Η θητεία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι δυόμισι χρόνια από τα πέντε της θητείας του Κοινοβουλίου. Και τώρα και παλαιότερα η εκλογή γίνεται σε συμφωνία των δύο μεγάλων σχηματισμών από την πρώτη θητεία και τη μοιράζονται οι Χριστιανοδημοκράτες (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα – ΕΛΚ) με τους Σοσιαλδημοκράτες (Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών – ΕΣΚ). Ετσι κι αλλιώς, το Κοινοβούλιο έχει περιορισμένες αρμοδιότητες σε σχέση με τα άλλα δύο όργανα της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική και θεσμική ισχύ από αυτήν που είχε πριν από την κρίση του 2008.
Ενα από τα κριτήρια που καθορίζουν την επιλογή του προσώπου από κάθε ομάδα είναι η σχετική ισορροπία με τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν οι πολιτικές ομάδες στα καίρια πόστα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δηλαδή, του προέδρου της Ενωσης και του προέδρου της Επιτροπής. Στη σημερινή συγκυρία ο Γιούνκερ και ο Τουσκ ανήκουν στην Κεντροδεξιά. Με την αποχώρηση του Σουλτς από την προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου τον Δεκέμβριο κανονικά θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον υποψήφιο της Κεντροδεξιάς. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.
Οι Σοσιαλιστές ξαφνικά εγείρουν ζήτημα ισορροπίας πολιτικής. Και λένε ότι δεν μπορεί να τηρηθεί η συμφωνία για την εναλλαγή, μια και τότε θα έχουμε τρεις εκπροσώπους της Κεντροδεξιάς στα ανώτατα αξιώματα. Και γι’ αυτό πρέπει να παραμείνει ο Σουλτς στην προεδρία. Και έτσι αρχίζει ένα γαϊτανάκι, μια και οι Χριστιανοδημοκράτες επιμένουν ότι η συμφωνία είναι συμφωνία.
Το ζήτημα όμως γίνεται περίπλοκο αν λάβουμε υπόψη μια σημαντική πολιτική αλλαγή που συμβαίνει στην Ευρώπη και κυρίως που προβλέπεται να πραγματοποιηθεί μετά τις εκλογές σε Γαλλία, Ολλανδία, Γερμανία και ίσως και στην Ιταλία, αν χάσει τον Δεκέμβριο το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αλλαγή ο Ματέο Ρέντσι. Κι αυτή δεν είναι άλλη από τη σημαντική υποχώρηση σε εκλογική δύναμη τόσο των Σοσιαλιστών όσο και των Χριστιανοδημοκρατών, δηλαδή οι δύο δυνάμεις που κυριαρχούσαν από τον πόλεμο και μετά. Αυτός είναι ο λόγος που η διαμάχη για το Κοινοβούλιο έχει μεγάλη σημασία, πολύ ευρύτερη από τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων. Αλλά και εξηγεί ορισμένες κινήσεις που διαφορετικά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ανεξήγητες. Ας σταθούμε σε κάποιες πρόσφατες.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο αντικαγκελάριος Γκάμπριελ και υπουργός Εμπορίου από τη μία έπεισε το κόμμα του να αποδεχθεί την εμπορική συμφωνία με τον Καναδά (CETA) και ταυτόχρονα έδωσε το πράσινο φως να σχηματιστεί κυβέρνηση στο κρατίδιο του Βερολίνου στην οποία θα συμμετάσχει και το κόμμα Η Αριστερά (Die Linke). Σε αυτές τις κινήσεις θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την επιθυμία του για την κατάληψη της προεδρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας από τον Μάρτιν Σουλτς.
Την ίδια στιγμή οι κυβερνώντες Σοσιαλιστές της Γαλλίας και της Αυστρίας έκαναν πίσω σχετικά με την εμπορική συμφωνία της ΕΕ με τις ΗΠΑ (TTIP). Οι έντονες αντιδράσεις σημαντικών κοινωνικών εταίρων και εχθρών της παγκοσμιοποίησης οδηγούν την ολοκλήρωση της συμφωνίας για μετά το 2017. Η συμφωνία με τον Καναδά όμως είναι ήδη αποδεκτή επί της ουσίας και από τα δύο μέρη. Και η γρήγορη επικύρωσή της θα είναι απόδειξη ότι η Ενωση δεν βρίσκεται στην πλευρά της αντιπαγκοσμιοποίησης.
Σε αυτό το παζλ τοποθετείται και το φλερτ των Σοσιαλιστών με την ομάδα της Αριστεράς στο Κοινοβούλιο και με τον Τσίπρα. Οι Σοσιαλιστές στην επόμενη Ευρωβουλή θα χάσουν μεγάλο μέρος της ισχύος τους. Και ο κίνδυνος να έρθουν τρίτη πολιτική ομάδα είναι σχεδόν βέβαιος. Μια Ευρώπη με ένα καθημαγμένο Εργατικό Κόμμα λόγω Κόρμπιν, που ούτως ή άλλως λόγω Brexit θα αποχωρήσει, μια Ευρώπη με απόντα τον Ρέντσι και τον Ολάντ και μια Ευρώπη με γερμανικό συνασπισμό από δεξιά και φιλελεύθερα κόμματα είναι το όραμα της Λεπέν και της παρέας της.
Αλλά και το φλερτ σοσιαλιστών και τέως κομμουνιστών στη Γερμανία και η προσπάθεια για προσεταιρισμό απ΄μέρους των πρώτων ενός πρωθυπουργού που δεν έχει να επιδείξει τίποτε για τη βελτίωση της κατάστασης των ασθενέστερων και των μεσαίων στρωμάτων μόνο απώλειες προμηνύει για τον ιστορικό χώρο.
Ολοι και όλα προετοιμάζουν τις συμμαχίες τους για την επόμενη ημέρα της Ευρώπης. Και το φάντασμα της «πασοκοποίησης» των Σοσιαλιστών αλλά και της πιθανής αποχώρησης της Μέρκελ στοιχειώνει το σήμερα του Κοινοβουλίου. Αλλά και το Brexit και το πώς θα το χειριστούν οι υπόλοιποι 27 – και οι ενδιαφερόμενοι Βρετανοί – είναι στρατηγικής σημασίας θέμα για τα δύο μέρη. Και ο χειρισμός της διαπραγμάτευσης από μετριοπαθείς και όχι λαϊκιστικές δυνάμεις, αναγκαίος και ικανός όρος για τη γρήγορη επούλωση της πληγής που άφησε ένας ανεκδιήγητος πρωθυπουργός των Συντηρητικών.
Για αυτούς και άλλους λόγους η απόφαση για την κατάληψη του προέδρου του Κοινοβουλίου σε λίγες εβδομάδες αποκτά μια δυσανάλογα μεγάλη αξία για το μέλλον της Ευρώπης. Το να επιμείνουν οι κεντροδεξιοί να τηρηθεί η συμφωνία ή να αποφασίσει ο μεγάλος συνασπισμός να ανακαλέσει τον σημερινό πρόεδρο στη Γερμανία θα είναι καταστροφή αν λάβουμε υπόψη τους προβλεπόμενους πολιτικούς συσχετισμούς στο Κοινοβούλιο που θα εκλεγεί τον Μάιο του 2019 ώστε να αντιμετωπίσει την επικίνδυνη λαίλαπα των νέων κυβερνήσεων το 2017.
Αν φανταστούμε επιπλέον ότι σε δύο μήνες μπορεί και ο αρχιλαϊκιστής υποψήφιος να είναι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, η Ευρώπη ίσως να βρεθεί σε μια κατάσταση απομόνωσης, περιτριγυρισμένη με αυταρχικούς αδίστακτους ή λαϊκιστές ηγέτες. Και θα κληθεί με νύχια και με δόντια να αντιμετωπίσει έναν γεωπολιτικό και οικονομικό Αρμαγεδδώνα. Και η μόνη της άμυνα είναι η εσωτερική ενότητα, με ηγεσίες μετριοπαθείς και διαποτισμένες από την ταυτότητά της. Που σύμφωνα με τον Ζακ Ντελόρ είναι μεταξύ των άλλων η κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας και του Διαφωτισμού.