Μία εκ των υστέρων εποικοδομητική κριτική στον Νίκο Ανδρουλάκη

Ιωακείμ Γρυσπολάκης 31 Ιαν 2022

Η σύνταξη του κειμένου, που ακολουθεί, ήρθε ως προϊόν συζήτησης με δύο καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου, οι οποίοι έχουν διατελέσει υπουργοί και εξ αυτών μόνον ο ένας είναι σήμερα βουλευτής. Με αυτά, ως πρόλογο, και με δεδομένο πλέον το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στην πρόταση δυσπιστίας, που υπέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης, θα τοποθετηθώ επί της αντιφατικής τοποθέτησης του Νίκου Ανδρουλάκη υπέρ της ψήφισης της πρότασης δυσπιστίας και συγχρόνως κατά της διεξαγωγής εκλογών. 

Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης, ως αρχηγός αντιπολιτευόμενου κόμματος, αποφάσισε να ψηφίσει επί της ουσίας μομφή κατά της κυβέρνησης, τονίζοντας τις αβελτηρίες και παραλείψεις της. ¨Όμως, θεωρώ αντιφατική τη δήλωση «ψηφίζουμε υπέρ της πρότασης δυσπιστίας, αλλά δεν θέλουμε εκλογές». Ας αναλύσουμε, χρησιμοποιώντας απλή μαθηματική λογική, τις συνέπειες αυτής της ψήφου.

Ένα κόμμα ή ένας βουλευτής ψηφίζει υπέρ της πρότασης δυσπιστίας, προκειμένου να αθροιστεί η ψήφος του σε εκείνες των άλλων βουλευτών, ώστε να δώσουν ένα άθροισμα τουλάχιστον 151. Ας δούμε πώς αυτό επιτυγχάνεται και ποιες θα ήσαν οι συνέπειες ενός τέτοιου αποτελέσματος. Την πρόταση δυσπιστίας θα έπρεπε να ψηφίσουν όλοι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ, του ΚΚΕ, του Βελόπουλου, του ΜΕΡΑ25, οι δύο ανεξάρτητοι και τουλάχιστον οκτώ του κυβερνώντος κόμματος. Στην περίπτωση, που συνέβαινε αυτό, η κυβέρνηση έχανε την εμπιστοσύνη της Βουλής και θα υποχρεούτο σε παραίτηση. Η ΠτΔ θα καλούσε την επομένη τον Κυριάκο Μητσοτάκη, προκειμένου να του αναθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Είναι προφανές ότι εκείνος θα επέστρεφε την εντολή, η οποία θα περνούσε στον Αλέξη Τσίπρα. Εκείνος θα καλούσε όλους τους υπερψηφίσαντες την πρότασή του να σχηματίσουν κυβέρνηση. Στην περίπτωση αυτή το ΚΙΝΑΛ είχε δύο δρόμους να ακολουθήσει. Είτε να πει ΝΑΙ είτε να πει ΟΧΙ. Το μεν ΝΑΙ θα συνεπάγετο την συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το ΟΧΙ θα συνεπάγετο αυτομάτως τη διάλυση της Βουλής την και προκήρυξη εθνικών εκλογών.

Κατά συνέπεια, η δήλωση «ΝΑΙ στην πρόταση δυσπιστίας, αλλά ΟΧΙ στις εκλογές» μαζί με την πρόθεση να μην υπάρξει συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί σε άτοπο.

Άκουσα με ενδιαφέρον (μαγνητοσκοπημένη) την ομιλία του Νίκου Ανδρουλάκη στην Κ.Ο. του ΚΙΝΑΛ, όπως άκουσα και τις ομιλίες των Κυριάκου Μητσοτάκη και Αλέξη Τσίπρα.

Τα συμπεράσματα, που συνάγω είναι τα εξής:

1. Ο Νίκος Ανδρουλάκης πρόταξε τη συγκρότηση σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, αναφέρθηκε σε συμφέροντα και εξυπηρέτηση των ολίγων από τη σημερινή κυβέρνηση, έκανε λόγο για ελίτ (sic!) και διεκδίκησε από τον Αλέξη Τσίπρα τον ρόλο του εκφραστή του λαού, απευθυνόμενος κατ' ουσίαν στο αριστερό ακροατήριο που ψήφισε και στις τελευταίες εκλογές τον ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι σήμερα δεν έχει αποκλείσει την συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, εφ' όσον αυτός αλλάξει (λες και η νοοτροπία και η ιδεολογική τοποθέτηση ανθρώπων, που έχουν γαλουχηθεί με ολοκληρωτικές ιδέες μπορεί να αλλάξει). Τέλος, παρέλειψε να αναφερθεί σε διασφάλιση της κυβερνησιμότητας της χώρας στις επόμενες εκλογές, ενώ δεν προσδιόρισε με ποιες δυνάμεις θα συγκροτήσει μία τέτοιας φύσης κυβέρνηση (μήπως με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25;).

2. Ο Αλέξης Τσίπρας δαπάνησε το 70% της ομιλία του, αναφερόμενος στον Φουρθιώτη. Ουδεμία συγγνώμη απηύθυνε προς τους πολιτικούς αντιπάλους, που διέσυρε και οι οποίοι αθωώθηκαν από τη Δικαιοσύνη. Στο δε τέλος της ομιλίας του άρχισε τη γνωστή παροχολογία προς πάσα κατεύθυνση σε περίπτωση επαν΄’όδου στην εξουσία.

3. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρέθεσε αναλυτικά τα υλοποιημένα και μη σχέδια της κυβέρνησης. Ζήτησε από τον Αλέξη Τσίπρα να απευθύνει συγγνώμη προς τους πολιτικούς αντιπάλους, που διέσυρε (προβοκάτσια Novartis). Παρέλειψε να αναφέρει ότι ανάμεσα στους δέκα ήσαν δύο τ. πρωθυπουργοί, ένας τ. αντιπρόεδρος κυβέρνησης, ένας κεντρικός τραπεζίτης και κάποιοι υπουργοί. Έτσι έπρεπε να θέσει το θέμα, αφού είχε το βήμα της Βουλής ως πρωθυπουργός, και όχι όπως το έθεσε.

Συμπέρασμα: Το εγχείρημα του Α. Τσίπρα απέτυχε. Συσπείρωσε την κυβέρνηση, συσπείρωσε την αντιπολίτευση να ψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας, αλλά δεν την έσυρε πίσω από το άρμα του. Όσον αφορά στην εσαωκομματική αντιπολίτευση, προσωρινά την σίγησε, αλλά όχι οριστικά.

Ας είναι. Ας γίνει μάθημα για το μέλλον. Ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι νέος, άφθαρτος, στηρίχθηκε από χιλιάδες πολιτών και έχει μπροστά του ανοικτό πεδίο δράσης. Ιδιαίτερα, όμως, έχει ανοικτό πεδίο να συγκροτήσει επιτροπές, που θα εκπονήσουν θέσεις επί όλων των θεμάτων, να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα μελετών και συνεδρίων τόσο του ΔΙΚΤΥΟΥ για την Μεταρρύθμιση της Άννας Διαμαντοπούλου όσο και του ΚΥΚΛΟΥ Ιδεών του Βαγγέλη Βενιζέλου. Έχει την ευκαιρία (τώρα και όχι αύριο) να προσκαλέσει μεγάλου διαμετρήματος πολιτικούς,  όπως ο Βαγγέλης Βενιζέλος, η Άννα Διαμαντοπούλου, ο Γιάννης Μανιάτης, ο Γιώργος Φλωρίδης, αλλά και νέους, οι οποίοι θα θητεύσουν δίπλα σε πολύ έμπειρους πολιτικούς, ώστε να δημιουργήσει ένα κόμμα, που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος, αποβάλλοντας από τον πολιτικό λόγο του τη δημαγωγία, αλλά και τσιτάτα του παρελθόντος. Να αντιληφθεί, επιτέλους, ότι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα πανεπιστήμια εξυπηρετεί την αξιοκρατία. Να αντιληφθεί ότι η προστασία των ερευνητών των διδασκόντων και των φοιτητών, αλλά και της δημόσιας περιουσίας στα πανεπιστήμια είναι αδήριτη ανάγκη για την αναβάθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Όσον αφορά στη δήλωσή του «στις επόμενες εκλογές θέλουμε σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση», ας περιμένει λίγο ακόμη. Πρώτα πρέπει να καθοριστεί τι σημαίνει σήμερα σοσιαλδημοκρατία στην σημερινή Ευρώπη (δες Γ. Σιακαντάρης «Το πρωτείο της Δημοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία», 2021), στη συνέχεια να οργανώσει το κόμμα του έτσι ώστε να έχει θέσεις, που απαντούν στις σύγχρονες προκλήσεις και να πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, και να απόσχει από τη δημαγωγική πολιτική στην οποία επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Να αντιληφθεί και στη συνέχεια και να δηλώσει ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να υπάρξει συνεργασία, απλούστατα διότι αυτό το κόμμα έχει ως πυρήνα του στελέχη, που δεν πιστεύουν στην φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία και στην ανεξαρτησία των θεσμών. 

Για να τα επιτύχει, όμως, όλα αυτά, θα πρέπει να μην επαναλάβει τα λάθη του πολύ πρόσφατου παρελθόντος. Να αντιληφθεί ότι δεν του επιτρέπεται να αρνείται ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία, βάσει προγραμματικής συμφωνίας, προκειμένου να κυβερνηθεί η χώρα, και δεν είναι ηθικό να αντιπροτείνεις ως κυβερνητικό εταίρο στον Κυριάκο Μητσοτάκη τον διακινητή των . . . επιστολών του Χριστού. Να έχει το θάρρος να αναγνωρίσει ότι η παρούσα κυβέρνηση μερίμνησε σε ικανοποιητικό βαθμό για το Κοινωνικό Κράτος. Ιδιαίτερα εν καιρώ πανδημίας. Τέλος, να αντιληφθεί ότι ο σχηματισμός «σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης» το 2023 συνεπάγεται ότι έχει εκ των προτέρων καθορισθεί τί σημαίνει σοσιαλδημοκρατία στον 21ο αιώνα και πώς θα λειτουργήσει η ΕΕ σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Διότι η ίδια η ΕΕ και τα όργανά της το αγνοούν. Αυτός ήταν εξ άλλου ο λόγος του σχηματισμού της «Ανώτερης Επιτροπής εξέτασης του μέλλοντος του κοινωνικού κράτους στην ΕΕ» υπό την προεδρία της Άννας Διαμαντοπούλου.