Σε παλιότερο κείμενό μου στην Μεταρρύθμιση είχα επισημάνει τα στοιχεία που καθιστούν την ανώτατη εκπαίδευση ενεργό παράγοντα της τρέχουσας ελληνικής κρίσης και είχα υποσχεθεί να καταγράψω την προέκταση των σκέψεών μου εκείνων σε μια αναζήτηση των τρόπων που το ελληνικό πανεπιστήμιο θα μπορέσει να ανατρέψει τον σημερινό αρνητικό ρόλο του και να καταστήσει εαυτόν παράγοντα υπέρβασης της κρίσης. Την υπόσχεσή μου αυτή εκπληρώνω με το σημερινό κείμενό μου.
.
Έχει κυριαρχήσει στις μέρες μας η αντίληψη ότι το «καλό» πανεπιστήμιο είναι κυρίως παράγοντας οικονομικής επαύξησης καθ’ ό εργαλείο της κοινωνίας της γνώσης. Κανείς δεν αμφιβάλλει γι’ αυτό. Αλλά η θέση αυτή εκφράζει μισή αλήθεια. Ένα «καλό» πανεπιστήμιο, με την υπεραπλουστευμένη τεχνική έννοια του όρου, μπορεί να είναι πράγματι τέτοιος παράγοντας, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι και πηγή μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής δυστυχίας. Τα σοβιετικά πανεπιστήμια επί Στάλιν, αλλά και τα παλιότερα Γερμανικά επί Ναζί, είχαν όλα τα στοιχεία που, με τα σημερινά τεχνικαλίστικα κριτήρια, θα τα ονομάζαμε ιδρύματα αριστείας: Πληθώρα δημοσιεύσεων, ευρεία παραγωγή βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, υψηλής ποιότητας ακαδημαϊκό πληθυσμό, διοικητική πειθαρχία κ.ο.κ. Ή, για να έλθουμε σε πιο προσιτές αναλογίες, τα πανεπιστήμια της Δύσης που εξελίσσονται σε αυτό που ο Kerr ονόμασε πριν από σαράντα ήδη χρόνια «multiversity», διαπρέπουν (όσα διαπρέπουν) σε ό,τι αφορά τους τεχνικούς δείκτες, αλλά ταυτόχρονα με ταχείς ρυθμούς χάνουν τη βαρύτητα που είχαν στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού. Βήμα με βήμα γίνονται θεσμοί παραγωγής απολίτικων πολιτών και μονοδιάστατων επαγγελματιών, που με την παρουσία και δράση τους υπονομεύουν τη δημοκρατία, χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. Με εξαίρεση, βέβαια, ένα μικρό αριθμό πανεπιστημίων με μακρά παράδοση σε βάθος αιώνων, που κρατούν μιαν «αριστεία μέσα στην αριστεία» επειδή θεωρούνται παγκόσμιοι φάροι διανόησης και παραγωγής ιδεών και αξιών. Τι συμβαίνει, λοιπόν;
.
Το σημερινό multiversity διαφέρει από το παραδοσιακό ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο σε τρία θεμελιώδη σημεία: Πρώτο, δεν αποτελεί πλέον ακαδημαϊκή κοινότητα. Μοιάζει περισσότερο με ανώνυμη εταιρεία με εταίρους τα μέλη της τέως ακαδημαϊκής κοινότητας που τα ενώνει το ιδιωτικό συμφέρον τους, αλλά δεν συμμερίζονται κανένα κοινό όραμα και καμία κοινωνική αποστολή. Δεύτερο, δεν έχει ενιαίο τελικό ακαδημαϊκό σκοπό. Κάθε εταίρος ερμηνεύει τον σκοπό του πανεπιστημίου του σύμφωνα με τις δικές του συντεχνιακές ανάγκες και προτεραιότητες. Τρίτο, υπολείπεται σε παραγωγή και προαγωγή Ανθρωπισμού. Είναι περισσότερο τεχνικό εργαστήριο και καθημερινά γίνεται λιγότερο χώρος ελεύθερης αναστοχαστικής σκέψης (speculative thought). Παρά ταύτα, στην καθημερινή κριτική της κατάστασης των πανεπιστημίων μας, καμία από τις διαστάσεις αυτές δεν αναγνωρίζεται ως στοιχείο κρίσης και αντικείμενο επιθυμητής μεταρρύθμισης. Αντίθετα, μάλιστα, συχνά οι αδυναμίες προβάλλονται ως πλεονεκτήματα, ή ως επιζητούμενοι στόχοι μιας μεταρρύθμισης. Η λαγνεία των υποτιθέμενων «αντικειμενικών βιβλιομετρικών δεικτών», γίνεται εργαλείο μιας τέτοιας διαστροφής στην κριτική αντίληψη της σύγχρονης πανεπιστημιακής ζωής. Πώς έχει και πώς εξηγείται το παράδοξο αυτό; Τι συνέπειες έχει για την κοινωνία; Αν απαντήσουμε πειστικά στα δύο ερωτήματα, τότε μπορεί να έχουμε την ελπίδα να αρθρώσουμε κάποιες ρεαλιστικές σκέψεις για το τι δέον γενέσθαι.
.
Οι όροι λειτουργίας του πανεπιστημίου με την εφαρμογή του προγράμματος σπουδών, αλλά και με την αυτόνομη λειτουργία του λεγόμενου κρυφού προγράμματος, διαμορφώνει τις προσωπικότητες των σύγχρονων ελίτ. Ο ρόλος αυτός των πανεπιστημίων, σε περιόδους κρίσης γίνεται κυρίαρχος, αφού η όποια κρίση – οικονομική, κοινωνική, πολιτική- απαιτεί ηγεσίες για να διαμορφώσουν ορθολογικά τις στρατηγικές ανάταξης. Όταν δεν υπάρχουν τέτοιες ηγεσίες, η διαμόρφωση των στρατηγικών πέφτει στα χέρια λαϊκιστών και οχλοκρατικών κινημάτων, που με τη δράση τους οξύνουν τις κρίσεις και οδηγούν σε κοινωνικές καταστροφές. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, όπως επισημάναμε στο προηγούμενο άρθρο μας, όχι μόνο δεν παίζει θετικό ρόλο στο πεδίο αυτό, αλλά αντίθετα έχει προ πολλού καταστεί παράγοντας όξυνσης των κρίσεων. Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει;
.
Παρόλο που το θέμα προφανώς χωράει πολλή συζήτηση, θα αποτολμήσω μια τηλεγραφική επισήμανση του δέον γενέσθαι.
.
Το πρώτο που πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι η επιχειρούμενη «μεταρρύθμιση» δεν αφορά καν το κυρίαρχο ζήτημα που επισημαίνεται εδώ. Αρκείται σε μια αναδιάρθρωση του διοικητικού συστήματος και οι εμπνευστές της διακατέχονται από τη μεταφυσική αντίληψη ότι το διοικητικό σχήμα θα καθορίσει από μόνο του τη νομοτέλεια των ποιοτικών αλλαγών που απαιτούνται για να ξαναθέσουν το πανεπιστήμιο στη σωστή κοινωνική τροχιά του. Κάνουν, όμως, πολύ μεγάλο λάθος. Ένα λάθος ανάλογο με εκείνο που η μεταφυσική της αγοράς προβάλλει ως δόγμα της αυτορρύθμισης των οικονομιών. Το διοικητικό σύστημα θα προσαρμοστεί στο «ήθος» του πανεπιστημίου και όχι το ήθος στο διοικητικό σύστημα. Όπως και οι αγορές προσαρμόζονται στην πολιτική ηγεμονεύουσα ιδεολογία όταν υπάρχει, ενώ ηγεμονεύει η ιδεολογία και οι υπερβασίες της όταν ο πολιτικός ρυθμιστικός έλεγχος υποχωρεί.
.
Πώς αλλάζει, επομένως, το «ήθος»; Το ερώτημα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ηθικολογική απορία. Ως ήθος εδώ εννοούμε το ρόλο που παίζει το πανεπιστήμιο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των ακαδημαϊκών πολιτών, σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας για πολίτες συγκεκριμένων «προσόντων» ικανών να συμβάλλουν στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην ανάταξη προς την πρόοδο. Αυτό, λοιπόν, το «ήθος», εκφράζεται και πραγματώνεται μέσα από το πρόγραμμα σπουδών και από το κρυφό πρόγραμμα (hidden curriculum) . Και τα δύο πάσχουν στη χώρα μας.
.
Το πρόγραμμα σπουδών των πανεπιστημίων μας είναι κολοβό. Δεν περιλαμβάνει τον καμβά που θα μπορούσε να αποτελέσει το πρόγραμμα γενικής παιδείας ως προαπαιτούμενης υποδομής για τη διαμόρφωση της κοινωνικής και πολιτικής φυσιογνωμίας του ακαδημαϊκού πολίτη. Τα επιμέρους ειδικά προγράμματα σπουδών που έχον χρηστικό και επαγγελματικό χαρακτήρα, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το πρόγραμμα γενικής παιδείας. Κατά συνέπεια, η μεταρρύθμιση θα είναι κολοβή ως προς τις απαιτήσεις των καιρών αν δεν αγγίξει αυτό το εξαιρετικά σημαντικό πεδίο.
.
Δεύτερο, το κρυφό πρόγραμμα επιδρά στην προσωπικότητα του ακαδημαϊκού πολίτη με αυτόνομο και εξαιρετικά δραστικό τρόπο επειδή χτυπάει κατ’ ευθείαν στο ασύνειδο και το υποσυνείδητο. Η περίπου φασιστική αρχιτεκτονική των περισσότερων ελληνικών campuses, η διάχυτη βία στην ακαδημαϊκή καθημερινότητα, η θλιβερή και εξαθλιωτική αισθητική των χώρων και των επιφανειών, οι «κρυμμένοι» στα γραφεία τους καθηγητές, η κυριαρχία των συντεχνιακών ηγετών στους διαδρόμους και στην καθημερινή ζωή του φοιτητή, όλα αυτά και άλλα παρόμοια, δεν κάνουν τίποτα λιγότερο από το διαμορφώνουν τις εξαθλιωμένες προσωπικότητες των σημερινών φοιτητών αλλά και των ίδιων των ακαδημαϊκών. Τίποτα από τις προσωπικότητες αυτές – ακόμη και αν βαθμολογούνται υψηλά με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια – δεν εγγυάται μια δημιουργική συμμετοχή τους στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.
.
Η έλλειψη προγράμματος γενικής παιδείας, αφενός, και η φασιστική επίδραση του κρυφού προγράμματος αφετέρου, αναιρούν κάθε στοιχείο ουσιαστικής μεταρρύθμισης και στερούν την κοινωνία από την αναγκαία ηγεσία της. Αν τα στοιχεία αυτά δεν γίνουν αντικείμενο εξαίρετης προσοχής από τους μεταρρυθμιστές, σε τίποτα το πανεπιστήμιο δεν θα μπορέσει, εν τέλει, να συμβάλλει στο ξεπέρασμα της κρίσης. Αντίθετα μάλιστα, θα εξακολουθεί να είναι ενεργός συντελεστής της.
.
.
Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου
.