Τρεις εβδομάδες διακοπής της επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητάς μας, εν μέσω της κρίσης του νέου κορωνοϊού, ήταν αρκετές για να κλονίσουν τις βεβαιότητες με τις οποίες είχαμε οικοδομήσει το μοντέλο της νεωτερικής, παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας. Τίποτα από όσα συγκροτούσαν τις βασικές δομές της σύγχρονης ζωής δεν μπορεί εύκολα να θεωρηθεί πια ασφαλές ή, πολύ περισσότερο, δεδομένο, σε αυτό το αδόκητο, σχεδόν δυστοπικό περιβάλλον της νόσου Covid-19. Όσο η μάχη της επιστήμης μαίνεται και η πρωτόγνωρη δοκιμασία της πανδημίας εξαντλεί τις αντοχές των συστημάτων περίθαλψης, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι σύντομα θα κληθούμε να διαχειρισθούμε και ένα παλιρροϊκό κύμα οικονομικής αποσταθεροποίησης.
Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται ότι η κρίση προκαλεί και άλλες παρενέργειες, σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Όπως με αγωνία επισημαίνει ο Gideon Rachman σε πρόσφατο άρθρο του στους Financial Times (“Nationalism is a side-effect of coronavirus”), η αντιμετώπιση της εξάπλωσης του ιού έχει καταστεί σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο των εθνικών – κρατικών δομών, με συνακόλουθη την τάση της οχύρωσης των πολιτών πίσω από την αντίληψη ότι μόνο ένα ισχυρό έθνος – κράτος μπορεί να είναι αποτελεσματικό για τη διαχείριση των προβλημάτων και, πρωταρχικά, για την προστασία της υγείας και της ζωής.
Ανεξάρτητα από το πόσο ευπρόσδεκτη είναι μία τέτοια τροπή, αυτό το αντανακλαστικό της κοινής γνώμης δεν είναι δυσεξήγητο: Πράγματι, η κρίση του κορωνοϊού απαιτεί αμεσότητα δράσης, ικανότητα διαχείρισης κρίσεων και δυνατότητα επιβολής ιδιαίτερα δυσάρεστων μέτρων για τους πολίτες. Όλα τα παραπάνω αναφέρονται καταρχήν στην επιχειρησιακή εμβέλεια των επιμέρους κρατικών μηχανισμών και αφορούν τις αντίστοιχες εθνικές δομές. Καμία υπερεθνική δομή δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών όταν απαιτείται η άμεση κινητοποίηση μέσων που βρίσκονται όσο το δυνατόν εγγύτερα στην εστία του προβλήματος.
Είναι ενδεικτικό, εξάλλου, ότι όλοι αναζητούμε με αγωνία τα νέα για τα κρούσματα στην Ιταλία, για τους νεκρούς στην Ισπανία, για τις διαθέσιμες ΜΕΘ στη Γερμανία ή για τις καμπύλες της εξάπλωσης του ιού στις άλλες χώρες της ηπείρου μας, αλλά ουδείς φαίνεται να ασχολείται με μία πανευρωπαϊκή στατιστική ή με μία προβολή των αποτελεσμάτων της επιδημιολογικής έρευνας στην κλίμακα του ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Ωστόσο, μετά την περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, το ζητούμενο της επόμενης μέρας για τους λαούς της ηπείρου μας είναι ένα μεγάλο ευρωπαϊκό αφήγημα αλληλεγγύης. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να κλείσουμε την παρένθεση της εσωστρέφειας και να διεκδικήσουμε με ευνοϊκούς όρους την υπεράσπιση των κεκτημένων της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι η ίδια η πορεία προς την πολιτική ενότητα των λαών της ηπείρου μας, ξεκίνησε από την ιστορική μήτρα της μεγάλης καταστροφής του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Το διακύβευμα της επόμενης μέρας για την Ένωση, είναι φανερό ότι θα αφορά την ίδια της την ύπαρξη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το εγχείρημα που, μέχρι σήμερα στην παγκόσμια ιστορία, κατόρθωσε να διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση στην υπέρβαση του μοντέλου του εθνικού κράτους. Αλλά, αν θέλει να διεκδικήσει την ιστορική της συνέχεια, η μόνη ευκαιρία είναι να αποδομήσει την εικόνα μίας γραφειοκρατικής ένωσης και να διαμορφώσει ένα νέο παράδειγμα δημοκρατίας και αλληλεγγύης.
Οι εξελίξεις δρομολογούν την ανάγκη μίας εμφατικής, σθεναρής αντίδρασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε δύο ξεχωριστά επίπεδα:
Στο πρώτο επίπεδο, πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι η τήρηση των δημοκρατικών κανόνων είναι conditio sine qua non για την Ένωση. Η αδιασάλευτη τήρηση των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων θα πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα και καθολικά, αμέσως μόλις η εξάπλωση του ιού τεθεί υπό έλεγχο και τα προσωρινά μέτρα περιορισμού της κίνησης των πολιτών αρθούν. Η δημοκρατία, η οποία μέσα από τις δεκαετίες της κοινής ευρωπαϊκής εμπειρίας έχει καλλιεργηθεί σε ένα πρωτόγνωρο ποιοτικό βάθος, δεν είναι απλώς ένα από τα κριτήρια που πρέπει να πληρούν τα κράτη – μέλη. Είναι η συστατική ουσία της Ευρώπης. Δεν μπορούμε, στα σοβαρά, να συζητάμε για την Ένωση και το μέλλον της, όσο φαινόμενα εξαΰλωσης των δημοκρατικών θεσμών και νεόκοποι δικτάτορες τύπου Όρμπαν αποσαθρώνουν τα ίδια της τα θεμέλια.
Παράλληλα, είναι παραπάνω από προφανές ότι η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών - μελών, αυτή που δοκιμάστηκε στην πρόσφατη μεγάλη δημοσιονομική κρίση (και πέρασε τη βάση, έστω και οριακά), πρέπει να μετουσιωθεί σε ένα αποφασιστικό πλάνο στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, της απασχόλησης, των κοινωνικών δομών, της επιχειρηματικότητας. Οι ηγέτες 9 κρατών της Ένωσης, μεταξύ αυτών και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με επιστολή που έστειλαν στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, κάλεσαν την Ένωση να δημιουργήσει “κορωνο-ομόλογα”, προκειμένου να διατεθούν σημαντικά κονδύλια με εγγύηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διασφαλίζεται η κοινή ανάληψη των χρεών που δημιουργούνται, τόσο στην παρούσα φάση, όσο και στο επόμενο χρονικό διάστημα. Τα αντανακλαστικά της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης πρέπει να δώσουν τον τόνο.
Στο Προοίμιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος διαβάζαμε ότι “[...] οι λαοί της Ευρώπης, παραμένοντας ο καθένας υπερήφανος για την ταυτότητά του και για την εθνική του ιστορία, είναι ωστόσο αποφασισμένοι να υπερβούν τις παλαιές τους διχόνοιες και, όλο και πιο στενά ενωμένοι, να σφυρηλατήσουν το κοινό τους πεπρωμένο”. Μία τέτοιου είδους ενότητα οδήγησε ακόμη και μη Ευρωπαίους διανοητές, όπως τον Yuval Noah Harari, να διατυπώνουν την ελπίδα ο υπόλοιπος κόσμος να διδαχθεί από παράδειγμα της Ευρώπης.
Φαίνεται ότι βρισκόμαστε μπροστά στη μεγάλη στιγμή της Ένωσης. Πρέπει, περισσότερο από ποτέ, να αντιληφθούμε ότι ο κίνδυνος δεν είναι (μόνο) δημοσιονομικός, πιστωτικός ή χρηματοοικονομικός. Ο κίνδυνος είναι πολιτικός και αφορά την επιστροφή ή μη της Ευρώπης στην εποχή των αποκλίσεων, των αντιθέσεων και των εθνικών απομονώσεων, με όλες τις σχετικές συνέπειες.
Στην προηγούμενη μεγάλη κρίση, στις 26 Ιουλίου του 2012, ο Μάριο Ντράγκι έγειρε την πλάστιγγα της ιστορίας όταν δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έκανε “ό,τι χρειαστεί για να σώσει το ευρώ”. Πολύ σύντομα, όταν υποχωρήσει η λαίλαπα της πανδημίας, θα χρειαστεί ένα νέο “whatever it takes”. Αυτήν τη φορά, για να σώσουμε την ίδια την Ένωση.
Μετά τη μάχη για τη νίκη της ζωής, στην οποίαν έχουν διατεθεί όλοι οι υλικοί και ανθρώπινοι πόροι, εμάς τους Ευρωπαίους θα μας περιμένει ένα ιστορικό στοίχημα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που οι μεταπολεμικές γενιές θεωρούσαμε ότι μας αναλογούσε.