Όλα τα είχαμε, ακυβερνησία και δη παρατεταμένη μας μάρανε. Είτε με Μνημόνιο, σκέτο ή με επαναδιαπραγμάτευση, είτε με καταγγελία του, το ελάχιστο προαπαιτούμενο για την έξοδο από την κρίση είναι η ύπαρξη κυβέρνησης. Όχι απλώς κυβέρνησης. Βιώσιμης, άρα αποτελεσματικής κυβέρνησης. Αυτονόητο ζητούμενο σε κανονικές περιόδους, η αποτελεσματική διακυβέρνηση είναι ζωτικής σημασίας στις σημερινές ακραίες συνθήκες, που καθορίζονται από τον ορατό κίνδυνο επιστροφής στη δραχμή, τις επώδυνες αποφάσεις που ούτως ή άλλως θα πρέπει να ληφθούν και προπάντων τα στενότατα χρονικά περιθώρια. Ωστόσο, οι δυνατότητες σχηματισμού ισχυρής κυβέρνησης είναι λίγες. Οι εφικτές λύσεις περιορίζονται δραστικά, εξαιτίας της ακραίας πόλωσης που απορρέει από άκαμπτες κόκκινες γραμμές. Στην πραγματικότητα, όπως θα εξηγήσω, υπάρχει μόνο μία λύση, η οποία προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο εκλογικό αποτέλεσμα.
Παίρνω τοις μετρητοίς τις διατυπωμένες θέσεις των κομμάτων, όσον αφορά τις κόκκινες γραμμές που έχουν θέσει για μετεκλογική συνεργασία. Φυσικά, έστω και με κίνδυνο να εξαχνωθεί η όποια αξιοπιστία τους, ενδέχεται να βάλουν νερό στο κρασί τους την επομένη των εκλογών, αλλά αυτές τις θέσεις γνωρίζουμε και με αυτές θα πορευτούμε προς τις κάλπες. Πιστεύω επίσης, και λόγω του μπόνους των 50 εδρών, κυβέρνηση στην οποία δεν θα συμμετέχει το πρώτο κόμμα είναι θεσμικά ανορθόδοξη, πολιτικά θνησιγενής, και αριθμητικά ανέφικτη. Παρομοίως, οποιαδήποτε κυβέρνηση ισχνής πλειοψηφίας, στηριγμένη απλώς στην ανοχή άλλων κομμάτων και κατά μείζονα λόγο στην οποία θα συνυπάρχουν «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί» θα είναι ασταθής, βραχύβια και οπωσδήποτε αναποτελεσματική. Βάσει αυτών, και επειδή όλα δείχνουν ότι θα προκύψει επτακομματική βουλή, οι ρεαλιστικοί συνδυασμοί για κυβέρνηση συνεργασίας προκύπτουν αφενός από το ποιο κόμμα θα κατακτήσει την πρωτιά και, αφετέρου, από τέσσερα κόμματα (εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής και των αυτοεξαιρουμένων Ανεξάρτητων Ελλήνων και ΚΚΕ).
Τούτων δοθέντων, ένα πρώτο ενδεχόμενο είναι η πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ. Εξ όσων γνωρίζουμε, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει θέσει μια κόκκινη γραμμή («ακύρωση του μνημονίου»), και μια, ας πούμε, μπορντό («κυβέρνηση της αριστεράς»). Δεδομένων των θέσεων του ΚΚΕ και της ΔΗΜΑΡ («σταδιακή απαγκίστρωση») και του εκ των προτέρων αποκλεισμού του «μνημονιακού» ΠΑΣΟΚ, η πιθανότητα αριστερής κυβέρνησης (ή συμμετοχής του σε ευρύτερο σχήμα) είναι μηδαμινή. Από μιαν άποψη, η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι ευφυής με την έννοια ότι τα προαπαιτούμενα που θέτει του εξασφαλίζουν, είτε είναι πρώτο κόμμα είτε δεύτερο, πως δεν θα εμπλακεί στη διακυβέρνηση της χώρας. Υπάρχει βεβαίως πάντα και η (ισχνότατη) πιθανότητα να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. Στην περίπτωση αυτή, σα να ακούω ήδη πολλούς (θεοσεβούμενους ή αθεόφοβους) συριζέους να μονολογούν «ο Θεός να βάλει το χέρι του».
Πλην της κοινοβουλευτικής αριθμητικής, υπάρχει και ένα ουσιαστικό ζήτημα. Εκτός εξουσίας από τα γεννοφάσκια του, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα αναμφισβήτητο ηθικό πλεονέκτημα και μια «φρεσκάδα» που ενισχύουν τη δυναμική του. Ωστόσο, ούτε αυτά ούτε η επιθετική ρητορεία μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι η καινοτομία δεν είναι το φόρτε του και ότι οι αποτυπωμένες στο πρόγραμμά του ιδέες δεν είναι παρά copy-paste του οικονομικού μοντέλου που κατέρρευσε. [Παρεμπιπτόντως, είναι ασήμαντη η διαπίστωση ότι, δύο χρόνια μετά την προσφυγή στον μηχανισμό στήριξης, η χώρα έχει ένα και μόνον ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση (το Μνημόνιο), ότι ακούμε για εναλλακτικά, ολοκληρωμένα «σχέδια ανασυγκρότησης της οικονομίας» και σχέδια δεν βλέπουμε, και ότι το Μνημόνιο χρησιμεύει ως μπούσουλας ακόμη και σε σοβαρούς «αντιμνημονιακούς» προκειμένου να οργανώσουν τη σκέψη τους;] Οπισθοβατικό πρόγραμμα συνδυασμένο με μιαν ασαφή (αλαλουμοειδή;) στρατηγική, δηλαδή εν δυνάμει γεννήτρια απρόβλεπτων επιλογών, καθιστούν αδύνατη τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ από οποιοδήποτε κόμμα βασίζει τη δράση του σε έναν έστω στοιχειωδώς ορθολογικό σχεδιασμό.
Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, η μοναδική ρεαλιστική διέξοδος για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι η πρωτιά της ΝΔ και συγκυβέρνηση με ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Στην προκειμένη περίπτωση, το πραγματικό πρόβλημα είναι η ίδια η ΝΔ. Ακόμη και κυβερνήσεις συνεργασίας προϋποθέτουν μια στοιχειώδη ηγεμονική δύναμη, η οποία κατά τεκμήριο θα πρέπει να είναι το ισχυρότερο κόμμα. Ορθά η ΝΔ κήρυξε πανστρατιά, αλλά εξαιτίας τόσο της διετούς ανερμάτιστης πολιτικής της όσο και της χρονικής πίεσης, προέκυψε ένα συνονθύλευμα, του οποίου οι ετερόκλητες απόψεις δύσκολα θα συγκεραστούν αμέσως μετά τις εκλογές. Το παλαιοδεξιό άρωμα που αναδίνει μακάρι να εξατμιστεί την 18η Ιουνίου, αλλά πάντως δεν είναι καθόλου προφανές ότι θα αποκτήσει σύντομα επαρκή ομοιογένεια και συμπαγή ηγετική ομάδα. Εν πάση περιπτώσει, μια κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να ρεγουλάρει την κατάσταση. Όλα τα άλλα κυβερνητικά σχήματα είναι σα να φωνάζουν παραλλαγμένο το αλήστου μνήμης σύνθημα «Εμπρός για μία, δύο, τρεις, πολλές εκλογές».
Το παράδοξο μεν αλλά ευεξήγητο γεγονός των ημερών είναι ο καθοριστικός ρόλος του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Παράδοξο, διότι η βαρύτητά τους στις εξελίξεις είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τη δημοσκοπική και την ήδη αποτυπωθείσα εκλογική δύναμή τους. Ευεξήγητο, αφού οι δυό τους, μαζί με όχι λίγες διάσπαρτες δυνάμεις, βρέθηκαν να αποτελούν το «κέντρο» (ποιος φοβάται αυτή τη λέξη;), δηλαδή τον μοναδικό παράγοντα σταθερότητας και εγγύησης της ομαλότητας σε περιβάλλον κομματικού κατακερματισμού και πόλωσης.
Ακόμη περισσότερο. Πιστεύω πως η πλειονότητα όσων αναγνωρίζουν αυτό το «κέντρο» ως φυσικό τους χώρο έχουν κάνει ήδη σημαντικά βήματα προς τον πραγματισμό (δεύτερη επίφοβη λέξη;), τόσο με την τρέχουσα έννοια της πρακτικής προσέγγισης στα προβλήματα, όσο και με την ουσιαστική (φιλοσοφική) σημασία του όρου. Είναι πεπεισμένοι ότι η ιδεολογία μπορεί να αγκυλώσει τη σκέψη και να οδηγήσει τους λήπτες αποφάσεων στο να παραβλέπουν τα γεγονότα, ότι απαιτείται σκεπτικισμός απέναντι στον δογματισμό και τις αιώνιες αλήθειες, τις εδραιωμένες καταστάσεις, τις μανιχαϊστικές προσεγγίσεις της πολιτικής ζωής. Και δεν τους είναι καθόλου ξένο το μεταρρυθμιστικό πνεύμα του John Dewey που ευνοεί «τη μεταβλητότητα, την πρωτοβουλία, την καινοτομία, την απομάκρυνση από τη ρουτίνα, τον πειραματισμό». Θυμίζω επίσης ότι ο πραγματισμός αναδύθηκε στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο από τον τρόμο της βίας και την ανάγκη συμφιλίωσης. Τηρουμένων των αναλογιών, η Ελλάδα βυθίζεται σε αδιάλλακτες πολιτικο-ιδεολογικές συγκρούσεις, εμπρηστικές ρητορείες και αυξανόμενη βία, και προχωρά ταχύτατα στον διχασμό. Συνεπώς, είναι αυτό το «κέντρο» που θα μπορούσε από τη μια να αποτελέσει ανάχωμα στην επικράτηση διχαστικών λογικών και, από την άλλη, να ενθαρρύνει πρακτικές επίλυσης προβλημάτων.
Το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει. Αυτό είναι εντελώς φυσιολογικό, όταν έχει καταρρεύσει το οικονομικό μοντέλο, το οποίο δημιούργησε, επί του οποίου εδράστηκε και το οποίο εξυπηρέτησε. Όσο επώδυνη κι αν είναι, η ανασύνθεσή του πρέπει να είναι ταχύτατη. Δυστυχώς, όλα πρέπει να γίνουν υπό ασφυκτική πίεση. Τα κόμματα θα πρέπει να αυτοπροσδιοριστούν και συγχρόνως να μάθουν να συνεργάζονται. Το ξαναζήσαμε. Όταν το 1981 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές, η μισή τουλάχιστον χώρα έπρεπε να μάθει τι σημαίνει διακυβέρνηση, η άλλη μισή ότι υπάρχει ζωή και εκτός εξουσίας, και ολόκληρη η χώρα πώς λειτουργεί η δημοκρατία και ποια η αξία των θεσμών. Μόνο που τότε ο χρόνος δεν ήταν αγαθό σε σπανιότητα: μπορούσαν να γίνονται σφάλματα, και τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα να απορροφώνται οι κραδασμοί τους.
Αν το εκλογικό αποτέλεσμα το επιτρέψει, δεν θα υπάρχουν δικαιολογίες για να μη συγκροτηθεί κυβέρνηση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν η χώρα τα καταφέρει θα θριαμβεύσουν. Αν καταρρεύσει και εγκαταλείψει το ευρώ, θα σαρωθούν όλοι μηδενός εξαιρουμένου. Α, ναι, υπάρχει κι άλλο επιχείρημα. Πότε ένας πολιτικός θα υπερβεί τη μιζέρια του ίδιου συμφέροντος (προσωπικού ή/και κομματικού), αν όχι σε στιγμές εθνικής κρίσης; Κι αν δεν μπορεί ούτε τότε, γιατί δεν πάει να κάνει καμιά άλλη δουλειά;
Ο Κ. Π. Αναγνωστόπουλος είναι Καθηγητής ΔΠΘ, Πρόεδρος-Γενικός Διευθυντής ΕΙΕΑΔ (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού)