Μεταρρυθμιστική πολιτική

Χρίστος Αλεξόπουλος 15 Νοε 2015

Η πραγματικότητα μετασχηματίζεται διαρκώς και μαζί με αυτήν και τα δεδομένα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε η λήψη πολιτικών αποφάσεων για το σχεδιασμό του μέλλοντος. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το γεωπολιτικό τους εκτόπισμα. Σημαίνει δε, ότι η σχετικότητα ή η επισφάλεια του παραγόμενου αποτελέσματος από την υλοποίηση των αποφάσεων είναι υπαρκτές παράμετροι και χρειάζεται συνεχής επανεξέταση της λειτουργικότητας των επιπτώσεων της πολιτικής διαχείρισης της πραγματικότητας.

Αυτή η οπτική προσέγγισης της πορείας μιας χώρας και του κοινωνικού της σώματος προϋποθέτει, ότι αναφερόμαστε σε ανοιχτή και όχι σε κλειστή κοινωνία, στην οποία η πολιτική λειτουργία έχει δημοκρατικό χαρακτήρα και η πολιτική διαχείριση της πραγματικότητας δεν βασίζεται σε ιδεοληπτικού τύπου απόλυτες ουτοπίες. Πολύ περισσότερο ακουμπά σε ρεαλιστικές ουτοπίες οραματικών διαστάσεων, οι οποίες υπόκεινται στην συνεχή επανεξέταση της λειτουργικότητας τους.

Και αυτό δεν γίνεται μόνο από τους διαχειριστές της κυβερνητικής εξουσίας, οι οποίοι παίρνουν τις αποφάσεις. Στις ανοιχτές κοινωνίες εκφράζονται και οι πολίτες.

Με άλλα λόγια η διαδρομή μιας ανοιχτής κοινωνίας, ανεξαρτήτως του περιεχομένου των πολιτικών προτάσεων των κομμάτων, είναι αποτέλεσμα της σχέσης μεταρρυθμιστικών βημάτων στο πλαίσιο ενός συνολικού, ολοκληρωμένου σχεδιασμού και της επαλήθευσης των αποτελεσμάτων στην πραγματικότητα, που διαμορφώνουν.

Η επαλήθευση δεν γίνεται μόνο ως προς την επίτευξη των στόχων σε σχέση με τα διάφορα κοινωνικά συστήματα (π.χ. δημόσια διοίκηση, σύστημα υγείας, ασφαλιστικό, οικονομικό). Πρέπει να υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια του συστημικού λειτουργισμού και να εξετάζει τις επιπτώσεις στην καθημερινότητα των πολιτών και στην κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Ειδάλλως η υποστασιοποίηση του συστήματος και η αναγωγή του σε επικυρίαρχη παράμετρο της πραγματικότητας οδηγούν στην διαχείριση των ατόμων ως απλών διεκπεραιωτών συστημικών ρόλων και όχι ως πολιτών, οι οποίοι έχουν ελεύθερη βούληση ως αυτόνομες οντότητες στο πλαίσιο της κοινωνικής τους δραστηριοποίησης. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει, ότι η ατομική ελευθερία οδηγεί στον ατομικισμό και στον ακραίο και χωρίς ηθικό έρεισμα ανταγωνισμό, όπως συμβαίνει στην νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλισμού.

Σε αυτή την περίπτωση δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την σταδιακή κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής και του συστήματος κοινωνικών αξιών, το οποίο προσδίδει καθολικότητα στον προσανατολισμό της δραστηριοποίησης των πολιτών στην κοινωνία.

Ο Immanuel Kant (1724 – 1804) εξέφρασε την προβληματική της λογικής και της πρακτικής διάστασης της ηθικής με την έννοια της κατηγορικής προσταγής (Kategorisches Imperativ). Στο βασικό ερώτημα της καντιανής ηθικής «τι πρέπει να κάνω» η απάντηση είναι, ότι στην πρακτική δραστηριοποίηση το άτομο βλέπει την ανθρωπότητα τόσο στο πρόσωπο του όσο και στον άλλο ως σκοπό και όχι απλά ως μέσο.

Αργότερα ο Karl Popper (1902 – 1994) προσδιόρισε την σύγχρονη εκδοχή με μια παρατήρηση, που έκανε στον πρώην καγκελάριο της Γερμανίας Helmut Schmidt σε συνάντηση τους το 1993 (Helmut Schmidt, «Was ich noch sagen wollte», Munchen, 2015) και αφορούσε στο προοίμιο του γερμανικού συντάγματος. Σύμφωνα με την γνώμη του Popper έπρεπε να γράφει «Ο καθένας έχει μια αποφασιστική ευθύνη για το γεγονός, ότι η ζωή του επιδρά και στη ζωή όλων των άλλων» και όχι «Ο καθένας έχει την ηθική υποχρέωση να συμβάλλει στην ευημερία της ολότητας», που είναι η συνταγματική διατύπωση.

Με την διορθωτική παρατήρηση του Popper τονίζεται η κοινωνική διάσταση της ελευθερίας και όχι η ηθική της εκδοχή, η οποία και μεταφυσικές διαστάσεις μπορεί να πάρει και στερεί από τον πολίτη την δυνατότητα ανάληψης της ευθύνης απέναντι στους συμπολίτες του.

Το θέμα όμως είναι, πως η μεταρρυθμιστική πολιτική μπορεί να διευρύνει τα όρια της και πέρα από την εξυπηρέτηση συστημικών αναγκών, ώστε να διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη και η ευημερία, υλική και πνευματική, όλων των πολιτών. Είναι πολύ εύκολο να εκφυλισθεί η όποια μεταρρυθμιστική στρατηγική σε εργαλείο για την αναπαραγωγή του συστήματος. Αυτό έχει συμβεί σταδιακά στην Σοσιαλδημοκρατία, η οποία γενικά αναζητεί την επανεκκίνηση.

Στην Ελλάδα βέβαια αυτός ο πολιτικός χώρος έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού του με σημείο αναφοράς την θέση του στην πολιτική γεωγραφία του τόπου με βάση την ταυτότητα του, όπως διαμορφώθηκε στο παρελθόν. Με άλλα λόγια γενικολογεί με όρους όπως κεντροαριστερά, μεσαίος χώρος (μεταξύ δεξιάς και αριστεράς).

Πέρα από αυτά, σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διεργασίες παίζουν και οι ατομικές ηγετικές φιλοδοξίες, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του δημόσιου διάλογου.

Κάπου στο περιθώριο αυτής της πολιτικής στασιμότητας είναι και οι πολίτες, οι οποίοι νιώθουν, χωρίς όμως να συνειδητοποιούν τα αίτια, την αδυναμία των διαφόρων πολιτικών σχηματισμών και κινήσεων να ανταποκριθούν στις προκλήσεις. Έτσι καταλήγουν στην απαισιοδοξία και στην αποστασιοποίηση από το πολιτικό γίγνεσθαι, το οποίο είναι ανεπαρκές και αδιέξοδο με τον τρόπο, που πραγματοποιείται και την κατεύθυνση, που έχει.

Οπότε γίνεται εύκολα θύμα αυτών, οι οποίοι ευαγγελίζονται την απόλυτη ουτοπία, που χαρακτηρίζει κλειστές κοινωνίες, συνηθισμένες να βαυκαλίζονται με φαντασιώσεις για το μέλλον. Ακόμη και όταν τα ιστορικά δεδομένα δείχνουν το αδιέξοδο και με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές από την πολιτική κυριαρχία ολοκληρωτικών καθεστώτων με εθνικιστικά ή λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, αποθέτουν παρ’ όλα αυτά τις ελπίδες τους στους σύγχρονους επιγόνους τους.

Η διαχείριση της πραγματικότητας με σημείο αναφοράς την ελεύθερη βούληση με ταυτόχρονη κοινωνική ευθύνη και την σχετικότητα ή επισφάλεια του αποτελέσματος, που παράγει η λήψη πολιτικών αποφάσεων στο πλαίσιο του σχεδιασμού του μέλλοντος, δεν είναι εύκολη ούτε για τους πολίτες ούτε για τους πολιτικούς χώρους και ιδιαίτερα αυτόν, ο οποίος στοχεύει στον μετασχηματισμό της κοινωνίας με μεταρρυθμιστική πολιτική.

Τα αίτια είναι σύνθετα και ακόμη δεν έχουν αντιμετωπισθεί, διότι τα κόμματα κινούνται με κριτήριο την διαχείριση της πολιτικής επικαιρότητας κυρίως, επειδή δεν είναι προς το παρόν σε θέση, να επεξεργαστούν και να προωθήσουν ριζικές αλλαγές σε σχέση με την λειτουργία τους από το ένα μέρος και από το άλλο να προωθήσουν τον αναγκαίο διάλογο με την κοινωνία για τις βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιηθούν, ώστε να αποκτήσει προοπτική. Αυτό έχει πολιτικό κόστος, διότι θα περιλαμβάνει και επώδυνες καταστάσεις σε μη «χαρτογραφημένα νερά» για τους πολίτες.

Όμως στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπία ελεύθερης βούλησης και κοινωνικής ευθύνης, διότι δεν το επιτρέπει το μοντέλο οικονομικής οργάνωσης και το αντίστοιχο σύστημα κοινωνικών αξιών. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η μεταρρυθμιστική παρέμβαση, ώστε με αποφασιστικά βήματα και με χρονικό προσδιορισμό να προβεί στις αναγκαίες αλλαγές, ισορροπώντας λειτουργικά τις αντιθέσεις. Ειδάλλως η κριτική, η οποία ασκείται τώρα στα μεταρρυθμιστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ότι υπηρετούν την αναπαραγωγή του συστήματος, θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σε βάθος χρόνου κάτι τέτοιο θα οδηγήσει την μεταρρυθμιστική πολιτική πρόταση στην αυτοαναίρεση της.

Ένα άλλο πολύ σημαντικό αίτιο είναι, ότι η επικοινωνιακή διαχείριση της πολιτικής γίνεται με όρους κοινωνίας του θεάματος και διαφήμισης. Με αυτό τον τρόπο όμως δεν προωθείται η διαμόρφωση συνθηκών διαλόγου στην κοινωνική βάση, με στόχο την πολιτική ωρίμανση στην κοινωνία της μεταρρυθμιστικής λογικής ως εργαλείου για τον μετασχηματισμό της πραγματικότητας. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται η γενίκευση της κουλτούρας διαλόγου, ο οποίος βασίζεται στον ορθολογισμό. Αυτό βέβαια προς το παρόν δεν γίνεται.

Υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στην ταχύτητα της ροής του χρόνου σε πραγματικό επίπεδο και σε αυτό του πολιτικού διαλόγου, ο οποίος ουσιαστικά διαπερνάται από την λογική της ακινησίας και των ιδεολογημάτων.

Επίσης αποφασιστικής σημασίας αίτιο για την αδυναμία της μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής να υπερβεί την στασιμότητα, στην οποία βρίσκεται και να προσδώσει δυναμική τόσο στη δική της παρουσία όσο και στην κοινωνία, είναι η κυριαρχία της λογικής, ότι η οικονομική αυτάρκεια των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων είναι το κριτήριο για την ύπαρξη τους και όχι η κάλυψη ανθρώπινων αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνεχής μείωση του κοινωνικού κράτους, το οποίο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας.

Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως, ότι αποτελεί μεταρρυθμιστική πολιτική ο κρατισμός και η χρησιμοποίηση του δημοσίου για την αναπαραγωγή του πελατειακού συστήματος με στόχο την άσκηση πολιτικής επιρροής στο εκλογικό σώμα. Κάτι τέτοιο θα ήταν δείγμα βαθύτατης διαφθοράς. Γι’ αυτό στην Ελλάδα είναι δύσκολη η αξιόπιστη παρουσία μεταρρυθμιστικής πολιτικής πρότασης. Στο παρελθόν ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος κινήθηκε με την πελατειακή λογική και καλλιέργησε συστηματικά αυτή την νοοτροπία στην ελληνική κοινωνία.

Ακόμη και τώρα, σε μια περίοδο πολυδιάστατης κρίσης, η κυβέρνηση προσλαμβάνει ή κάνει τοποθετήσεις σε θέσεις ευθύνης με πελατειακά κριτήρια. Ακολουθεί πιστά την πορεία προηγούμενων κυβερνήσεων, παρά τον αυτοπροσδιορισμό της ως αριστερής κυβέρνησης.

Τελικά τίθεται και πρέπει να απαντηθεί, ένα θεμελιακό για την οικοδόμηση της σύγχρονης μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής πρότασης ερώτημα ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολίτη και της ανθρώπινης οντότητας, που επιθυμεί να υπηρετήσει. Εάν στόχος της είναι να αποκαταστήσει την ισορροπία μεταξύ της ελεύθερης βούλησης και της κοινωνικής ευθύνης των πολιτών με κοινωνική δικαιοσύνη και βασικό εργαλείο τον ορθολογισμό, πρέπει να καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση των αιτίων της σημερινής ανισορροπίας.

Είναι δε επιτακτική ανάγκη να επιταχύνει τον βηματισμό της, διότι η ροή του χρόνου έχει μεγάλη ταχύτητα με αποτέλεσμα την ρευστότητα και οι συνθήκες γίνονται όλο΄και πιο δύσκολες, ενώ οι πολίτες αποστασιοποιούνται είτε από την πολιτική είτε από την μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική πρόταση, διότι έχουν πικρή εμπειρία από το παρελθόν και τα αδιέξοδα της σημερινής κρίσης.