Το ευρωπαϊκό αξιακό οικοδόμημα διανύει περίοδο εκπτώσεων. Οι εκπτώσεις, στην «αρχή» της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων εντός των τειχών της Συνθήκης του Σέγκεν, άρχισαν με την κρίση στη Βόρεια Αφρική, όταν ο Μπερλουσκόνι αποφάσισε ότι δεν ήθελε η Ιταλία να παίξει το ρόλο του κυματοθραύστη για τη Γαλλία, σ’ ένα τσουνάμι προσφυγικών μεταναστευτικών ροών. Στο επόμενο επεισόδιο, η πρώην κεντροδεξιά κυβέρνηση της Δανίας, λίγους μήνες πριν από τις εθνικές κοινοβουλευτικές εκλογές, αποφάσισε να αποκαταστήσει τους συνοριακούς της ελέγχους. Αυτή η απόφαση είχε περισσότερο σχέση με την ψήφο ανοχής της ακροδεξιάς, που στήριζε με την ανοχή της την κυβέρνηση, παρά κάποια συγκεκριμένη κρίση. Τέλος, ο Σαρκοζί φώναζε υστερικά για την ανάγκη αποκατάστασης συνοριακών ελέγχων, στην (ανεπιτυχή) προσπάθειά του να αποσπάσει ψήφους από το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν. Ακολούθησε και ο Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας, με τα μάτια στις δημοσκοπήσεις και τους αναγνώστες του Focus. Σε κάθε μια ξεχωριστά από αυτές τις περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή «εξέφραζε την ανησυχία της», ή, ούτε καν αυτό…
Ηθικό δίδαγμα: οι αρχές μας ισχύουν, εκτός εάν υπάρχουν «έκτακτες συνθήκες», δηλαδή εάν κάποια χώρα-μέλος που δεν τελεί σε μνημονιακή επιτήρηση, δε θέλει να συμμορφωθεί. Αλήθεια, τι θα γινόταν εάν – έστω προσωρινά – η Ελλάδα ομολογούσε ότι δε μπορεί να διαχειριστεί το προσφυγικό κύμα για το οποίο δεν ευθύνεται και άνοιγε τα σύνορα της; Θα ήταν το ίδιο ανεκτική η Επιτροπή;
Στην Ολλανδία, τα πράγματα έχουν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ο ακροδεξιός Βίλντερς, δε θέλει μόνο «να πάνε στα σπίτια τους» οι υπήκοοι τρίτων χωρών και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι, αλλά και οι ανατολικοευρωπαίοι. Εκτός φυσικά από τη γυναίκα του, που είναι Ουγγρικής καταγωγής. Δε θέλει μόνο η Ελλάδα να επιστρέψει στη δραχμή, αλλά και η Ολλανδία στο φιορίνι. Επίσης, ήθελε η Ελλάδα να τιμωρηθεί με αυστηρά μέτρα λιτότητας για τη δημοσιοοικονομική της εκτροπή, αλλά δεν επιθυμεί το ίδιο και για την Ολλανδία, όπου απειλείται το ΑΑΑ, αφού η λιτότητα «θα έθετε σε δοκιμασία τις αντοχές της ολλανδικής οικονομίας». Και αφού και εκεί η κυβέρνηση στηρίχθηκε στην ψήφο ανοχής της ακροδεξιάς, η κυβέρνηση καταρρέει από τις αντιφάσεις όχι μόνο του Βίλντερς, αλλά και της κεντροδεξιάς. Αλλά το γεγονός είναι ότι σ’ ένα σύστημα συμμαχικών κυβερνήσεων, όπως της Ολλανδίας, πρέπει να υπάρχει ανοχή στις κωλοτούμπες και τα μαϊμουδίσματα, αλλιώς κυβέρνηση δε γίνεται.
Πού είναι όμως οι υστερικές επικλήσεις για κυβερνητική σύμπνοια και «εθνική γραμμή» της Επιτροπής, προς την Ολλανδία και τη Δανία; Γιατί δεν έχουμε ούτε μία καταδίκη της «έλλειψης υπευθυνότητας» της πολιτικής τάξης, ίδιας ή ανάλογης με αυτή που ακούσαμε στις περιπτώσεις της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Ισπανίας; Και γιατί η κ. Μέρκελ δεν έχει ακόμα δοκιμάσει μια ανοικτή επίθεση ενάντια σε λαϊκιστές Ολλανδούς και Δανούς, όπως έκανε για τον Μπερλουσκόνι, ανταλλάσοντας έστω μια ειρωνική ματιά με τον – έως πρόσφατα – «σύντροφο» Σαρκοζί; Ίσως η απάντηση να είναι η περίφημη ρήση από τη Φάρμα των Ζώων του Τζορτζ Όργουελ: «Όλοι είναι ίσοι, αλλά ορισμένοι είναι περισσότεροι ίσοι από τους άλλους». Βέβαια, η ισότητα μεταξύ των μελών της Ε.Ε. δεν είναι κάτι που μπορεί να εγγυηθεί οποιαδήποτε συνθήκη. Σε ένα κλειστό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών, που δε μπορεί να αντιδράσει σε αναταράξεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κερδίζει πάντα το γρήγορο άλογο. Όταν δεν κερδίζει, τότε οι κανόνες μεταβάλλονται έτσι ώστε να κερδίσει, όπως για παράδειγμα «η ανοχή» της Επιτροπής στο γαλλικό και γερμανικό υπερβολικό έλλειμμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που ο ευρωπαϊκός νότος (ή γενικότερα η περιφέρεια) διαπραγματεύθηκε κάτι ως «μέτωπο» και όχι ως «χαλαρό άθροισμα» κρατών: η τελευταία φορά ήταν η διαπραγμάτευση για τα πρώτα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης επί Ανδρέα Παπανδρέου και Φελίπε Γκονσάλες. Μέχρι σήμερα, ο μόνος πολιτικός άξονας που δουλεύει σε λογική μετώπου, είναι ο γαλλογερμανικός, αλλά αυτό πλέον δεν ισχύει, αφού ο Σαρκοζί τόλμησε να μιλήσει για την ανάγκη ενεργότερου (σ.σ. περισσότερο πολιτικού και λιγότερου ανεξάρτητου) ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ίσως, με την επερχόμενη άνοδο στην εξουσία του Ολαντ, ο νότος να βρει μια φωνή εκπροσώπησης λιγότερο τεχνοκρατική και περισσότερο πολιτική. Αλλά για να εκπληρώσει ο Ολάντ αυτήν την προσδοκία, πρέπει να υπάρξουν πολιτικές ζυμώσεις που να περιορίζουν τα περιθώρια επιλογών του. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι η περιφέρεια της Ε.Ε. απαιτεί δραστικές (ή και δραματικές) πρωτοβουλίες, πολύ σύντομα. Διότι εάν η Ε.Ε. συνεχίσει να πορεύεται το δρόμο της ορθόδοξης, πλην μεροληπτικής λιτότητας, η ευρωπαϊκή οικονομία θα καταρρεύσει.
Σε κάθε περίπτωση, η «τεχνοκρατική αφήγηση» για την έξοδο από την κρίση, δεν έχει πείσει, ιδιαίτερα στην τρέχουσα περίοδο «αξιακών εκπτώσεων». Δεν υπάρχει εθνική σωτηρία στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομίας, με ευρωπαϊκό νόμισμα (Ευρώ), ευρωπαϊκό ύστατο δανειστή (ΕΚΤ) και ευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίου, προϊόντων και υπηρεσιών. Η μόνη βιώσιμη αφήγηση προϋποθέτει μια πολιτική διαπραγμάτευση, όπου από τη μια θα κάθονται οι πλεονασματικές χώρες ΑΑΑ και από την άλλη, οι ελλειμματικές οικονομίες υπό επιτήρηση (επίσημη ή ανεπίσημη). Και αυτή η διαπραγμάτευση δε θα ξεκινήσει από την Επιτροπή Μπαρόζο, που έχει χάσει το τεκμήριο της θεσμικής ουδετερότητας και της τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας. Πρέπει να ξεκινήσει από τα κράτη μέλη. Το ζητούμενο είναι, μια ευρωπαϊκή οικονομία με τα θεσμικά μέσα να ελέγχει όχι μόνο το επίπεδο τιμών (πληθωρισμός), αλλά και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, τις ροές κεφαλαίου και εμπορευμάτων και, τελικά, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε έλεγχο της ζήτησης.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ