Το κείμενο που ακολουθεί είναι η ομιλία στο Συνέδριο του e-kyklos: Η Ελλάδα μετά, στο τραπέζι διαλόγου με θέμα «Το Μεταρρυθμιστικό Πρόταγμα: Πολιτικές και Κοινωνικές προϋποθέσεις»
1. Θα ξεκινήσω με μια μικρή επιφύλαξη και συνάμα παρατήρηση.
Ο τίτλος του τραπεζιού μας είναι «Το Μεταρρυθμιστικό πρόταγμα / πολιτικές και κοινωνικές προϋποθέσεις». Πιστεύω πως ο όρος μεταρρύθμιση για να χρησιμοποιηθεί ως προσδιοριστικός ταυτότητας και στρατηγικής πρέπει πρώτα να… αναγομωθεί.
Ο όρος, βλέπετε, έχει δυσφημισθεί πολλαπλώς εν Ελλάδι. Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο όσοι εμφανίζονταν ως μεταρρυθμιστές-ρεφορμιστές θεωρούνταν συμβιβασμένοι αν όχι… ξεπουλημένοι. Τόσο από τους οπαδούς της πούρας επανάστασης όσο και από τους πιστούς της λαϊκίστικης ανυπομονησίας του «εδώ και τώρα».
Επιπρόσθετα, τα μνημονιακά χρόνια ο όρος υπέστη άλλου τύπου δυσφήμηση, καθώς ταυτίσθηκε με τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, μεταξύ των οποίων και οι περικοπές εισοδημάτων. Υποψιάζομαι πως και κάποιοι οργανισμοί που μας βγάζουν πρωταθλητές μεταρρυθμίσεων –ελέω συσχετισμών- αυτή την ταύτιση έχουν στο μυαλό τους, αφού περικοπές –πολλές απ’ αυτές αναγκαίες, βέβαια- έχουμε δει ουκ ολίγες όχι, όμως, και πάρα πολλές μεταρρυθμίσεις.
Γι αυτό αναφέρθηκα στην ανάγκη «αναγόμωσης» του όρου απ’ όσους θέλουν να αυτοπροσδιορισθούν μέσω αυτού. Πρέπει, επιτέλους, να γίνει κατανοητό πως οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν το μοναδικό δημοκρατικό μέσο για να αλλάξουμε την κοινωνία και τη ζωή μας, να ικανοποιηθούν εύλογες κοινωνικές προσδοκίες, να ανακτηθεί η ελπίδα για το μέλλον. Παράλληλα, όμως, οι μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να προωθούνται με προβληματικές διαδικασίες αλλά με σοβαρό σχεδιασμό, ανοικτή διαβούλευση και τελικά συναίνεση, όπου το γενικό συμφέρον θα υπερτερεί έναντι ειδικών ή/και οργανωμένων συμφερόντων, τα οποία ενδεχομένως θίγονται.
2. Μεταρρυθμιστικό το πρόταγμα λοιπόν. Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ αναλυτικά και λεπτομερειακά, αφού προς τούτο έπονται πολλά τραπέζια και ομιλητές αρμοδιότεροι εμού.
Μια κουβέντα μόνο όσον αφορά τη γενική κατεύθυνση. Ο Λεωνίδας Κύρκος (καθείς και οι αγάπες του βλέπετε), επί ΕΑΡ (όταν οι λάτρεις του σφυροδρέπανου, που σήμερα μας κυβερνούν μαζί με άλλους, είχαν αποχωρήσει), συμπύκνωνε τις οικονομικές του προτάσεις με το σύνθημα «να βάλουμε την Ελλάδα να δουλέψει».
Νομίζω αυτό το σύνθημα μπορεί να τιτλοδοτήσει και το αναγκαίο σήμερα μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, ελαφρώς παραφρασμένο: «Να κάνουμε την Ελλάδα να δουλέψει».
Κι αυτό σημαίνει:
– πως το πρόβλημα είναι ενδογενές και όχι εξωγενές, όπως υπονοούν όσοι εμφάνισαν τους ευρωπαίους εταίρους ως δυνάστες και μετέτρεψαν το χρέος σε Άγιο Δισκοπότηρο μιας αδιέξοδης πολιτικής.
– πως η λύση δε θα έρθει από τον δανεισμό και την άκρατη κατανάλωση αλλά από την παραγωγή, δεν θα έρθει από τη συρρίκνωση ή το σύρσιμο και τη στασιμότητα αλλά από την ανάπτυξη.
– πως για να δουλέψει η Ελλάδα πρέπει να φύγουν από τη μέση όλα τα εμπόδια, άρα να προχωρήσουμε σε αλλαγές και μεταρρυθμίσεις παντού.
Που και ποιες; Όσο κι αν δεν αρέσει η διαπίστωση σε κάποιους, περιγράφουν αρκετές τα μνημόνια, ανεξαρτήτως αν πολλές απ’ αυτές περιμένουν την υλοποίησή τους, άλλες δε έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα ως συλλογικές ή ατομικές προτάσεις. Θα τις ακούσουμε στη συνέχεια του Συνεδρίου φαντάζομαι, οπότε σταματώ εδώ.
3. Μπορεί το Συνέδριο να τιτλοφορείται «Η Ελλάδα Μετά» αλλά ένα μέρος από τις πολιτικές προϋποθέσεις του μεταρρυθμιστικού προτάγματος αφορά το πριν και την κριτική επανεκτίμησή του.
Αυτό αποτελεί sine qua non όρο ώστε να αντιμετωπισθεί η… «αγανακτισμένη» κατασκευή των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για τα 40 –δήθεν- καταστροφικά χρόνια της μεταπολίτευσης. Άλλωστε, μη ξεχνάμε πως το μοναδικό –έστω και αποδυναμωμένο- επιχείρημα, που κυκλοφορούν, πλέον, οι κυβερνώντες είναι το: «γιατί οι άλλοι ήταν καλύτεροι;».
Προφανώς και η απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι θετική. Επίσης, προφανώς τα μεταπολιτευτικά χρόνια αξίζουν υπεράσπισης, αφού αποτελούν την περίοδο της ελληνικής ιστορίας με την καλύτερη δημοκρατία και τη μεγαλύτερη ευημερία.
Όμως, αν επιδιώκεται μια ουσιαστική και βαθύτερη μετατόπιση συσχετισμών, μια ριζική αλλαγή του «κοινού νου», ώστε να στηριχθεί το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, αυτά δεν αρκούν.
Είναι ανάγκη να συνοδεύονται από μια αναστοχαστική προσέγγιση αυτών των χρόνων και όσον αφορά τις γκρίζες ή/και τις σκοτεινές περιόδους και στιγμές τους. Ο λαϊκισμός, η αδιαφορία για τα οικονομικά μεγέθη και τη σταθερότητα, ο υπερδανεισμός, το χρέος, η αντιμετώπιση της Ε.Ε. σαν αγελάδας για άρμεγμα, ο πελατειασμός κ.ο.κ. δεν είναι γεννήματα των χρόνων της κρίσης. Υπήρχαν σε διαφορετική… δοσολογία και πριν, συνέβαλαν στην… κυοφορία της και αφορούσαν και τις δύο πολιτικές παρατάξεις που κυβέρνησαν. Με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό βαθμό, βέβαια, και τους σημερινούς κυβερνώντες.
Ψύχραιμη και ακριβοδίκαιη κριτική επανεκτίμηση, πέρα από εύκολα και «μονόχρωμα» σχήματα, χρειάζεται και για την είσοδο στη φάση της μεγάλης κρίσης των τελευταίων χρόνων και, βεβαίως, για τη διαχείρισή της ως το 15.
Εν ολίγοις, βασική πολιτική προϋπόθεση του μεταρρυθμιστικού προτάγματος είναι η αντιπαράταξη στα όσα ψεκασμένα κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια, ενός άλλου πειστικού αφηγήματος για την πορεία του τόπου, το οποίο θα υπερβαίνει τις μερικές και παραταξιακές ερμηνείες και θα δίνει μια «κόκκινη κλωστή» κατανόησης των εξελίξεων από τους πολίτες, παρέχοντάς τους έτσι και τις αναγκαίες εγγυήσεις για διαφορετική πορεία στο μέλλον.
4. Πριν δούμε το μέρος των πολιτικών προϋποθέσεων που αφορά το μετά, ας κάνουμε μια στάση στο ζήτημα του πολιτικού υποκειμένου του μεταρρυθμιστικού προτάγματος, όσον αφορά τον προοδευτικό χώρο, καθώς πρόταγμα χωρίς υποκείμενο που το στηρίζει και το προωθεί είναι σαν… «Άγγελος χωρίς φτερά».
Μπορούν να υποστηριχθούν όσα προανέφερα για την αναγκαία κριτική επανεκτίμηση του παρελθόντος με βάση τη σημερινή πραγματικότητα του χώρου; Η απάντηση είναι αρνητική, αφού η προσπάθεια επανασυσπείρωσης, κατά βάση, στοχεύει στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, να αναρριπίσει μνήμες και συναισθήματα για το… ευκλεές παρελθόν. Σε μια ακόμα χειρότερη εκδοχή, δε, επιδιώκεται φλερτ μεταξύ αυτών που θεωρούν το παρελθόν λευκό, άσπιλο και αμόλυντο και εκείνων που το καταγγέλλουν σαν κατάμαυρο! Θέατρο παραλόγου! Με τους ρόλους μοιρασμένους από τον… σκηνοθέτη.
Άρα τι; Καθώς είμαστε την επομένη των γαλλικών βουλευτικών εκλογών να υπενθυμίσω πως πολλοί είναι αυτοί που ενθουσιάστηκαν με το παράδειγμα Μακρόν κι αυτό φυσικά θα ενισχύθηκε από τον χθεσινό θρίαμβο. Εντόπιζαν και κάποιες αναλογίες με την ελληνική περίπτωση με αφορμή την προηγηθείσα καταρράκωση και του δικού μας πολιτικού συστήματος (οι οποίες δεν υπήρχαν, για παράδειγμα, με τη Μεγ. Βρετανία, όπου ο δικομματισμός, έδειξε, προς το παρόν, σταθερός). Εύχονταν έτσι την… εισαγωγή του φαινομένου Μακρόν στην Ελλάδα.
Μακάρι! Όμως πέρα από τις διαφορές των δύο πολιτικών συστημάτων διαπιστώνεται ένα κρίσιμο κενό για αυτή την… εισαγωγή. Υπάρχει κάποιος που έχει τα φόντα και, ταυτόχρονα, θέλει να τολμήσει, να ρισκάρει και να αναλάβει μια αντίστοιχη πρωτοβουλία; Προς το παρόν δεν έχει εμφανισθεί.
Πιο ρεαλιστικό σενάριο σ’αυτή τη φάση, λοιπόν, θα ήταν ένας «συλλογικός Μακρόν», όχι, βέβαια με την έννοια της… κλωνοποίησης (για να υπάρξουν πολλοί Μακρόν με… ελληνικό DNA) αλλά ως μια πολιτική πρωτοβουλία, η οποία θα εμπνεόταν από τη μεθοδολογία με την οποία ανατράπηκε ο γαλλικός πολιτικός χάρτης, στοχεύοντας σε κάτι ανάλογο στην Ελλάδα.
Η κριτική αποτίμηση των περιόδων της μεταπολίτευσης και της κρίσης, ανεξαρτήτως «παραταξιακών γυαλιών» σ’ αυτή τη λογική υπακούει. Και θεωρώ πως αυτός ο πολιτικός λόγος αφενός μπορεί να αντιπαρατεθεί πειστικά στο συριζανελικό καταστροφολογικό αφήγημα και αφετέρου έχει τη δυνατότητα να διεμβολίσει –ηγεμονικά- διαφορετικές περιοχές του πολιτικού φάσματος.
Σε αναλογία με το (συνθηματολογικό) «και Αριστερά και Δεξιά» του Εμμ. Μακρόν δεν βρίσκονται μόνο οι πολιτικές προϋποθέσεις του Μεταρρυθμιστικού Προτάγματος για το πριν (στις οποίες αναφέρθηκα) αλλά και για το μετά, δηλαδή, για την προγραμματική του ατζέντα.
Ένα ισχυρό δίπολο προτεραιοτήτων πρέπει να την χαρακτηρίζει. Από τη μια η αποφασιστική αντιμετώπιση του «νέου κοινωνικού ζητήματος», το οποίο ιδιαίτερα στην περίπτωση της ανεργίας έχει λάβει εφιαλτικές διαστάσεις, με παραδοσιακά και, κυρίως με νέα μέσα. Από την άλλη η –χωρίς ενοχές- ανάδειξη της επιχειρηματικότητας, της απελευθέρωσης των αγορών των ιδιωτικοποιήσεων κ.ο.κ. σε βασικά όπλα για την ανάπτυξη και την ευημερία.
Το δεύτερο επιβάλλεται να γίνει, όχι απλώς επειδή εμπίπτει στην «μακρονική μεθοδολογία» του «και από δω και από κει» αλλά επειδή, στην παρούσα φάση, συνιστά όρο εκ των ων ουκ άνευ για «να κάνουμε την Ελλάδα να δουλέψει».
Είναι, βέβαια, αναγκαία μια διευκρίνιση. Τα προηγούμενα δε σημαίνουν ανεύρεση μιας νέας «γενικής θεωρίας», μιας νέας «μεγάλης αφήγησης» αλλά την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής μεθοδολογίας, η οποία ταιριάζει στην περίπτωση της χωρίς τέλος ελληνικής κρίσης. Αυτό είναι που επείγει. Οι πιο θεωρητικές αναζητήσεις, άλλωστε, θα συνεχίζονται παράλληλα με την πολιτική πράξη.
5. Φυσικά δεν θα συνιστά έκπληξη αν όλα τα προηγούμενα παραμείνουν έπεα πτερόεντα. Δεν θα είναι άλλωστε, η πρώτη φορά,.
Σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, θα είναι δύσκολο να κονιορτοποιηθεί το συριζανελικό αφήγημα και να υποχωρήσει δραστικά ο εκτεταμένος ανορθολογισμός, η συνωμοσιολογία και ο λόγος του διχασμού και της βίας που επικρατούν τα χρόνια της κρίσης στο κοινωνικό σώμα. Θα είναι έτσι δυσχερές να συνοδευθεί η βέβαιη εκλογική τους ήττα από μια στέρεη βάση εκκίνησης της επόμενης μέρας.
Την εποχή της συνεχούς μετακίνησης των τεκτονικών πλακών της κοσμο-οικονομίας, του ολέθριου τραμπισμού, της έξαρσης των εθνολαϊκισμών, της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, των σχισμάτων ή/και της ανάδειξης νέων υποκειμένων, καθώς και της πιθανότητας να τρέξει και πάλι η ευρωπαϊκή ενοποίηση από το φθινόπωρο, θα είναι κρίμα να κινηθούμε στην Ελλάδα με το δόγμα «business as usual”. Πέραν των άλλων δε θα πάνε καλά και οι business!
Κλείνω με μια ευχή. Ο τίτλος του συνεδρίου του που ξεκίνησε σήμερα είναι “Η Ελλάδα μετά”. Ελπίζω και εύχομαι, στη βάση και όσων προανέφερα, μία από τις προσεχείς ημερίδες ή συνέδρια να έχει τίτλο: “Ο e-kyklos μετά”.