Το κείμενο-πρόσκληση στην Kεντροαριστερά, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, αντλεί την εγκυρότητά του από τους υπογράφοντες: ανθρώπους με προσωπικό στίγμα και σημαντική συμβολή στη δημόσια συζήτηση του τόπου. Ως εκ τούτου, είναι ένα κείμενο που χρήζει προσεκτικής αξιολόγησης.
Το κείμενο οριοθετεί τοn χώρο με όρους χαμηλότερου δυνατού παρονομαστή και καλεί σε ανασύνταξη ενός «τρίτου» καταλυτικού πόλου. Πράγματι, ο χώρος από τη μεταρρυθμιστική αριστερά έως τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά δεν έχει ενιαία πολιτική έκφραση. Ομως, το κέντρο, ως πολιτικός χώρος, δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο ως εφεδρεία ενός αριστερού εθνικού αναχωρητισμού ή μιας δογματικής φιλελεύθερης δεξιάς. Η Κεντροαριστερά οφείλει να είναι σύνθεση, όχι άθροισμα. Γι? αυτήν τη σύνθεση, πρέπει να γίνουν τρεις βασικές επισημάνσεις:
Πρώτον, δεν μπορούμε να παρουσιαζόμαστε ως αφηρημένα «ευρωπαϊστές». Η Ευρώπη της άγνοιας του πολίτη, η Ευρώπη της άνευ όρων αποδοχής πολιτικών επιλογών, δεν μπορεί να μας αφορά. Κυρίως, γιατί για πέντε χρόνια τώρα η ανοχή αυτή απαιτείται στο εθνικό επίπεδο. Για πόσο ακόμη η Ευρώπη θα χρησιμοποιείται ως άλλοθι για εφαρμογή ακραίων πολιτικών; Για μια χώρα που έχει χάσει 25% του ΑΕΠ, με 30% ανεργία και 30% του πληθυσμού στο όριο της φτώχειας, η «Ευρώπη» δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια. Το κείμενο αναγνωρίζει μια κόπωση, χωρίς κριτική στις κυβερνητικές επιλογές, χωρίς να επισημαίνει το τέλος της ανοχής. Αντίθετα, προαναγγέλλει το «τέλος εποχής» του μνημονίου και καλεί στον οραματισμό του αύριο. Το «τέλος» αυτό δεν είναι ξεκάθαρο. Για να υπερβούμε το δίλημμα μνημόνιο-αντιμνημόνιο πρέπει να πάψουμε να είμαστε διαχειριστές εκβιαστικών διλημμάτων. Η πρόσκληση αποστρέφεται τον «κρατισμό», αλλά δε μιλά για το νέο φορέα μετασχηματισμού της κοινωνίας. Εάν το όχημα αυτό είναι η «Ευρώπη», πρέπει να εκφραστεί ένας προοδευτικός ευρωπαϊσμός που δεν είναι «επί της αρχής» αλλά συγκεκριμένος.
Δεύτερον, πρέπει να υπάρξει μια εθνική πρόταση. Η απειλή μιας ανάπτυξης χωρίς απασχόληση είναι ορατή. Είναι τραγικό ότι μόνο το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ , το ΙΟΒΕ και ελάχιστοι άλλοι μιλούν συγκεκριμένα, ανά κλάδο, ανά περιφέρεια. Σ? αυτό το σημείο, η σοσιαλδημοκρατική πρόσκληση δεν είναι σαφής. Η αναφορά, σ? ένα «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» πρέπει, για λόγους αξιοπιστίας να λέει κάτι για τις «παραγωγικές σχέσεις», την «παραγωγή» και κυρίως την «αναδιανομή».
Τρίτον, οφείλουμε όλοι όσοι μιλάμε για Κεντροαριστερά να μπορούμε ν? απαντήσουμε στο ερώτημα; «Ποιον εκπροσωπούμε;». Στο κείμενο αναφέρεται η έννοια «έθνος» όχι η έννοια «λαός». Σε ποιον απευθύνεται η πρόσκληση; Κέντρο χωρίς μεσαία τάξη δεν υπάρχει. Ενας πολιτικός φορέας που θ? αναλάβει πειστικά την ευθύνη της ανασύνταξης της μεσαίας τάξης θα υπηρετήσει τη δημοκρατία. Διότι η πτώχευση της μεσαίας τάξης, η οποία καλείται μοιρολατρικά ν? αποδεχτεί την εξαϋλωσή της, είναι πρόσκληση στον φασισμό και τον ευρωσκεπτικισμό.
Με την κατάρρευση του εισοδηματικού πελατειακού κράτους αναδύεται ένα νέο σύστημα, με αμυντικά αντανακλαστικά, προσφέροντας μίζερα προνόμια έναντι μιας μίζερης προτίμησης ψήφου. Ομως, το κάλεσμα για ένα νέο πολιτικό φορέα, με αυτές τις υπογραφές, δεν μπορεί να είναι άθροισμα δημοσκοπικών ποσοστών στην υπηρεσία ενός εφήμερου εκλογικού στόχου. Η Δημοκρατική Παράταξη καλείται σε ανασύνθεση, όχι σε συγχώνευση. Οσο η μεταρρύθμιση σημαίνει απλά και μόνο απορρύθμιση, είναι σαφές ότι ο χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει τον «καταλύτη» που τόσο έχει ανάγκη το κλυδωνιζόμενο πολιτικό σύστημα.