Τι σημαίνει η διαδικασία του «bail in» στην Κύπρο; Ας εξετάσουμε τα γεγονότα:
Πρώτον, το ζήτημα που γεννάται με την όποια «διάσωση» μιας τράπεζας, είναι ότι, συνήθως, οδηγεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα-ζόμπι, που δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία. Και αυτό συμβαίνει επειδή πρέπει να διατηρούν υψηλά αποθεματικά, ακριβώς επειδή η αγορά καταρρέει και η «πίστη τους» εξαρτάται από την κοινή πεποίθηση ότι η πολιτική χορηγιών τους είναι αυστηρή, δηλαδή βασίζεται στην υπόθεση εργασίας του χειρότερου δυνατού σεναρίου. Το γεγονός αυτό εντείνει την ύφεση, αφού, εκτός από την καθίζηση της ζήτησης, οι επιχειρήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν και τράπεζες σε διαδικασία «απομόχλευσης», δηλαδή που δανείζουν λιγότερα για κάθε ευρώ που διατηρούν στα θησαυροφυλάκιά τους. Η ύφεση βαθαίνει και τα τραπεζικά ιδρύματα προσδοκούν πλέον διάσωση μόνο από τα υποκαταστήματά τους σε άλλες αγορές. Η υπερανάληψη κεφαλαίων απ’ αυτές τις αγορές, διαχέει την κρίση.
Δεύτερον, το ζήτημα που γεννάται για το κράτος είναι ότι η διάσωση πολύ συχνά κάνει το κράτος μη-βιώσιμο, αφού το ιδιωτικό χρέος είναι ίσο, μεγαλύτερο ή πολλαπλάσιο του ΑΕΠ. Όταν αυτό το χρέος δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί, τότε το κράτος διασώζει, μετατρέποντας ουσιαστικά τον ιδιωτικό δανεισμό, σε δημόσιο. Το κράτος δεν μπορεί να εξυπηρετήσει αυτά τα δάνεια. Για την ακρίβεια, όσο τα εξυπηρετεί, μειώνοντας δημόσιες δαπάνες, τόσο αυξάνεται η ύφεση, που σημαίνει ότι περισσότερα ιδιωτικά δάνεια γίνονται μη εξυπηρετήσιμα και οι τράπεζες έχουν εκ νέου ανάγκη διάσωσης (ανακεφαλαιοποίησης).
Αυτός ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει με δύο τρόπους. Είτε ο εγγυητής των τραπεζικών ιδρυμάτων θα μεγαλώσει – και δεν θα είναι πλέον το κράτος, αλλά τα κράτη της Ε.Ε. συλλογικά – είτε η τράπεζα θα προδώσει την πίστη των καταθετών. Έως σήμερα, τα έχουμε δει όλα. Στην Ισλανδία, το κράτος άφησε τις τράπεζες να καταρρεύσουν και η πιστωτική σχέση με τους γηγενείς (και μόνο) καταθέτες, χτίζεται εκ βάθρων. Στην Ιρλανδία, το κράτος ανέλαβε το κόστος της τραπεζικής κατάρρευσης. Στην Κύπρο προδόθηκε ο καταθέτης και, παράλληλα, χρεώθηκε το κράτος. Δηλαδή κανένας από τους στόχους δεν επετεύχθη: ούτε οι τράπεζες διασώθηκαν, ούτε ο φορολογούμενος.
Όταν ο Dijsselbloem επισήμανε ότι η Κύπρος ήταν μοντέλο, οι αγορές πανικοβλήθηκαν. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα αυτή είχε τεθεί στο τραπέζι από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών ήδη από το 2010 και υπάρχει ήδη ως προσχέδιο Οδηγίας. Ανάλογες δηλώσεις έκανε και ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ενώ κανόνα bail in εξετάζει να εισαγάγει και η κυβέρνηση του Καναδά. Αυτό μάλλον προκαλεί πανικό στο Λουξεμβούργο, την Μάλτα και, ίσως, την Αυστρία. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το μεγαλύτερο ερώτημα είναι το μέλλον του τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, γενικότερα. Το ερώτημα είναι, ποια θα είναι η σχέση του φορολογούμενου με την πιστωτική πίστη. Στη λογική του απόληξη, το ερώτημα δεν είναι πλέον γιατί κανείς να εμπιστευτεί μια τράπεζα, αλλά γιατί να εμπιστευτεί ένα νόμισμα.
Το νόμισμα είναι πίστη, αλλά και εξουσία. Ο Max Weber χαιρέτιζε το 1920 το έργο του Knapp για την «Κρατική Θεωρία του Χρήματος», συνομολογώντας ότι το χρήμα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το κράτος. Και τη συζήτηση αυτή την έκανε λίγο πριν από τον θάνατό του, τον ίδιο χρόνο, ενώ απογειωνόταν ένας υπερπληθωρισμός στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Όπως και σήμερα, η αξία του χρήματος τότε, είχε σχέση με τα συναλλαγματικά αποθέματα σε σκληρό νόμισμα. Το γερμανικό κράτος πρόδωσε αυτή την πίστη, επειδή μπορούσε: επειδή είχε το μονοπώλιο της βίας, επειδή μπορούσε να επιβάλει το μονοπώλιο του μάρκου (αν και όχι απόλυτα από ένα σημείο και μετά). Η γερμανική εμπειρία υπερπληθωρισμού, τείνουμε να ξεχνάμε, προήλθε από μια κρίση χρέους, αλλά ήταν πολιτική επιλογή. Μπορεί αυτή η επιλογή να ήταν αναγκαία, δεδομένων των πολιτικών συνθηκών, αλλά ήταν επιλογή. Αδυνατώντας η Γερμανία να εξυπηρετήσει τα χρέη της, υπερπληθώριζε το νόμισμά της για να αυξήσει τις εξαγωγές της. Παράλληλα, το τραπεζικό σύστημα κλονιζόταν, επειδή η αξία των αποταμιεύσεων εξαερωνόταν και η γερμανική μεσαία τάξη εξαφανιζόταν. Αυτό είναι που ονομάζουμε σήμερα επιθετική υποτίμηση (και αναδιανομή κεφαλαίου).
Ο πληθωρισμός είναι ένας βίαιος μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος, όσο βίαια είναι και η μείωση μισθών και συντάξεων. Και οι δύο επιλογές, προϋποθέτουν πολιτική βούληση και εξουσία. Ζούμε σήμερα, όπως και τότε, έναν πόλεμο νομισμάτων:
• Η στερλίνα, αν και όχι επιθετικά, υποτιμάται σε σχέση με το ευρώ.
• Το γουαν παραμένει σε σταθερή διατίμηση με το δολάριο και, συνεπώς, υποτιμάται σε σχέση με το ευρώ.
• Το ελβετικό φράγκο, λιγότερο επιθετικά, παραμένει σε καθεστώς σταθερής διατίμησης σε σχέση με το ευρώ.
Αντίθετα, στην Ευρωζώνη εμμένουμε σε πολιτική διατήρησης ενός ισχυρού ευρώ. Το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα της υποτίμησης, ενώ η ΕΚΤ δεν έχει ούτε την αρμοδιότητα, ούτε την πολιτική βούληση να προχωρήσει σε υποτίμηση. Πολιτικά, αυτό σημαίνει ότι η Ευρωζώνη αποποιείται την ισχύ του μονοπωλίου του χρήματος, που δεν είναι άλλη από τη δυνατότητα επιβολής ενός φόρου σε κάθε μορφή κεφαλαίου δια μέσου της υποτίμησης. Έτσι, υποσκάπτεται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών προϊόντων, ενώ υιοθετούνται πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης», που μειώνουν την εσωτερική ζήτηση, τις θέσεις εργασίας και αυξάνουν τις τριβές στις Ευρω-Ατλαντικές σχέσεις.
Οι πολιτικές αυτές επίσης μειώνουν την ισχύ των εθνικών τραπεζών, ενθαρρύνοντας τη συγκέντρωση του κλάδου, αρχικά σε κρατικό επίπεδο και μετέπειτα σε ευρωπαϊκό. Με άλλα λόγια, η Γερμανία σήμερα αυξάνει τα αποθεματικά της διαθέσιμα εις βάρος του συνόλου πλέον της Ευρωζώνης – και όχι απλώς της περιφέρειας – χαράζοντας πορεία προς τη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού πρωταθλητή». Μάλιστα, ορισμένες γερμανικές τράπεζες προσφέρουν εγγυήσεις στους καταθέτες που υπερβαίνουν τα 100.000 ευρώ, για να επισπεύσουν αυτή τη διαδικασία. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ανταγωνιστές είτε θα καταρρεύσουν, είτε θα εξαγοραστούν. Βέβαια, μακροπρόθεσμα, το Βερολίνο δημιουργεί χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν μπορούν να διασωθούν από το (δικό της) κράτος και απαιτούν έναν εγγυητή με πολύ μεγαλύτερο μέγεθος. Δηλαδή, υποσκελίζεται η πολιτική ενότητα και η κοινωνική συνοχή, την ίδια στιγμή που αυτές οι δύο παράμετροι αναδύονται ως προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ας αναλογιστούμε το εξής: Τι θα γίνει εάν ένα ή δύο κράτη φύγουν εθελοντικά ή εξαναγκαστικά από την Ε.Ε.; Εάν αυτή η χώρα είναι μικρή, όπως η Κύπρος, μπορεί μια τέτοια κρίση να είναι διαχειρίσιμη; Αλλά εάν αυτή η αποχώρηση αφορά ένα μεγαλύτερο κράτος, ή μια σειρά από κράτη, τι θα σημαίνει αυτό για την χρηματοπιστωτική πίστη; Θα μπορεί το γερμανικό κράτος να διαχειριστεί το μέγεθος της κρίσης αυτής;
Οι εξελίξεις στην Ευρωζώνη δε συνιστούν απλώς μια εναρμόνιση με την αρχή της δημιουργικής καταστροφής του Hayek. Ουσιαστικά, εισάγεται η ανάγκη πολιτικής ολοκλήρωσης από την πίσω πόρτα, δημιουργώντας τις συνθήκες επιβολής μιας βίαιης υπερεθνικής εξουσίας, χωρίς νομιμοποίηση. Μπορεί να εξουδετερώνεται η εξουσία ορισμένων κρατών επί του εθνικού τους χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά αυτό γίνεται προς όφελος συγκεκριμένων πολιτικών κέντρων. Χωρίς υπερκράτη, δεν μπορεί να υπάρξει πίστη, επειδή χωρίς πολιτική διαχείριση δεν μπορεί να υπάρξει νόμισμα, ιδιαίτερα όταν αυτό δεν έχει εσωτερική αξία. Και υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση που άνοιξε ο Υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας για την αναθεώρηση των Συνθηκών – δεδομένου ότι το consensus 28 κρατών δε θα μπορεί να διασφαλιστεί – είναι, πράγματι, επίκαιρη.
Όταν η αξία του νομίσματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο απαιτεί έλεγχο των αγορών κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών, πρέπει να υπάρχει μια πολιτική αρχή που να μπορεί να φορολογεί, να υπερπληθωρίζει ή να οικειοποιείται καταθέσεις (bail in). Όπως υπαινίσσεται και ο κ. Junker με πρόσφατες δηλώσεις του περί «πιθανότητας πολέμου», ένα τέτοιο είδος ελέγχου απαιτεί βία και μάλιστα το μονοπώλιο της βίας, που ιστορικά συνυπάρχει με το μονοπώλιο του χρήματος και, τελικά, αποτελεί ορισμό του κράτους. Όσο αυτός ο έλεγχος γίνεται απαραίτητος, τόσο η ανάγκη πολιτικής ολοκλήρωσης εντείνεται, πλην όμως με όρους ηγεμονικούς, που ίσως γεννήσουν σοβαρές αντιδράσεις ή/και αντισυσπειρώσεις. Εκτός εάν οι αντισυσπειρώσεις προηγηθούν έγκαιρα.