Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του νέου νόμου για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια είναι η ευκολία με την οποία πέρασε στην κοινωνία. Για τη Βουλή δεν ετίθετο θέμα, η κυβέρνηση είχε άνετα την αναγκαία πλειοψηφία. Οι αντιπολιτεύσεις αντιθέτως, ιδίως της Αριστεράς, επικαλούνταν μια κοινωνική πλειοψηφία που αν δεν εμπόδιζε την ψήφιση, θα αύξανε κατακόρυφα το πολιτικο κόστος της κυβέρνησης. Μοχλός θα ήταν το «μαχητικό φοιτητικό κίνημα» με την καθιερωμένη πλέον πρωτοπορία του άξονα ΚΚΕ – Ανταρσία – μπάχαλοι, αφού ΣΥΡΙΖΑ και ΝΑΡ έχουν περιθωριακή μαζική παρουσία. Τελικά, τίποτα από τα δύο δεν συνέβη, ούτε η κοινωνία εξανέστη ούτε το κίνημα έκανε τόσο θεαματική παρουσία πέρα από την εύκολη διέξοδο των «καταλήψεων».
Η όλη υπόθεση όπως εξελίχθηκε, περικλείει τον κίνδυνο μιας αυταπάτης και ταυτόχρονα το όφελος από την πτώση ενός ταμπού. Ο κίνδυνος αφορά πρωτίστως την κυβέρνηση και την κοινωνία. Η καθιέρωση των μη κρατικών Πανεπιστημίων, θα είναι χρήσιμη όποια μορφή και αν πάρει. Είτε ως επιχειρηματική δραστηριότητα που θα δημιουργήσει νέες υπηρεσίες εκπαίδευσης με όφελος εισοδήματα και νέοι άνθρωποι να μένουν στη χώρα αντί να καταφεύγουν στο εξωτερικό και στην Κύπρο. Είτε ως νέες επιστημονικές εξειδικεύσεις που θα δώσουν ευελιξία στο δημόσιο σύστημα το οποίο όλο και λιγότερο ανταποκρίνεται στις ανάγκες της επιστημονικής αγοράς εργασίας. Είτε τέλος, ως πραγματικές εστίες μόρφωσης και έρευνας, εφόσον επαληθευτεί η φιλόδοξη προοπτική να έρθουν παραρτήματα έγκριτων ξένων Πανεπιστημίων.
Να συνεννοηθούμε όμως. Τίποτα από αυτά δεν συνιστά μεταρρύθμιση ή ουσιαστική αλλαγή του τοπίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ας μην πέσουμε ως κοινωνία στην αυταπάτη και η κυβέρνηση ας μην αισθανθεί πρώιμη «μεταρρυθμιστική κόπωση». Όπως σε όλη την Ευρώπη, η ποιότητα και ο ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθορίζεται από το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Αυτό δεν κινδυνεύει από τα μη κερδοσκοπικά/ιδιωτικά, αλλά από τον εαυτό του, γιατί είναι βαριά άρρωστο και η αρρώστια θα παραμείνει. Δεν γιατρεύεται με συνεχώς αυξανόμενη δημόσια χρηματοδότηση γιατί τα προβλήματα είναι δομικά και όχι απλώς οικονομικά. Από την άποψη της γεωγραφικής κατανομής, τα πανεπιστήμια αναπτύχθηκαν στην ίδια λογική με την οποία παλαιότερα το Κράτος έφτιαχνε στρατόπεδα σε διάφορες πόλεις ανταποκρινόμενο στο οικονομικό αίτημα τοπικών κοινωνιών – ώς και τμήμα ψυχολογίας αποκτά τώρα το Δημοκρίτειο στο Διδυμότειχο, ίσως για να μελετήσει το ψυχικό άγχος των φαντάρων όπως το τραγούδησε ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στο «Διδυμότειχο μπλουζ». Από την άποψη της ακαδημαϊκής ατμόσφαιρας, τα πανεπιστήμια πληρώνουν το κόστος της μακροχρόνιας οπισθοδρομικής κομματικοποίησης, της βίας, της ανελευθερίας και της αποδιοργάνωσης που προκαλεί η εγκατεστημένη δράση των αριστεριστών και των μπάχαλων. Από την άποψη της εσωτερικής οργάνωσης, τα πανεπιστήμια στερούνται στοιχειώδους αυτονομίας λειτουργώντας περίπου σαν προέκταση των δημόσιων υπηρεσιών του υπουργείου Παιδείας. Από την άποψη τέλος της ποιότητας των σπουδών, ο δημόσιος λόγος συγκαλύπτει συνήθως τη χαμηλή στάθμη με την επίκληση των υψηλών επιδόσεων και τα διεθνή εύσημα πολλών πανεπιστημιακών δασκάλων και τις επιτυχίες ακόμα περισσότερων αποφοίτων των ελληνικών ΑΕΙ στο εξωτερικό. Πράγμα αληθές, αλλά που δεν διαψεύδει τις επιδόσεις των μέσων όρων όπως αποτυπώνονται στις διεθνείς κατατάξεις. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πειστήριο, γιατί οι κατατάξεις διαμορφώνονται με εσωτερικούς ακαδημαϊκούς δείκτες (δημοσιεύσεις, βραβεία, αριθμοί φοιτητών και διδασκόντων, κλπ). Το μείζον όμως πρόβλημα με το σημερινό δημόσιο Πανεπιστήμιο είναι ότι η διάρθρωσή του αντανακλά και επιδεινώνει τις στρεβλώσεις του οικονομικο-κοινωνικού μοντέλου της χώρας, της αγοράς εργασίας και της σύνθεσης των μεσαίων στρωμάτων. Πλήθος δικηγόρων, πλήθος εξειδικευμένων γιατρών αλλά όχι αρκετοί γενικοί γιατροί, στρατιές κοινωνιολόγων, πολιτικών επιστημόνων, ψυχολόγων, ανθρωπολόγων, θεατρολόγων, κλπ.
Επειδή όλα αυτά θα συνεχίσουν να υπάρχουν, ο νέος νόμος για τα μη κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια έχει περισσότερο μια συμβολική και ιδεολογική σημασία. Έβαλε τέλος σε έναν αρνητικό ελληνικό εξαιρετισμό που έχει μουμιοποιηθεί στο άρθρο 16. Κατέρριψε ένα ταμπού το οποίο ξεστράτιζε και μπλοκάριζε χρόνια τώρα τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, γιατί γινόταν το δημαγωγικό προκάλυμμα των δυνάμεων της αδράνειας μέσα στο δημόσιο Πανεπιστήμιο. Εκ πρώτης όψεως ο νόμος συνιστά ιδεολογική νίκη των φιλελεύθερων απόψεων. Θα μπορούσε όμως να εξελιχθεί και σε μια ευκαιρία των ευρύτερων δυνάμεων της αριστεράς και της κεντροαριστεράς να απαλλαγούν από τα ταμπού ενός «αποστεωμένου προοδευτισμού», του παρωχημένου κρατισμού, και να συνομιλήσουν με τα σύγχρονα προβλήματα της νέας εποχής. Και μάλιστα, την ώρα που βρισκόμαστε σε μια ιστορική διαδικασία αναδιατύπωσης των πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων, επαναπροσδιορισμού της προόδου και της συντήρησης. Θα τις απήλλασσε καταρχάς από την πολιτική υποκρισία που ξεχείλισε για άλλη μια φορά στα συνθήματα των τελευταίων κινητοποιήσεων. Σε μια χώρα με ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε μια χώρα με την πιο ογκώδη παραπαιδεία να βαραίνει οικονομικά τις οικογένειες, η δημιουργία μιας δράκας ιδιωτικών πανεπιστημίων αναγορεύτηκε σε φοβερό όπλο κοινωνικών διακρίσεων και εμπορευματοποίησης της εκπαίδευσης. Σε πείσμα του πιο απλού κοινού κοινωνιολογικού τόπου, ότι οι κοινωνικές ανισότητες και οι διαφορετικές ατομικές τύχες παίζονται στα πρώτα χρόνια των παιδιών. Σε αυτά όπως είναι γνωστό εστιάζουν τις προσπάθειες για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα ευκαιριών τα πιο προοδευτικά εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης – τα σκανδιναβικά.
Αυτή είναι μια χρήσιμη υπόμνηση για όσες δυνάμεις εμφορούνται από τέτοιες αξίες και ενδιαφέρονται για τη ριζική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος σε βάθος χρόνου. Οι ειδικοί έχουν προειδοποιήσει, η ετήσια πανωλεθρία της PISA το επιβεβαιώνει. Το μείζον πρόβλημα δεν είναι η τριτοβάθμια, αλλά οι προηγούμενες βαθμίδες. Η μεταρρύθμισή τους έχει τη δική της αυτοτέλεια. Ειδικά όμως για τη δευτεροβάθμια o τρόπος εισαγωγής στα ΑΕΙ παραμορφώνει πια την ποιότητα, τις μεθόδους και το κόστος της. Ορθώς προτάσσεται πλέον η αλλαγή του και η καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου ή όπως αλλιώς θα ονομαστεί. Αυτό είναι το ουσιαστικό στοίχημα και το καλό νέο είναι ότι μπορεί να υπάρξει οριζόντια συναίνεση, η οποία είναι ασφαλώς αναγκαία καθώς η κοινωνία θα ζήσει πολλά χρόνια με το νέο σύστημα. Αρκεί η συναίνεση να επιδιωχθεί και να καλλιεργηθεί στην προετοιμασία της αλλαγής, χωρίς όμως να γίνει πρόσχημα για να πάει στις καλένδες.
Η μεταρρύθμιση του Σχολείου επείγει όχι μόνο για εκπαιδευτικούς αλλά και για πολιτισμικούς λόγους. Είναι πια προφανές ότι η σημερινή κοινωνία παράγει ανομία, επισφάλεια και ρήξη του κοινωνικού δεσμού που παρασύρουν όλο και περισσότερο τις νέες γενιές σε αντικοινωνικές συμπεριφορές. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οικογένεια και το σχολείο εξακολουθούν να είναι οι κατεξοχήν θεσμοί που μπορούν να πλαισιώσουν και να καλλιεργήσουν αξίες συνεργασίας, αλληλοσεβασμού και αλληλεγγύης. Αλλιώς, όλο και περισσότερο θα αναλαμβάνουν τον ρόλο αυτό οι συμμορίες, οι ορδές και οι «σκληροί» της παρέας.