Οι πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης στο χώρο της Παιδείας επανέφεραν στο προσκήνιο μερικές από τις μείζονες εντάσεις και αντιπαραθέσεις των τελευταίων ετών. Για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας η εσπευσμένη ψήφιση των σχετικών διατάξεων ανταποκρίνεται στις προγραμματικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την εμπέδωση των δημοκρατικών και συλλογικών διαδικασιών στο Σχολείο και στο Πανεπιστήμιο, ενώ για τους επικριτές των επιχειρούμενων αλλαγών πρόκειται για μία στείρα οπισθοδρόμηση. Το ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι αυτές οι νομοθετικές παρεμβάσεις έχουν αποσπασματικό και ισοπεδωτικό χαρακτήρα, επιβλήθηκαν χωρίς προηγούμενο διάλογο, ενώ εμμένουν περισσότερο στην κατάργηση υφιστάμενων ρυθμίσεων, παρά στην πρόταση ενός νέου σχεδίου για την εξέλιξη του πολύπαθου εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Κάπως έτσι, μεταξύ μεταρρύθμισης, απορρύθμισης και αντιμεταρρύθμισης ανατροφοδοτείται ο φαύλος κύκλος των άγονων πειραματισμών στην Παιδεία και αναδεικνύονται δογματισμοί, εμμονές, ιδεολογικές αγκυλώσεις, ακόμα και συνδικαλιστικού τύπου διευθετήσεις.
Οι επιχειρούμενες αλλαγές δεν είναι προβληματικές, επειδή το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ήταν άρτιο και λειτουργικό. Είναι προβληματικές γιατί αντί να βελτιώσουν τις υπάρχουσες παθογένειες του συστήματος, προσθέτουν καινούργιες, καταργώντας ιδιαίτερα οτιδήποτε είχε μία προοπτική να δουλέψει καλύτερα, αν άλλαζε προς τη θετική κατεύθυνση. Συγκεκριμένα, είναι σίγουρο ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, παρά τις συστημικές ατέλειές της, είχε αρχίσει να μπολιάζεται στο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Η κατάργησή της και η παραπομπή στο μέλλον για μία «άλλη» συμμετοχική διαδικασία αποτίμησης στέλνει λάθος μήνυμα στον εκπαιδευτικό κόσμο, αυτό του εξισοτισμού και της διαβαθμισμένης προσπάθειας ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Παράλληλα, η αλλοίωση του χαρακτήρα των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων, η ακύρωση του τρόπου αξιολόγησης των καθηγητών τους και η κατάργηση της επιλογής των μαθητών με εξετάσεις, καθώς και η επινόηση σειράς ιδεολογημάτων για την υποβάθμιση της ποιότητας αυτών των Σχολείων συνιστά απλά επιστροφή στο αποτυχημένο παρελθόν, χωρίς το Υπουργείο να δώσει την ευκαιρία έστω μίας πρώτης αποτίμησης της μέχρι τώρα εξέλιξής τους. Και όμως, στην κοινωνία, στις ελληνικές οικογένειες και στον κόσμο της εκπαιδευτικής προσφοράς αυτά τα Σχολεία καταξιώθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια της λειτουργίας τους. Η κατάργηση ως ένδειξη πολιτικής ασυνέχειας βλάπτει την Παιδεία και η επιχείρηση αναπαλαίωσης με φθαρμένα υλικά συχνά αποτυγχάνει. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ρυθμίσεις για τον τρόπο επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης, ιδιαίτερα των Διευθυντών σχολικών μονάδων. Ας αναρωτηθεί ο καθένας πόσο λειτουργικός, διαφανής και εκπαιδευτικά ορθός μπορεί να είναι ο ορισμός ενός Διευθυντή με σημαντική μοριοδότηση της ψήφου του συλλόγου διαδασκόντων και με την παράλληλη υποβάθμιση άλλων προσόντων όπως η διοικητική εμπειρία, η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα, τα μεταπτυχιακά ή κατοχή ενός διδακτορικού τίτλου. Η επιδιωκόμενη αναβάθμιση της συλλογικότητας και της δημοκρατίας στο Σχολείο κινδυνεύει να ταυτιστεί πολύ γρήγορα με συνδικαλιστικές εξαρτήσεις και μικροκομματικές στρατηγικές. Αυτό είναι επιζήμιο για την ποιότητα της εκπαίδευσης, αλλά και για τη ζωή του Σχολείου, άρα και για την προοπτική των μαθητών.
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι εξαγγελθείσες αλλαγές για το Πανεπιστήμιο, όπου με μία άκριτη επιστροφή στο παρελθόν καταργείται η σημερινή διοικητική δομή των Ιδρυμάτων. Είναι σίγουρο ότι έπρεπε να αλλάξουν οι αρμοδιότητες και ο ρόλος των Συμβουλίων Ιδρύματος, να ενισχυθεί ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας των οργάνων της πανεπιστημιακής κοινότητας και να προστατευθεί το αυτοδιοίκητο. Αυτό όμως απαιτεί διάλογο, συναίνεση και εξέλιξη και όχι κατάργηση δομών και θεσμών ως ανταπόκριση σε εκλογικά και κομματικά ακροατήρια. Τα τελευταία γεγονότα στις φοιτητικές εκλογές, με τις επιθέσεις των «γνωστών-αγνώστων», κουκουλοφόρων και άλλων επαγγελματιών βανδάλων, ίσως πρέπει να προβληματίσουν το Υπουργείο για τις μεθόδους και διαδικασίες των ψηφοφοριών που θα προτείνει, στη βάση της προστασίας της Δημοκρατίας και όχι της ακύρωσής της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη διαμόρφωσης ενός Μετώπου λογικής για την Παιδεία δεν επιχειρεί να εξωραΐσει τις σημαντικές παθογένειες του παρελθόντος, ούτε να προβάλλει ετερόκλητες ομαδοποιήσεις και συστοιχίες δυνάμεων με θολό ιδεολογικό στίγμα ως την αιχμή του δόρατος μίας νέας πολιτικής αντιπαράθεσης. Αντίθετα, αναδεικνύεται από το πραγματικό πολιτικό κενό προοδευτικής Διακυβέρνησης στο χώρο της Παιδείας και υπενθυμίζει πόσο επικίνδυνο είναι το παλιό όταν αναβιώνει από την αδυναμία να φανταστεί αυτή η Κυβέρνηση το καινούργιο. Το Μέτωπο λογικής για την Παιδεία μπορεί να υπάρξει ως ο αναγκαίος επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της δημοκρατικής μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος, με απροσχημάτιστο διάλογο και ουσιαστική συναίνεση, διακριτές θέσεις και αποχρώσεις και πάντως σε ρήξη με όλα εκείνα που εμποδίζουν χρόνια τώρα την πραγματική αναβάθμιση της ποιότητας και της αξιοπιστίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Δημοσιεύτηκε και στο «Παρόν»