Αυτές τις μέρες ασχολούμαστε με άλλη μια φρικτή τραγωδία στις παρυφές του κόσμου μας, τις παρυφές του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Τα ξημερώματα της Κυριακής, στην προσπάθεια τους να διαφύγουν από τη μια φρίκη – αυτή του εμφυλίου – περισσότεροι από 800 άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άλλη. Ο αριθμός των νεκρών από το ναυάγιο δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας: πρόκειται για μια απ’ τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες στη Μεσόγειο. Μπορεί θύματά της να είναι άνθρωποι από άλλες ηπείρους, η τραγωδία όμως είναι ευρωπαϊκή, και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Η Ευρώπη δεν έχει πια δικαιολογία για την αδράνειά της στο μεταναστευτικό, και όλοι μοιάζει να συμφωνούν πως «κάτι πρέπει επιτέλους να γίνει». Τι όμως και από ποιους – δυο ερωτήματα που χρήζουν άμεσης απάντησης.
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο: ποιος πρέπει να κάνει κάτι γι’ αυτό; Θα μου πείτε, η Ευρώπη, φυσικά. Δεν είναι όμως τυχαία η μέχρι τώρα αδράνειά της, ενώ όσοι δηλώνουν βέβαιοι ότι το μέγεθος της καταστροφής από μόνο του είναι ικανό να ωθήσει την ηγεσία της ν’ αλλάξει στάση κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν αφελείς. Συνεπώς, όσοι εντός πλήττονται περισσότερο από την κρίση αυτή θα πρέπει να βρουν τον τρόπο να πιέσουν προς μια άλλη κατεύθυνση.
Θα θυμάστε βέβαια την εγχώρια προεκλογική συζήτηση περί οικοδόμησης συμμαχιών. Η λογική ήταν απλή: μπορεί να μην είμαστε ισχυροί, τάσσοντας όμως τα συμφέροντά μας δίπλα σε αυτά άλλων χωρών της περιφέρειας, θα καταφέρναμε να δώσουμε ένα αποφασιστικό τέλος στις «πολιτικές της λιτότητας». Λίγους μήνες μετά, οι περίφημοι σύμμαχοι δεν φαίνονται ούτε με τηλεσκόπιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η λογική των συμμαχιών δεν μπορεί να λειτουργήσει και να αποφέρει οφέλη σε άλλα επίπεδα.
Δεν υπάρχει πιο εύφορο πεδίο για την οικοδόμηση συμμαχιών, τη διαμόρφωση μιας Συμμαχίας του Νότου συγκεκριμένα, από το φλέγον ζήτημα της αντιμετώπισης των προσφυγικών μεταναστευτικών ροών, ένα ζήτημα που θα γίνεται ολοένα και πιο επιτακτικό καθώς η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα παραμένει ως έχει ή θα επιδεινώνεται. Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, αλλά και Ισπανία, έχουμε όλοι να κερδίσουμε από την κατάρτιση ενός πλάνου δράσης που θα παρέχει βοήθεια συστηματικά, ολιστικά και άμεσα σε ένα πρόβλημα που εγείρει βάσιμα ερωτηματικά ως προς το ηθικό ανάστημα της Ευρώπης. Γιατί αλήθεια, τι σόι ανθρωπιστές είμαστε εμείς αν ο ανθρωπισμός μας φτάνει μέχρι τα υδάτινά μας σύνορα ή μέχρι το φράχτη στον Έβρο; Μπορεί οι χώρες του Νότου να είμαστε πιο αδύναμες από τις χώρες του Βορρά, στην περίπτωση όμως αυτή έχουμε το δίκιο με το μέρος μας. Είναι άδικο να λειτουργούμε ως buffer για τους υπόλοιπους ή «πρώτη γραμμή άμυνας», με εντελώς περιορισμένη και αποσπασματική υποστήριξη στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού. Δεν μπορεί να είμαστε «ένα» όταν συμφέρει και μοναχοί μας όταν βολεύει.
Για να αποφέρει όμως αυτή η προσπάθεια καρπούς, θα πρέπει να ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτό που ζητάμε, όπως και τους λόγους για τους οποίους οι Βόρειοι θα αντισταθούν στο να μας το δώσουν.
Ο μόνος τρόπος να δουλέψει ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης είναι αυτό να έχει μια σειρά από αλληλοσυνδεόμενα σκέλη: να ξεκινάει από το προληπτικό επίπεδο και την προσπάθεια αποφυγής συρράξεων στην ευρύτερη περιοχή, και να φτάνει μέχρι και στην απορρόφηση (ή τον επαναπατρισμό) αυτών που θα καταφέρουν να περάσουν τα σύνορα.
Ας ξεκινήσουμε από το διπλωματικό επίπεδο: ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που αποπειρώνται να περάσουν παράτυπα τα σύνορα και να έρθουν στην Ευρώπη, το κάνουν επειδή οι χώρες τους μαστίζονται από πολέμους. Είναι γνήσιοι πρόσφυγες και όχι μετανάστες (από τα στοιχεία της Frontex για το 2014 προκύπτει ότι το 90% των παράνομων διελεύσεων όσον αφορά τη διαδρομή από Τουρκία προς Ελλάδα ήταν από τρεις πραγματικά εμπόλεμες χώρες, τη Συρία, το Αφγανιστάν και τη Σομαλία). Η έγκαιρη πρόληψη συγκρούσεων είναι λοιπόν το πρώτο σκέλος αντιμετώπισης του μεταναστευτικού. Η μέχρι τώρα αδυναμία της Δύσης να πιέσει αποτελεσματικά για τη λήξη συγκρούσεων (π.χ. εμφύλιος στη Συρία) έχει παίξει κι αυτή το ρόλο της στην συνέχισή τους, η Ευρώπη οφείλει λοιπόν να λάβει πιο ενεργό ρόλο στη λήξη εμφυλίων πολέμων, στη σύναψη εκεχειριών και στον επαναπατρισμό πληθυσμών. Δεν μιλάω απαραίτητα για στρατιωτική παρέμβαση – η διπλωματία μπορεί να πάρει άλλωστε πολλές μορφές.
Σε ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό επίπεδο, βρίσκονται οι δράσεις της Ένωσης στις χώρες που γειτονεύουν με αυτήν, και από τις οποίες οι άνθρωποι αυτοί ξεκινούν το επικίνδυνο ταξίδι για την Ευρώπη, όπως η Τουρκία. Αυτές φέρουν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο βάρος απ’ ό,τι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο σύνολό της. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, 4 χρόνια από την έναρξη του πολέμου στη Συρία, περίπου 220,000 Σύροι πρόσφυγες έχουν ζητήσει άσυλο στην Ευρώπη, ενώ στην Τουρκία έχουν διαφύγει παραπάνω από 1,5 εκατομμύρια. Η Ευρώπη μπορεί να προσφέρει οικονομική βοήθεια ή άλλα ανταλλάγματα, προκειμένου οι χώρες αυτές να δεχθούν να φιλοξενήσουν και σε ένα βαθμό να απορροφήσουν μέρος του κύματος προσφύγων. Πρόκειται δε για μια έξυπνη επένδυση, αφενός μεν γιατί η επιστροφή στις εστίες τους (αν η κατάστασή στις χώρες προέλευσής τους αλλάξει) θα είναι ευκολότερη, αφετέρου γιατί μόνο έτσι δίνονται κίνητρα στις χώρες υποδοχής να συνεργαστούν ουσιαστικά στην παρεμπόδιση παράνομων μετακινήσεων. Παράλληλα, συμφέρει την Ευρώπη και η καταγραφή τους να γίνει στις χώρες αυτές, πρέπει να παίξει λοιπόν ενεργό ρόλο και σε αυτή την προσπάθεια.
Πάμε τώρα στη φύλαξη των συνόρων. Οφείλει να είναι καλύτερη, όπως οφείλουν να είναι πιο αποτελεσματικές οι αποστολές έρευνας και διάσωσης. Πρέπει όμως να δώσουμε ένα πολύ καλό κίνητρο στις γειτονικές χώρες από τις οποίες φεύγουν τα παράνομα αυτά σκάφη, να διώκουν οι ίδιες τους παράνομους διακινητές. Η κινητοποίηση τους προς αυτή την κατεύθυνση είναι απολύτως απαραίτητη, κι αν έχει συναφθεί μια καλή συμφωνία στο πλαίσιο στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, η άσκηση σχετικής πίεσης δεν θα είναι δύσκολη υπόθεση (είτε πάρει τη μορφή κάποιου είδους μείωσης των πόρων που λαμβάνουν, που να συνδέεται με τον αριθμό παράνομων σκαφών που ξεκινούν το ταξίδι από τις ακτές τους, είτε – καλύτερα – με ένα κίνητρο θετικής φύσης).
Πρέπει τέλος να αποδεχθούμε πως ακόμη κι αν κάνουμε όλα τα παραπάνω, ένας σημαντικός αριθμός των ανθρώπων αυτών θα εξακολουθεί να θέλει να περάσει στη γηραιά ήπειρο. Μέσα όμως από τις παραπάνω πολιτικές ο αριθμός αυτών θα είναι μικρότερος. Επιπροσθέτως, καμία γειτονική χώρα δεν θα αποδεχθεί μια συνεργασία στη λογική που περιγράψαμε αν δεν υπάρχει και κάποια συμμετοχή από την Ευρώπη σε ό,τι αφορά την απορρόφηση. Αντί λοιπόν να κλείνουμε τα σύνορά μας, θα πρέπει για ένα μεγαλύτερο μέρος από αυτό που νόμιμα δεχόμαστε σήμερα να ανοίξουμε την πόρτα. Η ροή αυτή πρέπει στη συνέχεια να διοχετεύεται σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες, στο πλαίσιο μιας αναλογικής συμφωνίας που να συνδέεται με τη δυνατότητα της κάθε οικονομίας να δεχθεί τη χρονική εκείνη στιγμή νέους κατοίκους. Μέσα από το σύστημα καταγραφής που θα έχει στηθεί σε χώρες που γειτνιάζουν με την Ευρώπη, οι χώρες της Ένωσης θα έχουν τη δυνατότητα να δεχθούν αυτούς που ταιριάζουν περισσότερο στο προφίλ της οικονομίας τους (ηλικιακό, επίπεδο επαγγελματικής κατάρτισης κ.λπ.). Ακόμα, μπορεί να υπάρχει ένα σωστό πλαίσιο για την ανταλλαγή απορροφητικών υποχρεώσεων μεταξύ χωρών, όπως επίσης και περιθώριο αλλαγών όταν οι οικονομικές συνθήκες μεταβάλλονται.
Ένα τέτοιο πλάνο υπάρχει περίπτωση να το δεχθούν οι χώρες του Βορρά; Ναι, φτάνει να ασκηθεί αρκετή πίεση από τη Συμμαχία του Νότου. Άλλωστε, η οργανωμένη μετανάστευση θα τους εξασφαλίσει τη ροή φτηνών εργατικών χεριών, ενώ θα αλλάξει την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού τους. Μη ξεχνάμε ότι χώρες όπως η Γερμανία έχουν να αντιμετωπίσουν ένα ολοένα και πιο ανησυχητικό δημογραφικό πρόβλημα, γερνούν και είναι λογικό να θέλουν να κάνουν κάτι για να μην επηρεάσει αυτό τις παραγωγικές τους δυνατότητες.
Γιατί δεν κάνουν κάτι προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι τώρα; Γιατί παίρνουν ήδη αυτό που θέλουν. Μετανάστες φτάνουν στις χώρες τους περνώντας από μύριες όσες κακουχίες, χωρίς να αυξάνονται οι δαπάνες της Ευρώπης στα θέματα μετανάστευσης. Παράλληλα, έχουν και τους δεξιούς ευρωσκεπτικιστές των εκλογικών τους σωμάτων ευχαριστημένους γιατί (στη θεωρία) «κρατούν έξω τους ξένους». Μας συμφέρει και οφείλουμε να τους πιέσουμε να αλλάξουν στάση. Δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια και να δεχόμαστε η απόγνωση να σταματά στα υδάτινα οχυρωματικά μας.