Ο Βασίλης Ράπανος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθήνας, η Γεωργία Καπλάνογλου, επίκουρος καθηγήτρια, και η κ. Ιωάννα Μπαρδάκα, οικονομολόγος στην Τράπεζα Ελλάδας, έθεσαν ένα κοινωνικά και πολιτικά κρίσιμο ερώτημα: Αν «μετρά» η δικαιοσύνη στην προσπάθεια μείωσης ελλειμμάτων και χρέους, αν η δίκαιη κατανομή των βαρών επηρεάζει την επιτυχία της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Αφορμή ήταν η 6η από τις «δέκα εντολές για τη δημοσιονομική προσαρμογή» που είχαν διατυπώσει (2010) οι Blanchard και Cottarelli, του ΔΝΤ. Αυτή όριζε ότι τα μέτρα για την προσαρμογή πρέπει να είναι δίκαια (fair). Προκειμένου να βρουν την απάντηση στο ερώτημά τους, οι τρεις οικονομολόγοι εργάστηκαν διεξοδικά και σε βάθος. Ανέλυσαν τα δεδομένα 29 χωρών του ΟΟΣΑ επί μία 40ετία, 1971-2009.
Και κατέληξαν σε μια οικονομικά κρίσιμη απάντηση: Η δικαιοσύνη, δηλαδή η στήριξη των πιο αδύναμων τμημάτων της κοινωνίας σε συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής, πέρα από τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, συνιστά κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας αυτής καθαυτήν της προσαρμογής, ήτοι στη διατηρήσιμη μείωση δημοσίου ελλείμματος και χρέους (www.econ. uoa.gr/ ereyna/dhmosieyseis.html).
Η μελέτη είναι πρωτότυπη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Αραγε, δηλοί κάτι για τα καθ’ ημάς; Πιστεύω ναι, κάτι πολύ σημαντικό.
Οταν έσπασε η ελληνική «φούσκα» και οι αγορές αρνήθηκαν να μας δανείζουν, η χώρα πήγαινε σε τοίχο. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι ο τοίχος θα φύγει απ’ τη μέση. Οι περισσότεροι συμφωνήσαμε ότι ένας τρόπος υπήρχε για να μην τσακιστεί η χώρα: Να πατηθεί φρένο, να μπει προσωρινά όπισθεν στα εισοδήματα με τρόπο κοινωνικά δίκαιο και να «τρέξουν» οι μεταρρυθμίσεις. Το δίλημμα ήταν: Θα γίνει η προσαρμογή, μετά το σπάσιμο της «φούσκας», με δικαιοσύνη ή με αδικία, με βαρβαρότητα. Οχι μόνο (ούτε κύρια…) για λόγους ηθικής. Αλλά και με όρους προοπτικής· για να διευκολυνθεί μια νέα, βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο παρασιτισμός κατάφερε ώστε να διευρύνονται οι ανισότητες και οι αδικίες. Τα βάρη να ρίχνονται πάνω στη μισθωτή εργασία και στους πλέον αδύναμους. Το σασμάν μπλόκαρε στην όπισθεν, η μείωση της τιμής της εργασίας τείνει να αναβαθμίζεται σε στρατηγική επιλογή, η συζήτηση για σχέδιο και ανάπτυξη απλώς δεν διεξάγεται, η μείωση των ελλειμμάτων γίνεται με βαρύτατες θυσίες, αλλά δεν πείθει ότι είναι διατηρήσιμη – αντιθέτως. Η μελέτη των Ράπανου – Καπλάνογλου – Μπαρδάκα βοηθά να απαντηθεί το «γιατί»: Γιατί η κατανομή των βαρών της προσαρμογής ήταν και είναι (και) άδικη.