Αμέσως μετά τις πρώτες εκλογές του περασμένου Μαΐου, αποχαιρετώντας τους συναδέλφους μου στη Βουλή, ρώτησα έναν βουλευτή της ΔΗΜΑΡ (παλιό σύντροφο και τωρινό φίλο), γιατί δεν πήραν τη μεγάλη απόφαση να συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας εκείνη την ιστορική στιγμή, ώστε να αποφευχθεί η διαφαινόμενη από τότε τεράστια ζημιά στη χώρα κατά το μεσοδιάστημα των δύο εκλογικών αναμετρήσεων. Περίμενα να μου απαντήσει επιστρέφοντάς μου το ερώτημα, σε σχέση με την αμφιταλαντευόμενη τότε στάση του ΠΑΣΟΚ και την ανεξήγητη εμμονή του για υποχρεωτική συμμετοχή και του ΣΥΡΙΖΑ, όμως ήταν αφοπλιστικά ειλικρινής: «Δεν αντέχω ψυχικά να περάσω όσα τραβήξατε εσείς τα τελευταία δύο χρόνια!». Τόσο απλά.
Έτσι, η χώρα πήγε ξανά σε εκλογές και ξαφνικά, μετά, σε δυο μήνες, όλα άλλαξαν στο πολιτικό σκηνικό και ανάμεσα σ’ αυτά η στάση της ΔΗΜΑΡ. «Δεν μπορούμε ν’ αφήσουμε τη χώρα ακυβέρνητη», ήταν η ξεκάθαρη δήλωση του Φώτη Κουβέλη, που διατυπώθηκε με σαφήνεια προεκλογικά και συνέβαλε, παρά την ακραία πόλωση, στη διατήρηση του αξιόλογου και ιδιαίτερα κρίσιμου ποσοστού της ΔΗΜΑΡ στις εκλογές του Ιουνίου. Η δέσμευση αυτή τηρήθηκε με συνέπεια στην ευαίσθητη μετεκλογική περίοδο των διερευνητικών εντολών και οδήγησε τελικά στη σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας. Αισθάνομαι, γι’ αυτό, την ανάγκη να πω σήμερα δυο καλά λόγια για την υπεύθυνη στάση της ΔΗΜΑΡ και να συμπαρασταθώ έτσι ηθικά στο δύσκολο έργο του φίλου μου βουλευτή, που συνειδητοποιεί τώρα τι βάρος σήκωσαν στους ώμους τους οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ τα τελευταία χρόνια.
Στην προσπάθεια της κυβέρνησης να αποφύγει την πλήρη κατάρρευση της χώρας, η ΔΗΜΑΡ παίζει πολύ ουσιαστικό, καταλυτικό, θα έλεγα, ρόλο, παρά τη μικρή αριθμητική κοινοβουλευτική της δύναμη και τη συμβολική, σχεδόν, συμμετοχή της στην κυβέρνηση. Είχαμε πολλά χρόνια να δούμε στην Ελλάδα ένα κόμμα της αριστεράς να πολιτεύεται με υπευθυνότητα και να λειτουργεί ενωτικά μπροστά στον τεράστιο κίνδυνο της χρεοκοπίας. Μέσα σε κλίμα απόλυτης έντασης και παραλογισμού, που τροφοδοτείται διαρκώς από τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία της διχαστικής πολιτικής ρητορείας, που αρθρώνει από τη μία πλευρά η λαϊκιστική και η άκρα δεξιά και από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, η φωνή αυτή αποπνέει σοβαρότητα, νηφαλιότητα, συνέπεια και ήθος που, σε συνδυασμό με την αδιαφορία για το υποτιθέμενο πολιτικό κόστος, αποκαλύπτει έναν ώριμο πλέον πολιτικό σχηματισμό.
Υπάρχουν και ορισμένα ακόμη ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία που δικαιολογούν την εκτίμηση πως η ΔΗΜΑΡ, αποτελεί στην ουσία τη συνεκτική ύλη, τον φέροντα οπλισμό που συνδέει και ενώνει τα ετερόκλητα κυβερνητικά μέρη. Το πρώτο είναι η ποιοτική διάσταση μιας συμμετοχής που δεν ήταν μαθηματικά, αλλά πολιτικά, αναγκαία. Οι 129 βουλευτές της ΝΔ, με τους 33 του ΠΑΣΟΚ, διέθεταν μια άνετη πλειοψηφία 162 βουλευτών, χρειάζονταν όμως οι 17 της ΔΗΜΑΡ για να προσδώσουν την απαραίτητη πολιτική και κυρίως την ηθική νομιμοποίηση που απαιτούν οι ανάγκες μιας εξαιρετικά δύσκολης και τόσο κρίσιμης διακυβέρνησης. Η κυβερνητική χημεία λειτουργεί πιο αποτελεσματικά με τη συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ, που ρισκάρει πολιτικά την ύπαρξή της προκειμένου να στηρίξει έναν εθνικό στόχο, τη στιγμή που θα μπορούσε να αρκεστεί σε μια απλή ψήφο ανοχής.
Επιπλέον, το κύρος και η εμπειρία του Φώτη Κουβέλη, ισχυροποιεί τη διαπραγματευτική ικανότητα μιας κυβέρνησης που ο βασικός της πλειοψηφικός πόλος, η ΝΔ, χρεώνεται την υποκριτική «αντιμνημονιακή» ρητορεία των δύο πρώτων χρόνων, ενώ το ΠΑΣΟΚ, που περιμένει να δικαιωθεί πολιτικά στο μέλλον, «βαρύνεται» ακόμη με τη συμφωνία των μέτρων αυτών στο παρελθόν. Αν υπάρχει η αίσθηση πως η προσπάθεια διαπραγμάτευσης για τη μείωση των κοινωνικών συνεπειών και η αποφυγή των οριζόντιων περικοπών δεν είναι ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα, αυτό οφείλεται στην εργώδη προσπάθεια που γίνεται με πολύ άγχος και πίεση από τους δύο κυβερνητικούς εταίρους, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, που στηρίζουν την κυβέρνηση.
Η χρησιμότερη όμως συμβολή του κόμματος αυτού σήμερα, είναι το γεγονός πως μπορεί να αποτελέσει τη γέφυρα που θα ενώσει το κατακερματισμένο πολιτικό σύστημα πάνω σε δύο πολύ σημαντικούς στόχους: α) τη μέγιστη δυνατή αντιφασιστική συσπείρωση ώστε να αντιμετωπιστεί ο τεράστιος κίνδυνος εκφασισμού που απειλεί την ελληνική κοινωνία και, β) να συμβάλλει στην ανασύσταση και συγκρότηση του μεγάλου πολυσυλλεκτικού φορέα της δημοκρατικής αριστεράς, που προς το παρόν παραπαίει διασπώμενη και απειλείται αμφίπλευρα από ψευδώνυμες πολιτικές δυνάμεις.
Ο πρώτος στόχος, που παραπέμπει αμυδρά στην πρώιμη για την εποχή της ΕΑΔΕ του Λεωνίδα Κύρκου το 1974, αποτελεί προτεραιότητα μείζονος σημασίας. Αφήνοντας στην άκρη την άκαρπη επίρριψη ευθυνών εκατέρωθεν για τις ευθύνες που εξέθρεψαν το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και χωρίς συμψηφισμούς και δαιμονοποιήσεις, όλες οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου και του κοινοβουλευτισμού (από τη ΝΔ μέχρι το ΚΚΕ) οφείλουν να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για την πολιτική απομόνωση και την αποδυνάμωση της επιρροής αυτού του μορφώματος, στο χειμαζόμενο ελληνικό λαό.
Ο δεύτερος στόχος, η δημιουργία δηλαδή και στην Ελλάδα ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, θα βασιστεί προφανώς στους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, με όλες τις παράπλευρες εκφάνσεις και ενδιάμεσες κινήσεις πολιτών που προϋπάρχουν, ή επίκειται να δημιουργηθούν. Στην πορεία αυτή, το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να δηλώνει ανοιχτά και με ειλικρίνεια πως ενδιαφέρεται να συμμετέχει χωρίς ηγεμονισμούς και πρακτικές άλλων εποχών. Χρειαζόταν όμως, για να φτάσει αυτή η πορεία σε αίσιο τέλος ύστερα από τρεις δεκαετίες στείρας άρνησης και μικρομεγαλισμού, να ωριμάσει τελικά και να εκφραστεί με αυτοπεποίθηση μια αριστερά που δεν χωρίζει, αλλά ενώνει.