Μια άλλη ρεαλιστική ανάγνωση του φαινομένου της ακρίβειας

Αντώνης Ζαΐρης 15 Αυγ 2024

Η άνοδος των τιμών και η ακρίβεια θα απασχολούν  την παγκόσμια οικονομία για αρκετό καιρό αφού πολλά από τα διεθνώς διακινούμενα προϊόντα τυγχάνουν αφενός, έρμαια της διαρκώς εντεινόμενης αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη αφετέρου, είναι ανελαστικά δηλαδή απολύτως απαραίτητα στο καλάθι του παγκόσμιου καταναλωτή

Η προ δεκαετίας περίπου (το 2016) Συμφωνία των Παρισίων για 1,5 βαθμό μεσοσταθμική αύξηση της θερμοκρασίας του Πλανήτη θα διαψευσθεί καθώς θα κινηθούμε στα επίπεδα των 3 βαθμών.  Στην τότε συμφωνία συμμετείχαν 196 κράτη  και στο πόρισμα της αναφέρεται ότι κάθε χώρα θα έπρεπε να σχεδιάσει και να τονίσει τη συνεισφορά της στις πρωτοβουλίες που θα λάμβανε για την αντιμετώπιση του φαινομένου της υπερθέρμανσης. Από τότε βέβαια  ελάχιστα έχουν γίνει, γι’ αυτό και στο εξής θα είμαστε μάρτυρες  αυξανόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων, ξηρασίας και ισχυρών βροχοπτώσεων. Επιπλέον, η πρώιμή αύξηση της θερμοκρασίας θα επηρεάσει την παραγωγή σιταριού, σόγιας και καλαμποκιού , η παραγωγή λαδιού έχει εξασθενίσει σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου , η δε παγκόσμια παραγωγή κακάο λόγω μεγάλων βροχοπτώσεων και υγρασίας έχει μειωθεί σημαντικά.  Γενικώς πάντως η μειωμένη παραγωγή προκαλεί αυξημένη ζήτηση ενώ  η τελευταία με τη σειρά της είναι αυτή που οδηγεί σε άνοδο των τιμών.  Στη μεγάλη εικόνα βέβαια η αλλαγή των  αγοραστικών  και διατροφικών συνηθειών σε λαούς της Άπω Ανατολής, της Ασίας  εξαιτίας ανόδου του βιοτικού τους επιπέδου έχει επίσης προκαλέσει αυξημένη ζήτηση ζωικών προϊόντων και παραγώγων αυτών με συνέπεια την άνοδο του γενικού  επιπέδου τιμών.

Ως εκ τούτου δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το γεγονός της εισαγόμενης ακρίβειας που βασίζεται ,όπως προκύπτει , σε ρεαλιστικούς παράγοντες οι οποίοι δυναμικά με την σειρά τους  επηρεάζουν την αλυσίδα αξίας.  Το κυριότερο όμως είναι ότι δύσκολα μπορούν σε αυτή τη περίπτωση  να παρέμβουν οι Κυβερνήσεις και να αποτρέψουν ή απομειώσουν την αρνητική επίδραση στις τιμές των αγαθών .  Αντιθέτως σύνηθες είναι ,από την παγκόσμια εμπειρία, μετά την επιβολή κατασταλτικών μέτρων η αγορά να αντιδρά με νέες ανατιμητικές τάσεις.

Αλλά και η πορεία του πληθωρισμού , η οποία κινείται μεν πτωτικά  αφού εμφανίζεται μειωμένος στο 2,5% για τον περασμένο Ιούνιο στην Ευρώπη και στο 3,5% στις ΗΠΑ , θα εξαρτηθεί το επόμενο διάστημα από παραμέτρους που κάθε άλλο καθησυχαστικούς μπορείς να  χαρακτηρίσεις. Για παράδειγμα στη χώρα μας θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας η αναγκαιότητα εφαρμογής μέτρων κοινωνικής πολιτικής και επιδομάτων προστασίας π.χ. λόγω ανόδου των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας κ.ά..

Στη τελευταία λοιπόν αποκαλυπτική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για την ακρίβεια καταγράφεται η χώρα μας μεταξύ των ακριβότερων στη Ευρωζώνη στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα. Σούπερ Μαρκετ.  Μεταξύ δε των λόγων της ακρίβειας είναι η συγκέντρωση της αγοράς και η συνεπακόλουθη έλλειψη  ανταγωνισμού καθώς και οι αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών που δύσκολα αλλάζουν .  Κατά μέσο όρο αναφέρει η Εκθεση ,η Ελλάδα ήταν ακριβότερη το (2023)σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 10% σε μια γκάμα 41 κατηγοριών επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων.  Μια σημαντική επιπλέον παρατήρηση είναι ότι στα πιο ακριβά προϊόντα συγκριτικά με την ευρωζώνη κατατάσσονται εκείνα που έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια πωλήσεων στην αγορά δηλαδή με άλλα λόγια εκείνα που εμφανίζουν αυξημένη ζήτηση.

Συμπερασματικά λοιπόν θα καταλήγαμε ότι η μάχη κατά της ακρίβειας θα είναι αφενός, άνιση και ανυπέρβλητη  και αφετέρου, διαρκής για τους εξής  δύο (2) λόγους  : Πρώτον, η πλειοψηφία των διακινούμενων στην ελληνική αγορά προϊόντων είναι εισαγόμενα, εκτεθειμένα ως εκ τούτου στις μεταβολές τιμών στη διεθνή αγορά αλλά και στις έξυπνες στρατηγικές των πολυεθνικών και τούτο βεβαίως παραπέμπει στην αναγκαιότητα να ξαναεστιάσουμε στο δικό μας αναπτυξιακό μοντέλο,  της δικής μας Οικονομίας  και Δεύτερον , η ζήτηση βασικών κυρίως ειδών από πλευράς καταναλωτών παραμένει ανεξήγητα αμείωτη ,κάτι που δεν επιτρέπει την μείωση των τιμών και τούτο με τη σειρά του παραπέμπει στην ενημέρωση του αγοραστικού κοινού ότι έχει τη δύναμη και τη δυνατότητα επιλογής προϊόντων  ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές λύσεις με διαφορές τιμών που ξεπερνούν το 30% ,αρκεί όμως  να αξιοποιήσει αυτή τη δύναμή του.  Ως εκ τούτου, ανεξαρτητα από τις όποιες Κυβερνητικές παρεμβάσεις προστασίας των καταναλωτών, μέρος της λύσης και της απομείωσης των τιμών βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στα χέρια του ίδιου του Καταναλωτή  που παραμένει κυρίαρχος.