Η υπόθεση των μεταρρυθμίσεων, κεντρικό θέμα των πολιτικών εξελίξεων για τους επόμενους μήνες, έχει ένα μάλλον σαφές περιεχόμενο από το στρατόπεδο των δανειστών: η οικονομία σας έχει διαρθρωτικά προβλήματα και χωρίς τη ριζική τους αντιμετώπιση δεν μπορείτε να ανταποκριθείτε στις δανειακές σας υποχρεώσεις ούτε στους όρους της βιωσιμότητας που θέτει ως προϋποθέσεις η ζώνη του ευρώ. Εμείς έχουμε μια συνταγή επ αυτού, που μαζί με τη δημοσιονομική πειθαρχία, συνήθως αποδίδει, λένε. Αρκεί να το θέλει και η άλλη πλευρά. Η οποία πλευρά (αν μιλάμε για την Ελλάδα) κατ επίφασιν και μόνον ήταν διατεθειμένη να δεχθεί μεταρρυθμίσεις π.χ στο κράτος (συγχώνευση φορέων, αξιολογήσεις, μείωση του προσωπικού κτλ.) εξ ου και η σχετική αποτυχία του μνημονίου (εδώ είναι το μισογεμάτο ή μισοάδειο ποτήρι).
Στην αντιπολίτευση προ των εκλογών, με τον όρο μεταρρυθμίσεις εννοούσαν άλλα πράγματα. Εννοούσαν κυρίως κατεδάφιση των μνημονιακών πολιτικών και επαναφορά του παλιού καθεστώτος που κατά τεκμήριο ήταν πιο φιλολαϊκό αφού δεν είχε υποστεί την νεοφιλελεύθερη προσαρμογή η οποία σιγά σιγά κυριαρχεί ως δόγμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι ως κακομαθημένα παιδιά δεν πήραμε όλα αυτά τα χρόνια την κανονική δόση Ευρωπαϊκότητας, λειτούργησε και ως ευεργετική άμυνα για τις μέχρι τότε «κατακτήσεις».
Το επιβεβαίωσε ήδη ο νέος υπουργός παιδείας αναφερόμενος στο πανεπιστήμιο, πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι των διορισμών της νέας κυβέρνησης. Θα το επαναφέρουμε είπε εκεί που το οδηγήσαμε από το 1982 και μετά, αναφερόμενος προφανώς στους αγώνες ενός ορισμένου συνδικαλιστικού κινήματος φοιτητών τε και διδασκόντων, αποκορύφωμα των οποίων υπήρξε η παρεμπόδιση των εκλογών για τα νέα Συμβούλια στα ΑΕΙ από φοιτητικές συμμορίες και ο χαρακτηρισμός από την παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ως τεχνοφασισμού. Αντίστοιχα ακούσαμε για την αριστεία και την αξιολόγηση, προϊόντα κι αυτά ενός συστήματος ταξικών διακρίσεων και τέλος αλλ όχι τελευταίο είδαμε την επίθεση του υπουργού και του νέου γενικού γραμματέα (ενός Μπαλτά και ενός Χασάπη όπως εύστοχα ειπώθηκε) εναντίον των χιτλερικής εμπνεύσεως πρότυπων και πειραματικών σχολείων. Το προοίμιο των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων στα ΑΕΙ, ουδόλως βέβαια περιελάμβανε τον ανασχεδιασμό των υπαρχουσών πανεπιστημιακών μονάδων, τη χωρική τους ανακατανομή και την συνένωση, κάτι που ατελώς επιχείρησε το πρόγραμμα ΑΘΗΝΑ και θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην προϊούσα υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών στην οποία οδηγήθηκε η ανώτατη εκπαίδευση δια της διασποράς των ιδρυμάτων σε κάθε νομαρχιακή πρωτεύουσα, προϊόν κι αυτή ενός άλλου λαϊκισμού για την δήθεν τόνωση της ελληνικής περιφέρειας.
Κατά την ίδια έννοια η αναφορά και μόνον στα ιδιωτικά πανεπιστήμια προκαλεί ιερή αγανάκτηση, η οποία, όταν δεν είναι προσχηματική, δείχνει τη βαθιά προσκόλληση της συντηρητικής αριστεράς σε στερεότυπα που διατρέχουν διαταξικά και διακομματικά το κοινωνικό σώμα, και κανένας νεωτερισμός δεν έχει τα φόντα να αμφισβητήσει. Όπως όμως γράφει στο βιβλίο του «Πέρα από το άρθρο 16» ο Ν.Αλιβιζάτος, «για 150 ολόκληρα χρόνια, δηλαδή από την απελευθέρωση και μετά, το Ελληνικό κράτος ουδέποτε προσπάθησε να επιβάλει το μονοπώλιό του στην εκπαίδευση. Έτσι δημιουργήθηκαν το ιδιωτικά πανεπιστήμια όπως π.χ. η Πάντειος, και οι Βιομηχανικές Σχολές Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Κατά τραγική για τα πολιτικά μας ήθη ειρωνεία, το καθεστώς που επέβαλε τον πλήρη κρατισμό και μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε ΝΠΔΔ ήταν αυτό της χούντας των συνταγματαρχών. Τα επιχειρήματα δεν απείχαν πολύ από τα σημερινά : η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων θα οδηγούσε στην υποβάθμιση και ο πληθωρισμός των ιδρυμάτων θα δημιουργούσε κατά τον δικτάτορα Παπαδόπουλο ένα νέο «επιστημονικό προλεταριάτο».
Πάντως με τον τρόπο αυτό, και ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε για το πανεπιστήμιο, όλοι καταλάβαμε τι εννοεί ο κ. Τσίπρας όταν υποσχέθηκε «σαρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Το επόμενο κεφάλαιο στην εξαγγελθείσα πορεία προς το λαό θα είναι ασφαλώς η ενέργεια. Η τοποθέτηση του κ. Λαφαζάνη στο αντίστοιχο πόστο και οι πρώτες κινήσεις, προδιαθέτουν για εξίσου σαρωτικές ανατροπές με πρώτη και καλύτερη την αναίρεση της διαδικασίας που είναι σε εξέλιξη για την ιδιωτικοποίηση της μικρής ΔΕΗ και του ΑΔΜΗΕ. Να θυμίσουμε βέβαια ότι αυτό που αποκαλούμε «απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας» αποτελεί δομική επιλογή της πολιτικής της ΕΕ. Στα καθ ημάς πρω?τη προσπα?θεια προσαρμογής ε?γινε με τον ν.2773/1999 με τον οποι?ο διαχωρι?στηκε το ανταγωνιστικο? σκε?λος της αγορα?ς (παραγωγη? και προμη?θεια ηλεκτρικη?ς ενε?ργειας) απο? το μονοπωλιακο? σκε?λος (μεταφορα? και διανομη?). Στη συνέχεια, δημιουργήθηκε αυτό που ονομάζουμε “υποχρεωτική χονδρεμπορική αγορά” (mandatory pool) με ρυθμίσεις τόσο για τους ανεξάρτητους πλέον παραγωγούς – αφού ήδη η ΔΕΗ είχε χάσει το μονοπώλιο – όσο και για τους «επιλέγοντες» πελάτες. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν σημαντικές ρυθμίσεις όπως ο μηχανισμός μεταβλητού κόστους παραγωγής, η αγορά επικουρικών υπηρεσιών, η δημιουργία των ΑΔΜΗΕ και ΛΑΓΗΕ που αποσπάσθηκαν από τους κλάδους μεταφοράς και λειτουργίας της παλαιάς ΔΕΗ αντίστοιχα, ο ρυθμιστικός κώδικας για το νησιωτικό χώρο κ.α. Με άλλα λόγια, το νέο καθεστώς, μίγμα ιδιωτικών και κρατικών χαρτοφυλακίων, έχει ήδη μια πορεία 15 χρόνων, με τις ιδιωτικές επενδύσεις σε φυσικό αέριο συνδυασμένου κύκλου, αιολικά και φωτοβολταϊκά να έχουν φτάσει τα 4000MW ( κοντά στο ? της συνολικής ηλεκτροπαραγωγής) και με μια τάση απογείωσης των ΑΠΕ που δυστυχώς ανέκοψε άγαρμπα η επελθούσα κρίση.
Αυτήν την κατάσταση καλείται τώρα από τους «Φωτόπουλους» να ανατρέψει το νέο καθεστώς αφού ήδη προετοίμασε το έδαφος για την επάνοδο στον φτηνό εθνικό λιγνίτη και φυσικά στα πετρέλαια του κ. Μανιάτη. Προεκλογικά, οι Οικολόγοι Πράσινοι (ότι τέλος πάντων είχε απομείνει απ αυτούς) είχαν ξεσπαθώσει εναντίον του κ. Τσίπρα κατηγορώντας τον γιατί στις διάφορες εμφανίσεις του «έδειξε πως είτε αγνοεί είτε αδιαφορεί για τις σύγχρονες προκλήσεις … και πως με τις αναφορές του στην ΟΥΛΕΝ και την ΠΑΟΥΕΡ μας γύριζε ολοταχώς στον προηγούμενο αιώνα». Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδισε στη συνέχεια να ενταχθούν στο ΣΥΡΙΖΑ με αντάλλαγμα μια καρέκλα στις παρυφές του υπουργικού συμβουλίου. Σημείωναν μάλιστα τότε με νόημα ότι σε μια συγκεκριμένη ομιλία – επίσκεψη στον ΑΔΜΗΕ, σε ένα κείμενο 4100 λέξεων για τον τομέα του ηλεκτρισμού, δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στη ρύπναση, την κλιματική αλλαγή, την εξοικονόμηση ενέργειας, τις ΑΠΕ, τα έξυπνα δίκτυα, τις συνεταιριστικές επιχειρήσεις, την έρευνα και την καινοτομία. Σε όλο δηλαδή αυτό το οικοδόμημα που αποτελεί τη νέα τεχνολογική και οικονομική επανάσταση στον ενεργειακό τομέα και στον οποίο η Ευρώπη είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο εδώ και μια 25ετία. Αυτό που προτίθεται τώρα να κατεδαφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι βέβαια ένα κατάπτυστο προϊόν του Μνημονίου, αλλά τον ίδιο τον δυτικό τεχνολογικό μετασχηματισμό ελέω μιας προεκλογικής υπόσχεσης που έδωσε σε αλλότρια συμφέροντα και ιδιοτελείς συντεχνίες. Εκτός κι αν το μοντέλο που απαιτούν οι συνιστώσες είναι η επιστροφή στον σοβιετικό συγκεντρωτισμό.
Είναι προφανές ότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν στον τομέα της ενέργειας – καθώς κι εκείνες που πρόκειται να γίνουν, δεν έχουν να κάνουν κυρίως με τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά με την αλλαγή του παραδείγματος: από τις βαριές και ρυπογόνες κατασκευές στα ευέλικτα συστήματα. Από την υπερσυγκέντρωση στη διανεμημένη παραγωγή. Από το κρατικό μονοπώλιο ενός ξεπερασμένου προϊόντος στην παροχή ενεργειακών υπηρεσιών. Βέβαια, οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων έχουν σήμερα έναν ευρύτερο ορίζοντα και γι αυτό αποτέλεσαν ανέκαθεν σημείο τριβής μεταξύ των αντιπάλων και των υπερασπιστών ενός αναπόφευκτου εσχυγχρονισμού . Οι μεν υποστήριζαν (και υποστηρίζουν) την διατήρηση των οργανισμών κοινής ωφέλειας στην κυριότητα του κράτους, οι δε ήθελαν (και θέλουν) να τις εκθέσουν στη δοκιμασία της (μικτής) αγοράς. Η δεδομένη σε πολλές περιπτώσεις αδυναμία του κράτους να διαχειριστεί με αποτελεσματικό τρόπο την παραγωγή, υποβαθμίζεται από την συντηρητική αριστερά είτε εν ονόματι μιας ασαφούς αντίληψης για το δημόσιο συμφέρον είτε με την επιστράτευση του αμφιλεγόμενου όρου «τομείς στρατηγικής σημασίας». Γιατί όμως ο ηλεκτρισμός είναι αγαθό στρατηγικής σημασίας; Κάποτε ο Λένιν έλεγε πως μαζί με τα Σοβιέτ είναι τα δυο εργαλεία για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Σήμερα που ελάχιστοι πια συνδέουν την επανάσταση με τα φουγάρα, το μόνο που ξέρουμε είναι ότι οι λεγόμενες ενεργειακές ανάγκες έχουν δεκάδες διαφορετικούς τρόπους για να καλυφθούν και ότι πολλοί συμπολίτες μας θα προτιμούσαν να αποκτήσουν ενεργειακή αυτονομία και να αποσυνδεθούν από τον κρατικό ηλεκτρισμό.
Ας έρθω σ’ένα τρίτο σημείο. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι η διοικητική μεταρρύθμιση και το λιγότερο κράτος απουσιάζουν πλήρως από την ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ. Φαντάζομαι βέβαια πως οι σήμερα κυβερνώντες έχουν συνείδηση της παθογένειας, αλλά για λόγους ψυχολογικής ισορροπίας αρνούνται να πάνε το συλλογισμό τους πιο μακριά. Οι αιτιάσεις στις οποίες συνήθως αναφέρονται όταν αναφέρονται στην αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα συνδέονται μόνο με τη γενική αδυναμία των κυβερνώντων, την απουσία πολιτικής βούλησης και την έλλειψη κινήτρων. Αρνούνται να δουν τις «δομικές» πλέον συμπεριφορές που είναι ψυχρά αδιάφορες απέναντι στον κάθε υπουργικό βολονταρισμό . Αρνούνται ας πούμε να δουν ότι το βασικό σώμα του δημοσίου που έχει την αρμοδιότητα του σχεδιασμού και της εκτέλεσης, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την διαπλοκή του και τις στενές πλέον συγγένειες με ομάδες συντεχνιακών ή επαγγελματικών συμφερόντων. Η διάβρωση αυτή της δημόσιας διοίκησης – αποτέλεσμα σχέσεων που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια δεκαετιών – είναι εξάλλου αυτή που υποχρεώνει τις εκάστοτε ηγεσίες (υπουργούς, γενικούς γραμματείς κτλ.) σε επιστράτευση προσωπικών συμβούλων, ων ουκ έστι αριθμός, που καλούνται να υποκαταστήσουν τις αναξιόπιστες ή αναποτελεσματικές κρατικές δομές, πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας ή «μαθαίνοντας στου κασίδη το κεφάλι». Η πυκνή εναλλαγή των επιστρατευμένων αυτών εφεδρειών (με κάθε νέο κυβερνητικό σχήμα ή με κάθε ανασχηματισμό) δεν επιτρέπει ούτε σ’αυτές την απόκτηση μιας σχετικής τεχνογνωσίας. Το αποτέλεσμα προφανώς – και καθότι η μέση θητεία των γενικών γραμματέων, υπουργών και υφυπουργών δεν ξεπερνά την διετία – είναι η πλήρης επικράτηση του status quo όσων βολεύονται από τη διαιώνιση μιας αντιπαραγωγικής αλλά λειτουργικής γραφειοκρατίας η οποία απλώς αναπαράγει τον εαυτό της.
Από την άλλη μεριά, η πολλαπλότητα και η αντιπαλότητα των συμφερότων που διαπλέκονται με την εν λόγω κρατική γραφειοκρατία είναι τέτοια, που όσο βρίσκονται σε κατάσταση ισορροπίας από την νομή της «πίττας» συμπλέουν με τις δυνάμεις εξουσίας (οι οποίες συχνά διεκδικούν και λαμβάνουν μερίδιο). Όταν η κατάσταση τείνει να απομακρυνθεί, έστω και λίγο, προς ασταθέστερες δομές, όπως συνέβη με αφορμή το μνημόνιο, τότε η εμφανής απειλή επιστρατεύει ακόμα και αντίπαλες ομάδες σε κοινό μέτωπο εναντίον των «κατακτήσεων». Οι απόπειρες μεταρρυθμίσεων τύπου Μανιτάκη, βεβαίως δεν φέρνουν αποτέλεσμα βαφτίζοντας το κρέας ψάρι, διότι το πρόβλημα δεν είναι ούτε ο αριθμός των υπαλλήλων – αυτό θα ήταν το παράγωγο μιας αξιολόγησης – ούτε η γεωγραφική τους κατανομή. Το πρόβλημα είναι οι ίδιες οι δομές. Τις οποίες όποιος άφρων θελήσει να τις μετασχηματίσει, θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με τις συντεχνίες, αλλά και με παράγοντες εκ των έσω (π.χ. από το ίδιο του το κόμμα) και βεβαίως με την αριστερά των αυτόματων αντανακλαστικών. Η προάσπιση των συμφερόντων των αυτών των εργαζομένων (στην πραγματικότητα των πιο παρασιτικών τμημάτων της κοινωνίας) είναι υπεράνω κάθε άλλης αξίας, ακόμη και αυτής της εθνικής επιβίωσης. Άλλωστε δεν ευθύνονται αυτοί για την κρίση. Να πληρώσουν αυτοί που τους προσέλαβαν…
Η διοικητική μεταρρύθμιση είναι το θύμα της πλατείας.
Τα παραπάνω είναι ενδεικτικά αλλά και εύγλωτα. Το ερώτημα είναι πως μπορούν να συνυπάρξουν αυτές οι αντιλήψεις, προϊόν ενός δημαγωγικού λαϊκισμού και μιας διαστρεβλωμένης (και ούτω ή άλλως αδέξιας ) ερμηνείας του Κέυνς για το κράτος, με αυτά που θέλει η Τρόικα και οι κυβερνήσεις της Ευρώπης, μ’αυτά που θέλουν οι αγορές και οι αναπόφευκτες τράπεζες. Πως μπορούν επίσης να συνυπάρξουν με τις ιδεολογικές πλατφόρμες κεντρο-φιλελελεύθερων κομμάτων, όπως για παράδειγμα το Ποτάμι, αν ποτέ συναντηθούν σε μια συγκυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Βαφτίζοντας το κρέας ψάρι; Κάνοντας διαρκώς κολοτούμπες; Τρελαίνοντας τον Μαρξ;
Επείγουσα έκκληση : το Ποτάμι, οι Ματαρρυθμιστές του Λυκούδη και η Μεταρρύθμιση που με φιλοξενεί, να ξεκινήσουν άμεσα μια επιχείρηση αποσαφήνισης των εννοιών, ώστε να μην παρουσιάζεται ως μεταρρύθμιση η εκποίηση της αλεξίσφαιρης BMW.