Ίσως η πιο εξοργιστική έως και επώδυνη παράμετρος της πολιτικής λειτουργίας του σύγχρονου πολίτη στην Ελλάδα είναι η παρακολούθηση του πολιτικού λόγου, ο οποίος αρθρώνεται από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Το καταμαρτυρούν τόσο η αποστασιοποίηση της πλειοψηφίας των πολιτών από την ενεργό συμεμτοχή στην πολιτική λειτουργία, όσο και η ανησυχητικά χαμηλή νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος από την κοινωνία. Παρά ταύτα συνεχίζεται η πορεία προς το μέλλον, χωρίς να επιχειρούνται οι αναγκαίες υπερβάσεις και μεταρρυθμίσεις από το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών.
Συνεχίζουν να νομιμοποιούν την σύγχρονη λειτουργία τους με βάση ιδεολογικές αφετηρίες του παρελθόντος. Δεν μπαίνουν στον κόπο να προσεγγίσουν και να αναλύσουν την κοινωνική πραγματικότητα στην δυναμική της προβολή στο μέλλον και να εξετάσουν, εάν η κοινωνική διαστρωμάτωση ανταποκρίνεται ακόμη στα σχήματα του παρελθόντος. Ούτε ασχολούνται με τις επιπτώσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας στη νοητική λειτουργία και τις κοινωνικές σχέσεις, ώστε να ψηλαφίσουν τον τρόπο σκέψης του ατόμου στη σημερινή εποχή και τις επιπτώσεις στην μορφή και στο περιεχόμενο της κοινωνικής οργάνωσης. Προφανώς είναι πιό εύκολος ο γενικευτικός λόγος, ο οποίος δεν εδράζεται στις πραγματικές συνθήκες, αλλά σε μια εξιδανικευμένη εικονική πραγματικότητα. Οπότε δεν είναι απαραίτητο να στηρίζεται σε αναλύσεις και στρατηγικό πολιτικό σχεδιασμό. Οι πολίτες θεωρούνται καταναλωτές πολιτικής. Ο πολιτικός λόγος απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα και όχι στη λογική. Γι’αυτό περιορίζεται σε συνθηματολογία και δημουργία κλίματος.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί η ανυπαρξία ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου και η ευδοκίμηση παράλληλων μονόλογων, στο πλαίσιο των οποίων το ένα κόμμα και το πολιτικό του προσωπικό ως άτομα προσπαθούν να χρεώσουν στα άλλα κόμματα και το πολιτικό τους προσωπικό αναξιοπιστία και ανικανότητα. Είναι εμφανές, ότι σε αυτό το είδος πολιτικού λόγου και επικοινωνίας είναι μάταιο να αναζητηθεί στρατηγικός σχεδιασμός σε σχέση με την πορεία της χώρας προς το μέλλον. Δεν έχει επίσης νόημα η αναζήτηση εσωτερικής συνοχής σστον εκφερόμενο πολιτικό λόγο, ούτε λογικής συνέπειας στην παράθεση των επιχειρημάτων. Ο ορθολογισμός δεν έχει θέση σε αυτό το είδος λόγου και διαλόγου. Εδώ κυριαρχούν ως στοιχεία νομιμοποίησης αυτής της επικοινωνιακής πρακτικής τα ιδεολογήματα, η καλλιέργεια της λογικής του μεσιανισμού και ο μικρομεγαλισμός. Είναι πιο εύκολο και χαριτωμένο να αποκαλέσει ο ένας πολιτικός τον άλλο «τζάμπα μάγκα», παρά να αναλύσει τον προγραμματικό του λόγο και να ασκήσει κριτική ουσίας.
Έτσι κι αλλιώς δεν απευθύνεται στην κοινωνία πολιτών αλλά σε μαζικούς χώρους και άτομα. Με άλλα λόγια αποφεύγει την επικοινωνία με δομές της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως συλλογικά υποκείμενα. Αυτό είναι επικίνδυνο. Υπάρχει η περίπτωση, ανάλογα με τη θεματική αναφορά μιας τέτοιας δομής (περιβάλον, υγεία, κ.λ.π.), να αντιμετωπίσει πολίτες με άποψη και κριτική ικανότητα σε σχέση με το αντικείμενο της δραστηριοποίησης τους. Είναι πιο εύκολη και αποτελεσματική η πολιτική επικοινωνία να γίνεται σε ένα επίπεδο, στο οποίο κυριαρχεί η οπαδική λογική και ο γενκευτικός λόγος, χωρίς να επιδιώκεται η ενεργοποίηση της αναλυτικής και κριτικής σκέψης των πολιτών. Αυτό χωρίς πολύ κόπο μπορεί να πραγματοποιηθεί στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες στο πλαίσιο της ψηφιακής δημοσιότητας, είτε αυτή αφορά σε ηλεκτρονικά μέσα μαζικής επικοινωνίας είτε σε κοινωνικά δίκτυα.
Στο μέτρο που η επαφή του πολιτικού με το κοινωνικό σώμα γίνεται στο πλαίσο της τηλεοπτικής δημοσιότητας, τότε η επικοινωνία οριοθετείται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εικόνα. Ο πολιτικός διάλογος σε αυτή την περίπτωση αποκτά χαρακτηριστικά κοινωνίας του θεάματος. Ο λόγος και ο ορθολογισμός χάνουν τη μάχη και το θέαμα κυριαρχεί στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Δεν παίζει κανένα ρόλο το περιεχόμενο του λόγου, αλλά η εντύπωση που προκαλέι η εικόνα. Και αυτό βολεύει, διότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για εύκολο επηρρεασμό και την χειραγώγηση μαζικών κοινωνιών. Γι’αυτό και η δημοσιότητα κυριαρχείται από τους εκπροσώπους του πολιτικού συστήματος. Όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά συστήματα στο επίπεδο της δημοσιότητας λειτουργούν ως πεδία ανάδειξης του πολιτικού συστήματος, κομμάτων και πολιτικού προσωπικού. Γι’αυτό και η αναγνωρισιμότητα αποτελεί βασική προϋπόθεση για πολιτική σταδιοδρομία. Διότι περί αυτού πρόκειται και όχι για πολιτική λειτουργία.
Βεβαίως με πολιτικό προσωπικό η επιλογή του οποίου εδράζεται κυρίως στο κριτήριο της αναγνωρισιμότητας και της εικονικής του παρουσίας από το ένα μέρος και στην απουσία δυνατότητας επεξεργασίας και ανάλυσης της σύγχρονης πολύπλοκης πραγματικότητας, η διακυβέρνηση ενός τόπου έχει χαρακτηριστικά τυχερού παιχνιδιού. Ούτε λόγος να γίνεται για διαχείριση της κοινωνικής δυναμικής σε συνθήκες τεχνολογικής κυριαρχίας και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και εργασίας. Η ταχύτητα δε της ροής του χρόνου λόγω της συνεχούς παραγωγής και αναίρεσης γνώσεων, επιστημονικών και τεχνολογικών και των επιπτώσεων τους στη σύγχρονη πραγματικότηα, αποτελεί απαγορευμένο πεδίο για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, οι οποίες στοχεύουν στην υλοποίηση μακροπρόσθεσμου πολιτικού σχεδιασμού. Στη σημερινή ρευστή πραγματικότητα, εάν δεν βασίζεται η κυβερνητική διαχείριση σε σχεδιασμό, ο οποίος κινείται σε βάθος 20ετίας τουλάχιστον, τότε η πορεία μιας χώρας προς το μέλλον δεν είναι διασφαλισμένη. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία επεξεργασίας μιας μακροπρόθεσμης μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της το φαινόμενο της μετακίνησης πληθυσμών, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, τη σταδιακή μείωση των φυσικών πόρων στις χώρες του τρίτου κόσμου και τα ισχύοντα σε σχέση με την μετανάστευση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Όλες αυτές οι παράμετροι πρέπει να συνυπολογισθούν, ώστε να σχεδιασθεί μια βιώσιμη μεταναστευτική πολιτική, η οποία θα μπορεί να αποκτήσει γενικευμένη ισχύ σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντί για αυτό, στην Ελλάδα ,με ημίμετρα, τα οποία διέπονται από ξενοφοβία και ρατσιστική λογική από το ένα μέρος ή από έλλειψη βούλησης αντιμετώπισης του προβλήματος στο όνομα ενός αντιφατικού ανθρωπισμού και ιδεολογημάτων από το άλλο, πορεύεται η κοινωνία με βάρκα την ελπίδα. Το ίδιο συμβαίνει και στον ενεργειακό τομέα σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση του φαινομένου της αύξησης της θερμοκρασίας στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής. Η Ελλάδα με την ηλιακή και την αιολική ενέργεια θα μπορούσε να καλύψει τις δικές της ενεργειακές ανάγκες και να κάνει και εξαγωγή. Σε συνδυασμό δε και με την ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων να εξασφαλίσει συνεχή τροφοδότηση με ενέργεια. Ιδιαιτέρως δε για τη νησιωτική Ελλάδα αυτό θα σήμαινε αυτάρκεια ενεργειακή και κάλυψη των αγροτικών αναγκών άρδευσης με την αφαλάτωση. Και ας μην σπεύσουν τα ντόπια και όχι μόνο συμφέροντα να διακηρύξουν, ότι το κόστος για κάτι τέτοιο είναι απαγορευτικό. Έχουν αναπτυχθεί ήδη τεχνολογίες (ηλοθερμικές π.χ.), οι οποίες είναι ανταγωνιστικές. Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα ουδόλως ασχολείται.
Με την λειτουργία του έχει επιτρέψει στο οικονομικό σύστημα να διαμορφώνει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις. Και τούτο δεν συμβαίνει μόνο εντός εθνικών ορίων. Με την παγκοσμιοποίηση έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για γενικότερο υπερεθνικό, πλανητικό ρόλο σε ό,τι αφορά την επιβολή των κανόνων του παιχνιδιού.
Η οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε το 2008, ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο τις δυνατότητες των αγορών σε σχέση με τις οικονομίες των χωρών, που πλήττονται από αυτήν. Και αυτό βεβαίως έχει επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Και ενώ αυτά συμβαίνουν και αρκετές κοινωνίες οδηγούνται σε συνθήκες εξαθλίωσης, σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει αδυναμία υπέρβασης των εθνικών παρωπίδων και διαμόρφωσης ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα επιτρέπει να λαμβάνονται ρυθμιστικές πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες θα έχουν πλανητική ισχύ. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπάρχει. Μόνο που εξαντλεί τα όρια του εκεί, που αρχίζει να αναπτύσσει δυναμική το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Εάν η κατάσταση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά σε διεθνές, πλανητικό επίπεδο, στην Ελλάδα το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να σχεδιάσει μια στρατηγική και να εξειδικεύσει πολιτικές, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη των παγκόσμια και την ευρωπαϊκή δυναμική, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει ένα βιώσιμο μέλλον. Αυτή η διαπίστωση δεν αφορά μόνο στα κόμματα, τα οποία έχουν διαχειρισθεί κυβερνητική εξουσία, αλλά και τα υπόλοιπα, τα οποία αρκούνται είτε σε καταγγελτικό λόγο είτε σε λαϊκισμούς και ιδεοληπτικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας με δεσμεύσεις για ευημερία, οι οποίες δεν επαληθεύονται, όταν προσπαθήσει κάποιος να τις προσεγγίσει σε ρεαλιστική βάση με την αξιοποίηση ενός επιστημονικού μεθοδολογικού εργαλείου. Μερικές φορές μάλιστα αρκεί ακόμη και η κοινή λογική για να διαπιστωθεί το βάθος της πολιτικής παρακμής.
Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί, διότι οδηγεί την κοινωνία στα όρια της και υποθηκεύει όχι μόνο το μέλλον μερικών γενεών αλλά ακόμη και την επιβίωση της. Οι θεσμοί θα αρχίσουν να παραπαίουν και η δημοκρατία θα απειληθεί με κατάρρευση. Ήδη έχουμε τέτοια δείγματα. Αντίβαρο σε μία αρνητική εξέλιξη μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι σε θέση να μεταρρυθμίσει τον εαυτό του. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πιέσει και η κοινωνία πολιτών με τις δομές, που διαθέτει, καθώς και η διανόηση, η οποία πρέπει να αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης, που της αναλογεί.
Ιδιαιτέρως όμως ο χώρος της κεντροαριστεράς, τόσο ο πολιτικός με τους σχηματισμούς που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστικοί – δημοκρατικοί, όσο και ο κοινωνικός με τις διάφορες κινήσεις πολιτών πρέπει να αναλάβουν δράση. Δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για καθυστερήσεις και ανταλλαγή μηνυμάτων και επιστολών δημοσίως για αποφάσεις, οι οποίες ουσιαστικά δείχνουν, ότι η νομιμοποίηση του παρόντος αναζητείται σε ιδεολογικές αφετηρίες ή ακόμη και ιδεολογήματα του παρελθόντος.
Το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως η κεντροαριστερή του εκδοχή πρέπει να αποκολληθούν από την στατικότητα στη σκέψη και την έλλειψη δυναμικής πολιτικών υπερβάσεων. Έτσι θα απελευθερώσουν την πολιτική λειτουργία από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και την απελπιστικά αργή λήψη αποφάσεων για τις αναγκαίες τομές τόσο σε σχέση με τον τρόπο σκέψης, όσο και σε σχέση με την οργανωτική τους μορφή. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, διότι γενικότερα η ελληνική κοινωνία δεν έχει δυναμικές δομές, ενώ ταυτοχρόνως διαπερνάται η καθημερινότητα της από την διαφθορά και την πελατειακή λογική. Δεν υπήρξε όμως μέχρι τώρα μια ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση για ριζικές αλλά ισορροπημένες αλλαγές στο μοντέλο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, η οποία κατά κύριο λόγο θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο διαλόγου στην κοινωνική βάση. Σε αυτή τη συζήτηση είναι ανάγκη να συμμετάσχουν ενεργά αναλαμβάνοντας ευθύνες η διανόηση και οι δομές της κοινωνίας πολιτών και όχι οι μαϊντανοί της εικονικής πραγματικότητας των μίντια. Ο τόπος χρειάζεται επειγόντως ελπίδα με πραγματική προοπτική και όχι τις ιδεοληπτικές ονειροφαντασίες του παρελθόντος, με τις οποίες συνεχίζουν να βομβαρδίζουν την κοινωνία πολιτικοί σχηματισμοί από δεξιά και αριστερά. Και αυτό πρέπει να γίνει στο σωστό χρόνο, ώστε εγκαίρως να ενεργοποιηθεί η ελληνική κοινωνία και να συμπορευθεί με την υπόλοιπη Ευρώπη προς το μέλλον. Είναι δε ζωτικής σημασίας ανάγκη να συνειδητοποιηθεί όχι μόνο από το πολιτικό σύστημα, αλλά και από την κοινωνία, ότι αποτελεί θεμελιακή προϋπόθεση για την επιβίωση της η πρόσδωση πολύ μεγαλύτερης ταχύτητας στην δυναμική της εξέλιξης. Αυτό σημαίνει, ότι θα αλλάξουν πολλές παράμετροι της καθημερινότητας και θα χρειασθεί να ξεβολευθούν πολλοί τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Ζούμε στην εποχή της επιτάχυνσης. Εάν η ελληνική κοινωνία θέλει να συνεχίσει να κινείται στο χώρο των ανεπτυγμένων χωρών, οφείλει να προσαρμοσθεί στις νέες απαιτήσεις στο πλαίσιο πάντα δημοκρατικών διαδικασιών και κοινωνικής δικαιοσύνης.