Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, που διατρέχει ένας σύγχρονος πολιτικός φορέας ή πολιτική κίνηση, είναι να κινηθεί πάνω σε αρχές και αξίες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα και μάλιστα με πολύ μεγάλη ταχύτητα, διαμορφώνοντας ταυτοχρόνως συνθήκες πολυπλοκότητας. Αυτό είναι περισσότερο πιθανό, όταν η ιδεολογία εκφυλίζεται σε ιδεοληψία και η διεκδίκηση της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας αναγκάζει τους διεκδικητές της σε προσανατολισμό στο παρελθόν, διότι ο απλός πολίτης βασίζεται σε αυτό για να κρίνει πολιτικά, ακόμη και όταν πρόκειται για εξαγγελλόμενες φαντασιώσεις σε σχέση με το μέλλον. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι ο μεμονωμένος πολίτης και πολύ λιγότερες πληροφορίες μπορεί να επεξεργαστεί νοητικά από αυτές, με τις οποίες βομβαρδίζεται και η κατανόηση της πραγματικότητας, που τον περιβάλλει, είναι δύσκολη και ο χρόνος, που έχει στη διάθεση του, δεν επαρκεί. Η καθημερινότητα της ζωής του είναι γεμάτη με πολλούς κοινωνικούς ρόλους, τους οποίους πρέπει να διεκπεραιώσει (εργαζόμενος, σύζυγος, πατέρας ή μητέρα, φίλαθλος, καταναλωτής κ.λ.π.), ώστε ο χρόνος, που απομένει, να είναι ανεπαρκής ακόμη και για την αναγκαία ανάπαυση.
Αυτό το κενό μπορούν να το καλύψουν οι πολιτικοί φορείς περισσότερο και οι πολιτικές κινήσεις λιγότερο (λόγω οικονομικού κόστους), εάν εντάξουν στη δομή τους κατάλληλους τεχνοκρατικούς μηχανισμούς ανάλυσης της πραγματικότητας και σχεδίασης πολιτικής. Τις γνώσεις και πληροφορίες, οι οποίες παράγονται από την λειτουργία των μηχανισμών, πρέπει να είναι σε θέση να τις μεταφέρουν στους πολίτες με συστηματικό διάλογο, ο οποίος βασίζεται στον ορθολογισμό και όχι στη λογική της κοινωνίας του θεάματος, η οποία κατά κύριο λόγο απευθύνεται σε καταναλωτές και έχει χαρακτηριστικά διαφήμισης.
Όσο προχωρούμε προς το μέλλον, θα φθίνουν οι κοινωνίες, οι οποίες δεν λειτουργούν πολιτικά στηριζόμενες στον ορθολογισμό και στην πολυδιάστατη ενημέρωση των πολιτών, διότι οι συνθήκες θα είναι δύσκολες με νέας ποιότητας και εμβέλειας προβλήματα. Ήδη άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή και να προκαλούν ανισορροπίες στις κοινωνίες. Το πιο έντονο από αυτά είναι το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τον φτωχό Νότο προς τον πλούσιο Βορρά. Αυτά τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται, εάν οι πολίτες δεν τα προσεγγίσουν με τη λογική, αλλά επιτρέψουν στο θυμικό να κυριαρχεί στη στάση τους. Σε αυτή την περίπτωση αναπτύσσεται η εσωστρέφεια, ο εθνικισμός και η ξενοφοβία, χωρίς να λύνεται το πρόβλημα.
Γι’ αυτό επείγει οι πολιτικές κινήσεις ή πολιτικοί φορείς, που διέπονται από μεταρρυθμιστική λογική και μάλιστα σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης στην προσπάθεια σχεδίασης της δυναμικής της εξέλιξης της κοινωνίας, να απαντήσουν σε συγκεκριμένα σύνθετα ερωτήματα, ώστε η πολιτική τους πρόταση να έχει προοπτική. Δεν ωφελεί η κοινοποίηση γενικόλογων αρχών και αξιών μόνο, όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται σε πρακτικό επίπεδο με την επεξεργασία οδικού χάρτη επίτευξης στόχων, καθώς και την γνωστοποίηση των προϋποθέσεων, που πρέπει να πληρούνται στα διάφορα κοινωνικά συστήματα και με ποιό κοινωνικό κόστος.
Για παράδειγμα, τι σημαίνει εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος σε μια γηράσκουσα κοινωνία με έντονο πρόβλημα προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και παράλληλη φυγή των Ελλήνων επιστημόνων στο εξωτερικό, η οποία δεν είναι παραγωγική οικονομικά, ενώ έχει υπέρογκο και μη βιώσιμο χρέος; Η απάντηση δεν μπορεί να κινείται στο αξιακό επίπεδο, αλλά στην καθημερινή πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο μέλλον. Ταυτοχρόνως επιβάλλεται να είναι συγκεκριμένη, ώστε να έχει προοπτική κοινωνικής αποδοχής και νομιμοποίησης. Άρα είναι απαραίτητο να ενεργοποιηθούν διαδικασίες διαλόγου στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης (δομές της κοινωνίας πολιτών), ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική αποδοχή.
Αυτό θέτει αυτόματα ένα καθοριστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί επίσης, όσο γίνεται πιο γρήγορα, εάν η όποια μεταρρυθμιστική πολιτική πρόταση στοχεύει σε πρακτικά αποτελέσματα. Ποιό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης κεφαλαίου και εργασίας, πολυπλοκότητας και πλανητικής εμβέλειας προβλημάτων (μαζική μετακίνηση πληθυσμών, ρύπανση περιβάλλοντος κ.λ.π.) μπορεί να είναι λειτουργικό και ποιός ο ρόλος του πολίτη και των δομών της κοινωνίας πολιτών σε σχέση με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διαχείριση της πορείας προς το μέλλον;
Είναι σίγουρο, ότι η πολυπλοκότητα της συνεχώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας δεν είναι διαχειρίσιμη μόνο σε εθνικό επίπεδο. Ούτε και σε ευρωπαϊκό επίσης. Η αλληλεξάρτηση των κοινωνιών είναι πλέον πολύ μεγάλη, ενώ θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο σε βάθος χρόνου. Η χωρίς όρια και κανόνες διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο από το ένα μέρος και τα πλανητικής εμβέλειας προβλήματα από το άλλο διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό μίγμα, το οποίο απειλεί την ασφάλεια τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο. Και αυτό για να ελεγχθεί, πρέπει να δοθούν λειτουργικές απαντήσεις σε δύο καίριας σημασίας ζητήματα.
Πρώτον, πως καλύπτεται το κενό ύπαρξης ενός λειτουργικού συστήματος διακυβέρνησης παγκοσμίων διαστάσεων, με την έννοια ότι θα μπορούν να λαμβάνονται δεσμευτικές αποφάσεις, οι οποίες έχουν ρυθμιστικό χαρακτήρα σε υπερεθνικό επίπεδο, όταν το πολιτικό σύστημα εξαντλεί τα όρια του στο εσωτερικό της χώρας αναφοράς του;
Δεύτερον, κάτω από ποιές προϋποθέσεις οι πολίτες μιας κοινωνίας δύνανται να κατανοήσουν τα νέα δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο, τις επιπτώσεις τους στις τοπικές κοινωνίες και να λειτουργήσουν με αντίστοιχα κριτήρια στο πολιτικό πεδίο στη χώρα τους, ώστε να μην προκαλούνται αναταράξεις σε εθνικό επίπεδο ή ακόμη και σε ευρύτερο λόγω της αλληλεξάρτησης;
Οι απαντήσεις επείγουν, διότι είναι πλέον αδήριτη ανάγκη η πραγματοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα εγγυηθούν μια ομαλή πορεία στο μέλλον.
Εξάλλου τίθεται και θέμα λειτουργικότητας της Δημοκρατίας, όταν οι πολίτες δεν είναι επαρκώς ενημερωμένοι και τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό αδυνατούν ή καθυστερούν να ανταποκριθούν στις κάθε φορά ανάγκες της κοινωνίας στη δυναμική της πορεία προς το μέλλον και να την οδηγήσουν στην επόμενη φάση της ιστορικής της διαδρομής με ασφάλεια και ευημερία. Δεν είναι τυχαία η άνοδος ακροδεξιών κομμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο με αφετηρία το φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών και το πρόσφορο έδαφος, που δημιουργείται από την αδυναμία πρόβλεψης του, σχεδίασης πολιτικής αντιμετώπισης του και προετοιμασίας των κοινωνιών για τις εισροές προσφύγων και μεταναστών, ώστε να μην νιώθουν, ότι απειλούνται. Ήδη 60 εκατ. άνθρωποι έχουν πάρει το δρόμο της προσφυγιάς και αυτός ο αριθμός θα αυξηθεί, διότι δεν αντιμετωπίζονται τα αίτια, που την προκάλεσαν. Θα ήταν τραγικό, εάν το πολιτικό σύστημα αποδειχθεί ανεπαρκές και οι κοινωνίες αποκτήσουν ρατσιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά.
Η όποια μεταρρυθμιστική αναζήτηση αντιμετώπισης των προβλημάτων και των αναγκών της διαρκώς μεταβαλλόμενης πραγματικότητας πρέπει επίσης άμεσα να δώσει απάντηση στην μέχρι τώρα αδυναμία της πολιτικής να είναι αποτελεσματική σε συνθήκες υψηλού βαθμού ρευστότητας και μεγάλης ταχύτητας στη ροή του χρόνου. Με την συνεχή και ταχύτατη παραγωγή νέων δεδομένων εμπλουτίζεται η πραγματικότητα σε υπέρογκο βαθμό με προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να συνυπολογισθούν για τη λήψη ασφαλών πολιτικών αποφάσεων. Απάντηση σε αυτό το υπαρξιακών διαστάσεων πρόβλημα για τις σύγχρονες κοινωνίες δεν έχει δοθεί ακόμη από το πολιτικό σύστημα.
Τα νέα δεδομένα όμως περιπλέκουν την πραγματικότητα σε πολλούς τομείς και δεν περιμένουν την αντίδραση των κομμάτων και των πολιτικών κινήσεων. Από τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις μέχρι την επιστήμη και τις τεχνολογικές της εφαρμογές καθώς και την κλιματική αλλαγή, όλες αυτές οι παράμετροι οριοθετούν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις και την κατεύθυνση τους, ενώ το πολιτικό σύστημα απλά ακολουθεί προσπαθώντας να περισώσει, ό,τι μπορεί. Το παρουσιάζει δε ως μεγάλο κατόρθωμα.
Ιδιαιτέρως σε περιφερειακές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα έχει ακόμη την εντύπωση, ότι η διαμόρφωση πολιτικής πρότασης είναι αποτέλεσμα δραστηριοποίησης παρεών, οι οποίες έχουν κοινωνικές ευαισθησίες.
Δυστυχώς με τέτοιες αυταπάτες δεν προδιαγράφονται θετικές εξελίξεις και οι όποιες προσπάθειες για μια επιτυχημένη πορεία δεν θα επαληθευθούν. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό και κυρίως η αδυναμία μιάς «παρέας» να λειτουργήσει ως τεχνοκρατικός μηχανισμος παραγωγής πολιτικής στη σύγχρονη πολύπλοκη πραγματικότητα σε εθνικό, ευρωπαϊκό και πλανητικό επιπεδο. Η πολιτική δεν είναι συρραφή ιδεοληπτικών ιδεών. Ούτε βέβαια και αποτέλεσμα της συγκόλλησης μικρών κομμάτων, που βρίσκονται σε παρακμή και πολιτικών κινήσεων.
Η εξέλιξη στην τεχνολογία, για παράδειγμα, είναι πολύ σημαντική και ιδιαιτέρως στην ψηφιακή ανοίγει νέους ορίζοντες στον άνθρωπο. Το θέμα όμως είναι, στην υπηρεσία ποιών λειτουργιών και προτεραιοτήτων θα τεθεί, διότι η προσέγγιση της πραγματικότητας στον τομέα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας με την μεσολάβηση της εικόνας μπορεί να καταστήσει τον πολίτη ευάλωτο στη χειραγώγηση. Αυτό είναι εύκολο, διότι η εικόνα σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από την οπτική του κατασκευαστή της, ο οποίος κατευθύνει και τον τηλεοπτικό φακό, ο οποίος αποτυπώνει αποσπασματικά και χωρίς ανάλυση την πραγματικότητα. Μόνο μερικές διαστάσεις της χωρούν στην εικόνα. Δημιουργούνται όμως ψευδαισθήσεις, οι οποίες διαμορφώνουν κλίμα και δρομολογούν κοινωνικές στάσεις.
Εάν η πολιτική επικοινωνία βασισθεί σε αυτή τη λογική, τότε η χειραγώγηση είναι δεδομένη. Με πολίτες αυτής της ποιότητας όμως δεν μπορεί η κοινωνία να κερδίσει το στοίχημα του μέλλοντος. Αυτό, που γίνεται τώρα με τις τηλεοπτικές πολιτικές διαφημίσεις, χειραγωγεί με τις φαντασιώσεις, που καλλιεργεί. Δεν συμβάλλει στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας με βάση τον ορθολογισμό και την συνειδητοποίηση της ευθύνης όλων, ακόμη και των απλών πολιτών, για την καλή ή κακή πορεία του τόπου. Βασίζεται μόνο στην εντύπωση, την οποία προκαλεί η εικόνα. Ο λόγος, με την έννοια της κριτικής προσέγγισης και σε βάθος ανάλυσης του κοινωνικού και οικονομικού γίγνεσθαι, είναι απών.
Η μεταρρυθμιστική πολιτική οπτική πρέπει να επιλέξει, εάν θέλει πολίτες υποκείμενα ή προσομειώσειςπολιτών, οι οποίοι θα λειτουργούν ως εκτελεστικά όργανα. Από την επιλογή εξαρτάται και το μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας πολιτών και ο ρόλος της στην δύσκολη πορεία προς το μέλλον σε συνθήκες ρευστότητας και ταχύτατης ροής του χρόνου.
Από τις απαντήσεις, που θα δοθούν σε σχέση με τα σύγχρονα δεδομένα της διαρκώς μεταβαλλόμενης πολύπλοκης πραγματικότητας θα εξαρτηθεί, εάν η ιδεολογική ταυτότητα μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής κίνησης ανταποκρίνεται στις παραμέτρους, οι οποίες οριοθετούν την πραγματικότητα ή κινείται στο επίπεδο της ιδεοληψίας. Αυτό ακόμη δεν έχει απαντηθεί γενικότερα στο χώρο της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση, προς το παρόν, να επεξεργαστεί μια σύγχρονη πολιτική πρόταση.