Είναι ένας φρικτός θάνατος. Η απόλυτη ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στην ανεξέλεγκτη ορμή του νερού που παρασέρνει τα πάντα, καταστρέφει, σκοτώνει. Τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στη Ρόδο, ένας αγνοείται ακόμη, οι πλημμυροπαθείς είναι εκατοντάδες, οι ζημιές ανέρχονται στα 5 εκ ευρώ, τουλάχιστον… Η φύση είναι ανίκητη και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όταν είναι πραγματικά ακραία, δεν αντιμετωπίζονται, το έχουμε δει να συμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο, να διαλύονται όλα μέσα σε λίγες ώρες. Ήταν όμως αναπόφευκτο να συμβεί η τραγωδία της Ρόδου;
Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να ξέρει σε βάθος τις λεπτομέρειες: Ποια ρέματα δεν είχαν καθαριστεί, ποιοι χείμαρροι και ποιοι υγρότοποι έχουν μπαζωθεί, πόσες γέφυρες έχουν εξαφανιστεί, πόσες επεκτάσεις σχεδίων πόλης έγιναν χωρίς σοβαρή επιστημονική μελέτη και πόσες άδειες δόμησης δόθηκαν με τον ίδιο πρόχειρο/πελατειακό τρόπο, πόσες δασικές εκτάσεις έχουν καταστραφεί, πόσο με άλλα λόγια έχει παραβιαστεί η φυσική ισορροπία του νησιού. Αλλά ακόμη και αν έχει κανείς αυτές τις απαντήσεις, μετά θα χαθεί στις συναρμοδιότητες και στο μπέρδεμα των ευθυνών ανάμεσα σε δήμους, περιφέρειες και υπουργεία. Τελικά δεν θα φταίει κανείς παρά μόνο ο ουρανός που άνοιξε και έριξε τόσο νερό.
Αλλά ο ουρανός θα ξανανοίξει εκεί ή αλλού και οι επιπτώσεις μπορεί να είναι πάλι τραγικές, όχι αν δεν αποδοθούν ευθύνες, γιατί το θέμα δεν είναι ειδικό και τοπικό, είναι γενικό και πανελλαδικό, αλλά αν δεν γίνει μια ουσιαστική και ειλικρινής συζήτηση για το ποιες ανθρώπινες παρεμβάσεις καταλήγουν ολέθριες, ώστε να σταματήσουν, έστω τώρα, και να αναπτυχθεί μια άλλου είδους αναπτυξιακή αντίληψη που δεν θα στηρίζεται στην εξόντωση του περιβάλλοντος.
Η Ρόδος, λένε, το καλοκαίρι είχε μεγάλη τουριστική κίνηση, πήγαν πολύ καλά οι δουλειές, κινήθηκε χρήμα στο νησί, δημιουργήθηκε αισιοδοξία και αντοχές – μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα όταν το νησί βούλιαξε και άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση των ανθρώπων που χάθηκαν στα λασπόνερα.
Όταν περάσει το σοκ, το πιθανότερο είναι ότι η ζωή θα συνεχιστεί κανονικά χωρίς να αλλάξει τίποτα. Έτσι συμβαίνει κάθε φορά που μια θεομηνία μας θυμίζει πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει η βίαιη και παράλογη ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση. Ξεχνάμε γρήγορα, δεν θέλουμε να ξέρουμε, δεν μαθαίνουμε, δεν σκεφτόμαστε, μένουμε στην επιφάνεια και στο εφήμερο, μέχρι να αναγκαστούμε να φτάσουμε στο βάθος γιατί κλείνουν όλες οι οδοί διαφυγής από μια αδυσώπητη πραγματικότητα.
Κάθε φορά που χαλάει ο κόσμος σε έναν τόπο από τις πλημμύρες, κραυγές απελπισμένων κατοίκων φτάνουν μέχρι τον καναπέ μας μέσα από την τηλεοπτική οθόνη και μας θυμίζουν, για παράδειγμα, ότι το ποτάμι της Ιαλυσσού, δεν είχε καθαριστεί για έξι χρόνια. Οι τοπικές αρχές θα πουν ότι έφταιγε η ποσότητα του νερού που έριξε από ψηλά προς τα κάτω καλαμιές και δέντρα και έφραξαν οι αγωγοί. Δεν αποκλείεται να είναι και έτσι. Πολλά μαζί.
Την αναποτελεσματικότητα, άλλωστε, του δαιδαλώδους κράτους, την ξέρουμε. Πολύ πρόσφατα συγκάλεσε μια σύσκεψη ο Ν. Δένδιας για να βρει άκρη με το πολυσύνθετο ζήτημα των φρεατίων, μια και δεν είναι ξεκάθαρο πού ανήκει η ευθύνη για τον καθαρισμό τους (εμπλέκονται Δήμοι, Περιφέρειες, ΕΥΔΑΠ!).
Αλλά το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι η πρόληψη που δεν γίνεται, αλλά η οικολογική καταστροφή που προηγήθηκε και αυτή που θα ακολουθήσει. Συντελείται τυφλά, δεκαετίες τώρα, με μια βαθιά άρνηση από τους παραγωγούς και τους θεατές της να αναλογιστούν τις συνέπειες, αυτό που θα έρθει, με μια σοκαριστική απρονοησία, στο όνομα του γρήγορου κέρδους και του βολέματος ατόμων και μικρών ομάδων. Και τελικά, όταν έρχεται η ώρα της κρίσης, φταίει ο κακός καιρός ή το κράτος για την παρέμβασή του μετά το χτύπημα, πόσο έγκαιρα και αποτελεσματικά αντέδρασε, ποια λάθη και ποιες παραλείψεις έγιναν. Αν είναι δυνατόν να έμεινε ανοιχτός ο δρόμος στη γέφυρα της Κρεμαστής φωνάζουν, με το δίκιο τους, στη Ρόδο.
Αν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν πια στο Λεκανοπέδιο της Αττικής ο Ιλισσός, ο Ηριδανός, το Λυκόρεμα, ο Αλασσώνας. Μπαζώσαμε και καταπατήσαμε τα πάντα. Το ξεχνάμε ή το αγνοούμε, το διώχνουμε από τη σκέψη μας και από κάθε συζήτηση, αλλά κάποια στιγμή μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε. Γιατί ο άνθρωπος είναι πολύ πιο μικρός από το ποτάμι, ακόμη και όταν έχει τον τρόπο να το εξαφανίσει.
Κάπως έτσι, άλλωστε, συνέβη και μη τη χρεοκοπία μας. Δανειζόμασταν συνεχώς για να καταναλώνουμε χωρίς να παράγουμε και μετά ξαναδανειζόμασταν, χτυπούσαν κάποια καμπανάκια αλλά ξαναδανειζόμασταν και τίποτα δεν ανέκοπτε αυτόν τον φρενήρη ρυθμό μέχρι που οι αγορές έκλεισαν για μας και ξαφνικά καταλάβαμε ότι τόσον καιρό χορεύαμε με την άβυσσο.
Μετά το σοκ συνεχίσαμε με λιγότερα, αλλά χωρίς να αλλάξουμε. Φτωχύναμε, αλλά δεν αναθεωρήσαμε τα βασικά. Γι? αυτό και στην επόμενη καταιγίδα θα είμαστε, ίσως, πάλι εκτεθειμένοι σε μεγάλους κινδύνους. Ακριβώς όπως θα είναι το επόμενο νησί, με τα μπαζωμένα του ρέματα, όταν θα φτάσει εκεί μεγάλη κακοκαιρία.