Παρότι η κ. Μέρκελ, πριν από λίγες ημέρες, επαίνεσε με εξαιρετική θέρμη τα «επιτεύγματα» της Ελλάδας και προσέφερε αφειδώς την πολιτική στήριξή της στον κ. Σαμαρά, η συμπεριφορά της τρόικας έναντι της ελληνικής κυβέρνησης κάθε άλλο παρά -όπως ήταν φυσικό- επηρεάστηκε ή διαφοροποιήθηκε, όπως μερικοί υπονοούσαν ή ήλπιζαν. Ετσι παραμένουν οι τριβές (στα όρια της προσωρινής εμπλοκής) για τις «γκρίζες ζώνες» του προϋπολογισμού ή άλλως το «δημοσιονομικό κενό», τους πλειστηριασμούς, τις ομαδικές απολύσεις, τα προαπαιτούμενα για τη δόση του 1 δισ. ευρώ κ.λπ.
Δυστυχώς, τα «καλά λόγια» της κ. Μέρκελ δεν σημαίνουν αλλαγή της «συνταγής» ή του «προγράμματος» για την Ελλάδα, αλλά παρότρυνση για πιστή εφαρμογή τους. Και βεβαίως δεν αλλάζει η στάση της για ελάφρυνση του χρέους, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η γερμανική πλευρά, για μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου. Τα εύσημα του Βερολίνου στον κ. Σαμαρά δεν συνοδεύτηκαν από «χειροπιαστή» πολιτική βοήθεια. Τουλάχιστον προς το παρόν… Υπ? αυτή την έννοια, ορθώς ανησυχεί η κυβέρνηση εν όψει ευρωεκλογών, εσωτερικών αντιδράσεων και μιας εξαιρετικά δύσκολης κατάστασης, που μπορεί μεν η «καταστροφολογία» να είναι υπερβολή, αλλά και το «success story» απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση -εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς- και με οποιαδήποτε «συνταγή» αντιμετώπισης της κρίσης (ακόμα και «καλή»), η «μεταβατική φάση» θα είναι μια δύσκολη περίοδος για τη χώρα και δεν θα έχει μικρή χρονική διάρκεια.
Πάντως η συνολική επανατοποθέτηση του ελληνικού προβλήματος, και από τους εταίρους-δανειστές μας και από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ύστερα από μια τόσο σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή είναι απαραίτητη, όχι μόνο για να αποφευχθεί η πολιτική αστάθεια αλλά και για να μην καταρρεύσει η χώρα. Και είναι κρίμα που ακόμα δεν έχουμε ένα συγκεκριμένο εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, παρά τις μεγαλοστομίες των πολιτικών μας.
Είναι κρίμα που έχουν «ευτελισθεί» οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση και στο φορολογικό σύστημα. Και είναι κρίμα που ένα τμήμα των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών (Υγεία, Παιδεία) εμπνέεται από ένα σκληρό απορρυθμιστικό ιδεολογικό πρόταγμα.
Ετσι οι «μεταρρυθμίσεις» εκπίπτουν σε απολύσεις χωρίς κανένα δημοσιονομικό όφελος και χωρίς καμία λειτουργική-διαρθρωτική βελτίωση ή τομή. Σ? αυτό το ασταθές περιβάλλον έχει συγκροτηθεί ένας αλληλοτροφοδοτούμενος και άγονος δικομματισμός-διπολισμός, κυβέρνηση (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) από τη μια και ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη.
Πρόκειται για διχαστική-σχηματική πολιτική που καθιστά εξαιρετικά ανελαστική την πολιτική σκηνή, σε πολύ πιθανές, μάλιστα, πιο σύνθετες εξελίξεις. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η κλιμακούμενη σ? αυτή την πολιτική βάση «πόλωση» δεν «ανέχεται» σύνθετες ή διαφορετικές τοποθετήσεις, που δεν εντάσσονται στο «καλούπι» του νέου διπολισμού. Λόγου χάρη, η ΔΗΜΑΡ αλλά και η Συμφωνία για τη Νέα Ελλάδα του Λοβέρδου ψηφίζουν θετικά για τα φάρμακα, δεν δέχονται εξεταστική για τον Βενιζέλο, αλλά καταψηφίζουν τον προϋπολογισμό, τη φορολογία για τα ακίνητα, τις μαζικές απολύσεις κ.λπ.
Αυτήν τη στάση το «σύστημα του διπολισμού» δυστυχώς δεν την αντέχει. Ο ΣΥΡΙΖΑ π.χ. διερωτάται γιατί η ΔΗΜΑΡ δεν είναι στην… κυβέρνηση, ενώ η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ «υποψιάζονται» ότι… πήρε τον δρόμο για τον ΣΥΡΙΖΑ! Σε τελευταία ανάλυση, αδυνατούν να βγουν από το «καλούπι» μνημόνιο – αντιμνημόνιο. ?Η από το «φως και το σκότος». ?Η από το «success story» και την «καταστροφολογία». Αυτό όμως βλάπτει τη χώρα και θα το «βρούμε μπροστά μας»…