊδάρι. Η θεία και ο Κρητικός, που ήξερε και κάτι λίγα τουρκικά και κάθε φορά που καθόντουσαν να φάνε της έλεγε «ye yavrum ye, kibrit gibisin k?z?m» — «φάε μωρό μου, φάε, σαν σπίρτο είσαι κορίτσι μου», τη φρόντισαν είναι η αλήθεια με το παραπάνω. Είχε φέρει βέβαια μαζί της και κάτι χρυσές λίρες που της είχε δώσει ο πατέρας της, και τις πήρε ο Κρητικός και γέλασε το παχύ μουστάκι του με ευχαρίστηση.
Κι εκεί στο Χαϊδάρι που ήταν πια ο κόσμος όλος για αυτήν, ποτέ δεν την πήγαν στην Αθήνα να δει τουλάχιστον την Ακρόπολη ή στο Φάληρο να μυρίσει λίγο θάλασσα, γνώρισε η Ελευθερία τον έρωτα. Ο Μανώλης ήταν ο έρωτας, ο ανιψιός του Κρητικού θείου, Κρητικός δηλαδή κι αυτός, αλλά ξανθός και γαλανομάτης, κοντός και αδύνατος, πιο αδύνατος και από αυτήν. Όλο το Λιβυκό πέλαγος στα μάτια του μέσα κι ας μην ήξερε εκείνη ούτε το Λιβυκό πέλαγος ούτε τη Λιβύη…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art