Μια απάντηση στις προτάσεις της ΔΗΜΑΡ

Μαριλένα Κοππά 14 Απρ 2012

Διαβάζουμε με ενδιαφέρον τις προτάσεις Κουβέλη για την υπέρβαση της κρίσης, που φέρει τον τίτλο «Έξι αλλαγές στη δανειακή σύμβαση». Και το ενδιαφέρον δεν είναι αθώο, αφού η ΔΗΜΑΡ εμφανίζεται ως διάδοχος χώρος του ΠΑΣΟΚ και εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας. Πολλά από τα στελέχη της ΔΗΜΑΡ είναι πρώην μέλη του ΠΑΣΟΚ και η ιδέα μιας επανεκκίνησης του χώρου, φαντάζει θελκτική. Δεν είναι όμως σαφές ότι «η αριστερά που θέλει να κυβερνήσει», θέλει να αναλάβει και το κόστος της ευθύνης.

Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, η καταπολέμηση της διαφθοράς και η περιστολή της σπατάλης, προτείνονται ως «αντίμετρα» σε επερχόμενα μέτρα ύψους 11,5 δις ευρώ. Πρόκειται για μια πρόταση που θα συνυπέγραφε το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Την ίδια αυτή λογική υπηρετεί και η πρόταση (σε ποιόν άραγε;) για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων μας από τον επίσημο φορέα (κράτη-μέλη της Ε.Ε.), που επίσης θα συνυπέγραφε το σύνολο του πολιτικού κόσμου, εκτός των κομμάτων που θέλουν την έξοδό μας από την Ε.Ε. και τη συνολική αποκήρυξη του χρέους. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πρέπει κανείς να προσέλθει με συγκεκριμένο πλέγμα μέτρων για την επίτευξη των θετικών στόχων (πάταξη φοροδιαφυγής, καταπολέμηση διαφθοράς, περιστολή σπατάλης), προκειμένου η τρόικα να συναινέσει στο συγκεκριμένο ποσό που θα μας επιτραπεί να εγγράψουμε στον προϋπολογισμό μας και, ίσως μετά, ικανοποιημένη από την πρόοδό μας και το εντυπωσιακό μας σχέδιο, να συναινέσει στην επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων μας. Διότι οι δανειστές μας πρέπει να πεισθούν ότι μια κυβέρνηση ΔΗΜΑΡ, θα μπορεί, σε αντίθεση με την κυβέρνηση Παπαδήμου, να εισπράξει βεβαιωμένες οφειλές ύψους 8 δις, εκ των οποίων στα ταμεία βρίσκονται περίπου 700 εκ. Πώς θα γίνει αυτό; Εκτός εάν αποφασίσουμε ότι η τρόικα δεν μπορεί να επιβάλει όρους στη διαπραγμάτευση.

Αλλά εάν, όπως προτείνει ο κ. Κουβέλης, όντως ακυρωθεί η πράξη νομοθετικού περιεχομένου που μειώνει τους κατώτατους μισθούς, καθώς κι εκείνη που αφορά τη δέσμευση κατά προτεραιότητα των κρατικών πόρων για αποπληρωμή δανείων, εάν ακυρωθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις – μέτρα που θα συνυπέγραφε το σύνολο της αριστερής διανόησης – δε θα υπάρχει αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Η αμφισβήτηση της λογικής του μνημονίου, όπως διαπίστωσε και ο κ. Σαμαράς στο όχι πολύ απώτερο παρελθόν, δε συνιστά αφετηρία «αναθεώρησης» της δανειακής σύμβασης, αλλά το τέλος της διαπραγμάτευσης. Το ΠΑΣΟΚ θα συνυπέγραφε με σχετική ευκολία κάθε έναν από τους στόχους του κ. Κουβέλη, με μεγαλύτερη μάλιστα ευκολία από τους στόχους του κ. Σαμαρά, αλλά δε θα μπορούσε να επωμιστεί τις επιπτώσεις του τέλους του προγράμματος. Η ΔΗΜΑΡ;

Σχεδόν ένα χρόνο πριν, ο κ. Κουβέλης είχε προτείνει το μορατόριουμ εξυπηρέτησης του εξωτερικού μας χρέους (πέντε ετών), επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής (30-40 χρόνια) και μείωση επιτοκίου. Αυτό σημαίνει ότι θα πληρώναμε το 2017 μια πρώτη δόση περίπου 26 δις, ενώ το σημερινό πρόγραμμα προβλέπει 11 δις. Βέβαια, θα μπορούσε να αντιτείνει ο κ. Κουβέλης, θα είχαμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε σε αναπτυξιακή πολιτική και, συνεπώς, τα 26 δις δε θα ήταν τόσο δυσβάσταχτο ποσό το 2017, αφού θα είχε αυξηθεί το ΑΕΠ και, συνεπώς, τα έσοδα. Πράγματι, εάν αυτό το ποσό αντιστοιχεί στο 12% του ΑΕΠ το 2011, με ανάπτυξη 5-6% κατ’ έτος, θα μπορούσε να μειωθεί σε 8% του ΑΕΠ το 2017 (ή και λιγότερο). Το μόνο ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι από πού θα έβρισκε η ελληνική οικονομία το κεφάλαιο προκειμένου να βάλει την Ελλάδα σε μια τέτοια αναπτυξιακή τροχιά, που θα έπρεπε να είναι σταθερά εντυπωσιακή, ενώ γύρω μας η παγκόσμια οικονομία κλυδωνίζεται. Απομένουν επίσης και άλλα αναπάντητα ερωτήματα: σε ποιους κλάδους θα επενδύαμε, ποια θα ήταν η σχέση δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, κ.ο.κ. Συμφωνούμε στους στόχους και τη λογική, το «πώς» είναι το πρόβλημα.

Η σημαντική μείωση του χρέους και των επιτοκίων που πέτυχε η κυβέρνηση Παπαδήμου, προϋπέθετε διαπραγμάτευση, δηλαδή παραμονή εντός του προγράμματος, μέχρι να πειστούν οι δανειστές μας ότι «το πρόγραμμα δε βγαίνει» και να συναινέσουν σε ένα πρόγραμμα μείωσης του χρέους (κούρεμα). Δυστυχώς, χωρίς τη συνδρομή της Ε.Ε., η Ελλάδα, όση διαπραγματευτική δεινότητα και να είχε, δε θα μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον Τσαρλς Νταλάρα. Με άλλα λόγια, αυτό που λείπει από τη σημερινή πρόταση της ΔΗΜΑΡ, όπως και από παρελθούσες, είναι η μαγική συνταγή που επιτρέπει σε κάποιον να διαπραγματευτεί και ταυτόχρονα να υπαγορεύσει στο δανειστή τους όρους του. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς και για τις προτάσεις Σαμαρά, μέχρι που ο μύθος κατέρρευσε και πολλά από τα απογοητευμένα του στελέχη ακολούθησαν «ανεξάρτητη πορεία».

Υπό αυτό το πρίσμα, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο ξεκάθαρη: παραδίδουμε στους δανειστές μας μια λίστα με απαιτήσεις (ultimatum), αποδεχόμενοι το ενδεχόμενο άρνησής τους, δηλαδή την αποχώρηση από τη ζώνη του Ευρώ. «Δεν θα το κάνουν», λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. «Ποιος είναι σίγουρος γι’ αυτό;», λέει όποιος έχει την ευθύνη της διαπραγμάτευσης. «Θέλουμε», λέει η ΔΗΜΑΡ. «Και εμείς», αντιτείνουν οι δανειστές μας! Μακροπρόθεσμα, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μακροπρόθεσμα, όλοι πεθαίνουμε έλεγε ο Κέινς.

Το ΠΑΣΟΚ συνυπέγραψε και δε συνέγραψε δύο δανειακές συμβάσεις. Συνυπογράφοντας συμβάσεις που διέπονται από τη λογική όλων των προγραμμάτων της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κάποιοι στο ΠΑΣΟΚ έσπευσαν να χαιρετίσουν τις «μεταρρυθμίσεις» ως απαραίτητες, άλλοι απλώς ως αναγκαίες δεδομένων των συνθηκών. Για όσους εξ ημών έχουμε αποδεχθεί την αναγκαιότητα, χωρίς να ενστερνιζόμαστε τη λογική του μνημονίου, η υπογραφή μας είχε τη λογική της παραμονής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι να δημιουργηθούν διαφορετικοί συσχετισμοί εντός της Ε.Ε.. Εδώ βρίσκεται το κλειδί.

Στο βαθμό που ο μύθος της «ελληνικής μοναδικότητας» καταρρέει, η αφήγηση της εξόδου από την κρίση πρέπει να γίνει περισσότερο πειστική στις Βρυξέλλες και λιγότερο δημαγωγική στο Βερολίνο. Με απλά λόγια, για να μπορέσει κανείς να υλοποιήσει το πρόγραμμα του κ. Κουβέλη, πρέπει να αποταθεί στο Γερμανό και Γάλλο ψηφοφόρο και όχι στον Έλληνα. Εναλλακτικά, μπορεί να απευθυνθεί στον Έλληνα, αλλά ταυτόχρονα και στον Ισπανό, τον Ιταλό, τον Πορτογάλο και τον Ιρλανδό. Μοιάζει με εισαγωγή σ’ ένα ανέκδοτο, όπως άλλωστε και συνολικά ο χειρισμός της κρίσης από την «Κοινότητα», που μέχρι σήμερα έχει αποδειχθεί ότι ισούται με το άθροισμα των μελών της. Αλλά, αυτή είναι η Ε.Ε. που έχουμε. Δεν υπάρχει άλλη, αυτή «των λαών». Πρέπει να τη δημιουργήσουμε, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε ως υπόθεση εργασίας την ύπαρξή της. Συνεπώς, προς το παρόν, πρέπει να δείξουμε υπομονή, παραμένοντας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Μπορεί στη δημοκρατία να μην υπάρχουν αδιέξοδα, υπάρχουν όμως περιορισμένες επιλογές. Μπορεί να μην υπάρχουν μονόδρομοι, αλλά κάθε δρόμο, σε αδιάβατη περιοχή πρέπει να τον χαράξουμε. Το να χτίζεις επιλογές, όπως και το να κάνεις επιλογές, έχει κόστος. Το ΠΑΣΟΚ το γνωρίζει. Η ΔΗΜΑΡ;

.

Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ