Μεταξύ οικονομικού και πολιτικού ντόμινο

Γιώργος Παγουλάτος 01 Φεβ 2015

Η καταληκτική αναφορά της επινίκιας ομιλίας του Αλ. Τσίπρα στον «ήλιο που ανατέλλει πάνω από την Ελλάδα» δεν ήταν απλώς μια δήλωση αβροφροσύνης προς το παλιό ΠΑΣΟΚ, που συρρέοντας μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε στη νίκη. Ηταν επίσης μια υπόμνηση της φιλοδοξίας του να αποτελέσει το νέο ΠΑΣΟΚ της επόμενης δεκαετίας, τον νέο ηγεμονικό πόλο της Αριστεράς στην Ελλάδα.

Το ιστορικό πολιτικό επίτευγμα του Ανδρέα Παπανδρέου είχε στηριχθεί σε ένα μείγμα αλλαγής και συνέχειας, ακόμα κι αν τα στοιχεία της συνέχειας επενδύονταν με μια ρητορική συνολικής ρήξης. Η μετεξέλιξη της χώρας (προς το καλύτερο και το χειρότερο) και του ίδιου το ΠΑΣΟΚ δεν θα είχε καταστεί δυνατή εάν δεν είχε οικοδομηθεί στο στέρεο κεκτημένο της ασφαλούς συμμετοχής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Χωρίς τις σιδερένιες ράγες της Ευρώπης, το τρένο της αλλαγής θα είχε εκτροχιαστεί.

Ο κ. Τσίπρας έρχεται με μια ρητορική συνολικής ρήξης, σε μια Ευρώπη βαθύτερης ενοποίησης και περιορισμένων βαθμών αυτονομίας σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, με πολύ άγρια και επικίνδυνη την ευρύτερη γειτονιά μας. Η αναμφισβήτητη εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι βέβαια γέννημα μιας διπλής αποτυχίας. Είναι τεράστια ευθύνη της τρόικας, ότι δεν έδωσε δημοσιονομικές ανάσες στις ελληνικές κυβερνήσεις. Είναι μεγαλύτερη η ευθύνη των κυβερνήσεων, ότι έπαιξαν κρυφτούλι με πολλές μεταρρυθμίσεις που είχαν πολιτικό κόστος. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι δημιούργημα του οικονομικού δογματισμού των δανειστών και της ανεπάρκειας των κυβερνώντων. Που, ωστόσο, κάλυψαν πολλή από την προσαρμογή που έπρεπε να πραγματοποιηθεί.

Ερχεται σήμερα η κυβέρνηση Τσίπρα, με την επαγγελία μιας μεγάλης διαπραγμάτευσης για να αμβλύνει τη λιτότητα και να μειώσει το χρέος. Αντιλαμβάνεται, όμως, ακόμη κι αν δεν το λέει, ότι η όποια διαπραγματευτική της δύναμη απορρέει όχι μόνο από τη ζοφερή πραγματικότητα μιας εφιαλτικής ανεργίας, αλλά κυρίως από το κεκτημένο ενός εύρους θετικών μεταρρυθμίσεων και μιας τεράστιας προσαρμογής με την οποία η χώρα μετέτρεψε ένα πρωτογενές έλλειμμα του 10,5% σε πρωτογενές πλεόνασμα, κι ένα θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα σε ισοσκελισμένο ισοζύγιο. Ετσι μόνο θα μπορούσε να διεκδικήσει τη δυνατότητα να πει στους δανειστές  ότι «δεν χρειάζομαι τα χρήματά σας».

Οι εταίροι δεν θέλουν να γονατίσουν την κυβέρνηση Τσίπρα, εκτός των άλλων γιατί αυτό θα πολλαπλασίαζε ένα τοξικό αντιευρωπαϊκό αφήγημα εθνικής θυματοποίησης. Δεν θέλουν ούτε να βάζουν άλλα χρήματα φορολογουμένων τους σε ένα βαρέλι χωρίς πάτο, όπως θα είναι η Ελλάδα εάν αντιστραφεί η πορεία σταθεροποίησης και μεταρρυθμίσεων. Δεν θέλουν επίσης να δουν την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα να καταρρέουν, γιατί η κρίση θα απειλούσε με οικονομικό ντόμινο την υπόλοιπη Ευρωπεριφέρεια, και ο λογαριασμός για την ανοικοδόμηση της Ελλάδας πιθανόν πάλι στην Ευρώπη θα κατέληγε.

Πάνω από όλα, όμως, οι εταίροι δεν θα δεχτούν να φανούν ότι υποκύπτουν σε εκβιασμό. Και δεν θα δέχονταν να χαρίσουν στον Τσίπρα μία νίκη, που θα κατέληγε να ανταμείβει τη στρατηγική της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, δίνοντας ώθηση σε άλλες συναφείς ριζοσπαστικές και εξτρεμιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη. Πίσω από τον Τσίπρα περιμένουν άλλοι, από τους «Ποδέμος» και το Σιν Φέιν μέχρι τον αλλοπρόσαλλο Μπέπε Γκριλο και την ακροδεξιά Λεπέν. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να συσχετιστεί με τους δύο πρώτους, και ο συσχετισμός εγκυμονεί ήδη κινδύνους για τη χώρα.

Η δυνατότητα ενός μεγάλου συμβιβασμού είναι υπαρκτή. Μία τέτοια συμφωνία θα περιλάμβανε σημαντική ελάφρυνση (αλλά όχι «κούρεμα») του χρέους, μείωση του ασφυκτικού στόχου του 4,5% πρωτογενούς πλεονάσματος σε κάτι κοντύτερα στο 2,5%. Δυνατότητα της κυβέρνησης Τσίπρα να εφαρμόσει μεγάλο μέρος του προγράμματος Θεσσαλονίκης, αντισταθμίζοντάς το ίσως με άλλες μεταρρυθμίσεις συμβατές με την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ. Θα απαιτούσε όμως από την Ελλάδα έμπρακτη δέσμευση σε δημοσιονομική πειθαρχία και μεταρρυθμίσεις, με αλλαγές στο υπάρχον μείγμα αλλά κυρίαρχο το στοιχείο της συνέχειας.

Το πρόβλημα σε αυτή τη μεγάλη συμφωνία, που είναι εφικτή, είναι οι τεράστιες εσωτερικές αντιστάσεις στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η συνολική απορριπτικότητα προς θετικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στην προηγούμενη περίοδο, μαξιμαλισμός που στέλνει επιθετικά μηνύματα στους εταίρους.

Αν η κυβέρνηση βρει το θάρρος να προχωρήσει σε έναν έντιμο συμβιβασμό με τους εταίρους, η Ευρώπη θα ισορροπήσει σε μια λεπτή γραμμή. Εάν η διαπραγμάτευση επιτύχει, στο τέλος της διαπραγμάτευσης δεν θα υπάρχει ούτε νικητής ούτε ηττημένος. Αλλά η ελληνική οικονομία θα έχει καταστεί βιώσιμη στο ευρώ. Και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι έτοιμος να διακυβερνήσει σε βάθος χρόνου ως ευρωπαϊκή και ηγεμονική αριστερά. Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει περιθωριοποιήσει ίσως τα νεοκομμουνιστικά του στοιχεία, και η τυχοδιωκτική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ θα είναι πιθανώς παρελθόν. Θα έχει βρει, όμως, άλλους διαρκέστερους και σοβαρότερους εταίρους προς το κέντρο.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ απορρίψει την προσαρμογή και οι κίνδυνοι πραγματοποιηθούν, τότε η ελληνική οικονομία θα καταρρεύσει υπό συνθήκες καταστροφής που θα θυμίζουν Κύπρο στο πολλαπλάσιο. Μαζί θα γκρεμιστεί και το όνειρο ηγεμονίας του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την οργή των μεσοστρωμάτων, τη ζωή των οποίων, μέσα στο ευρώ, υποσχέθηκε να βελτιώσει.