Θα υποστηρίξω ότι ειδικά για τα πανεπιστήμιά μας καμία εκ των άνω μεταρρύθμιση δεν θα μπορέσει ποτέ να ευδοκιμήσει αν δεν συνδυαστεί και με εκ των κάτω αντίστοιχη πρωτοβουλία. Θα υποστηρίξω επίσης, ότι ειδικά σε περιόδους επιθετικής «αντιμεταρρύθμισης» όπως αυτή που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση δια του κ. Μπαλτά, η εκ των κάτω επίδειξη εναλλακτικών μεταρρυθμιστικών πρακτικών συγκεντρώνει ίσως την μοναδική ελπίδα ότι τα πράγματα δεν θα βαλτώσουν και τα πανεπιστήμιά μας δεν θα οπισθοδρομήσουν σε σκοταδιστικές μεταμορφώσεις ανεπιστρεπτί. Θα καταλήξω σε μια πρόταση ως παράδειγμα εναλλακτικής τακτικής των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων.
Δεν προσφέρεται η στήλη αυτή για μια ενδελεχή επιστημονική τεκμηρίωση μήτε της ανάλυσης αλλά ούτε και της καταληκτικής παραδειγματικής πρότασης. Εκτιμώντας, εν τούτοις, ότι το πλαίσιο στο οποίο θα εκφράσω τις απόψεις μου είναι περίπου κοινότοπο, θα επικαλεστώ μόνο την προσωπική εμπειρία μου από μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα εκ τα ων άνω στα οποία μετείχα και που περίπου στο σύνολό τους απέτυχαν, ακριβώς επειδή δεν είχαν συνδυαστεί με εκ των κάτω πρωτοβουλίες και πρακτικές. Εν τέλει, επικαλούμαι την εμπειρία αυτή επειδή πιστεύω ότι θα βοηθήσει έστω στην κατανόηση ορισμένων στοιχείων της άποψής μου που ίσως φαίνονται έκκεντρα σε σχέση με την σημερινή «ζέουσα» συγκυρία.
Πρώτα η προσωπική εμπειρία. Η ενασχόλησή μου με το, ας πούμε, πανεπιστημιακό ζήτημα, ξεκίνησε το 1964 όταν ως οικονομικός σύμβουλος στο τότε Υπουργείο Συντονισμού, με αναπληρωτή υπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου, βρέθηκα να εργάζομαι μεταξύ άλλων και στην τεχνική υποστήριξη της γραμματείας της Διοικούσας Επιτροπής του υπό ίδρυση Πανεπιστημίου Πατρών (με Πρόεδρο τον Διαμαντή Πεπελάση). Ένα μέρος της δουλειάς μου ήταν να ετοιμάσω σχέδιο δράσης για αυτό που ονομάζαμε τότε «repatriation scheme» και αφορούσε στην συστηματική προσέλκυση διαπρεπών Ελλήνων του εξωτερικού να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να ενταχθούν σε καινοτόμα και μεταρρυθμιστικά προγράμματα μεταξύ των οποίων και η ίδρυση του Πανεπιστημίου Πατρών. Στην διάρκεια των δύο περίπου χρόνων που δούλεψα στο πεδίο αυτό δοκίμασα την πρώτη μεγάλη απογοήτευση που με δίδαξε πολλά για την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος να αναλάβει μεγάλες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Θυμίζω, ότι η ίδρυση του Πανεπιστημίου Πατρών ήταν ένα project που στην αρχή είχε τεθεί υπό την τα τεχνική επίβλεψη του ΟΟΣΑ (έμπνευση Α. Παπανδρέου) και πίσω από τον οργανισμό βρίσκονταν το Σουηδικό εκπαιδευτικό σύστημα που παρείχε την πραγματική τεχνογνωσία και υποστήριξη. Η ιδέα ήταν, το Τρίτο τότε Πανεπιστήμιο (έτσι ήταν η επίσημη ονομασία του project) να στηριχθεί πάνω στις καλλίτερες πρακτικές της εποχής και να πληροί τις προδιαγραφές ενός καλού δυτικού πανεπιστημίου. Ξαφνικά και ενώ τα πράγματα πήγαιναν θαυμάσια (αναδιφώ μερικές φορές στους φακέλους της εποχής που κρατώ στο προσωπικό μου αρχείο για να αντλήσω υπερηφάνεια και αισιοδοξία) ο Παπανδρέου μας αιφνιδίασε καταγγέλλοντας τον ΟΟΣΑ ως εργαλείο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και διακόπτοντας κάθε επαφή με τους Σουηδούς. Με την νεανική μου αφέλειά, μου πήρε αρκετό καιρό για να καταλάβω τι ακριβώς είχε συμβεί. Στο τέλος, όμως, κατάλαβα πολύ καλά ότι η στροφή του Ανδρέα οφείλονταν στο ότι είχε καταλάβει ότι με τις σωστές πρακτικές και αντικειμενικές διαδικασίας περιορίζονταν η ευχέρεια της δικής του αυθαίρετης παρέμβασης που είχε καθαρά προσωπική πολιτική στόχευση. Ήταν σαφές ότι το σχέδιο για το Τρίτο Πανεπιστήμιο είχε πέσει θύμα του πολιτικού πελατειακού συστήματος. Ύστερα ήρθε η αποστασία, η Χούντα (που προώθησε για δικούς της λόγους και με δικές της στοχεύσεις το σχέδιο), εγώ κατέληξα στη φυλακή και εκεί συνέχισα τα όνειρα που είχα διαμορφώσει στο βραχύ διάστημα των καλών ημερών. Ήταν όμως όνειρα πλέον.
Στη διάρκεια της φυλάκισής μου είχα αποκτήσει μια πολύ ωραία μυστική επαφή με την Joan Robinson με την οποία ανταλλάσσαμε ενδιαφέρουσες απόψεις για την αποτελεσματική διδασκαλία των οικονομικών και που μεταξύ άλλων οδήγησε την μεγάλη μου αυτή φίλη στο να μου εμπιστευτεί τα δοκίμια των papers της για να ετοιμάσω μια επιλογή για ελληνική έκδοση. Η έκδοση εκείνη δεν έγινε για πρακτικούς λόγους, αλλά εγώ εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και μετάφρασα το κλασσικό της βιβλιαράκι Economic Philosophy, που τελικά εκδόθηκε από τον Παπαζήση. Βγαίνοντας από την φυλακή, σμίξαμε ξανά με τον Καράγιωργα και σχηματίσαμε μια μικρή ομάδα για την μελέτη της προαγωγής των κοινωνικών επιστημών στα ελληνικά πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα είχα την τύχη να δέσω μια εξαιρετική συνεργασία με τον Απόστολο Λάζαρη και τον βοήθησα να οργανώσει το πρώτο μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην τότε Ανωτάτη Βιομηχανική. Εκεί κάναμε όνειρα για την αναδιοργάνωση της ΑΒ για ν’ αποτελέσει πρότυπη ανώτατη σχολή οικονομικών επιστημών και με το όνειρο αυτό, εξασφάλισα μια υποτροφία τους Swedish Institute” για ένα χρόνο στην Στοκχόλμη για να μελετήσω τις δυνατότητες οικονομικής και τεχνικής στήριξης των σχεδίων μας. Στη Στοκχόλμη κατάφερα και έβαλα στο σχέδιο τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας, φανατικό τότε φιλέλληνα, ο οποίος εξασφάλισε άνετα χρηματοδοτικά μέσα για το εγχείρημά μας. Ο Λάζαρης, όμως, εξακολουθούσε να είναι εμπειρογνώμονας του ΟΗΕ στη Λουσάκα κι έτσι εμπιστευθήκαμε την εκπροσώπηση της Ανωτάτης Βιομηχανικής σε άλλο καθηγητή της σχολής, «φίλο και οπαδό» της ιδέας υποτίθεται, του οποίου το όνομα θα μου επιτρέψετε να μην αναφέρω επειδή δεν θα ήθελα να εμπλακώ σε οποιαδήποτε κουβέντα μαζί του. Αποδείχτηκε στο τέλος ότι ο μόνο λόγος που είχε δεχτεί να «βοηθήσει» ήταν επειδή ήθελε να γλυτώσει από το κύμα της αποχουντοποίησης της Σχολής, το οποίο φοβόταν λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης στην διάρκεια της δικτατορίας. Ο κύριος αυτός επί ένα χρόνο μας παραπλανούσε λέγοντάς μας ότι όσα συμφωνούσαμε με τους Σουηδούς τα περνούσε από την Σύγκλητο της Σχολής, για να αποδειχτεί στο τέλος ότι το θέμα δεν είχε καν ποτέ εγγραφεί στην ημερήσια διάταξή της !! Αυτό τα μάθαμε όταν ο μεν Λάζαρης επέστρεψε από την Λουσάκα και ανέλαβε καθήκοντα, εγώ δε επέστρεψα προσωρινά στην Αθήνα για να προετοιμάσω τα έγγραφα με τα οποία υποτίθεται θα επισημοποιούσαμε την συνεργασία μας με την Κεντρική Τράπεζα της Σουηδία και μια επιτροπή τεχνικής στήριξης του project που είχε ήδη συσταθεί με μεγάλο κέφι για δουλειά. Το project χάθηκε στα βαθιά κι εγώ επί δύο χρόνια προσπαθούσα να εξηγήσω στους Σουηδούς τι είχε συμβεί, μέχρι που με βαρέθηκαν. Για μια ακόμη φορά, οι παθογένειες του πολιτικού συστήματος έκαναν την ζημιά. Οι προσωπικές πολιτικές επιλογές υπερίσχυσαν του κοινού συμφέροντος.
Η τρίτη εμπλοκή μου με το πανεπιστημιακό ζήτημα έγινε όταν ο Παπανδρέου μου ζήτησε να μετάσχω το ’81 στην ομάδα εργασίας για την επεξεργασία του νέου νόμου για τα πανεπιστήμια (αυτού που τελικά εκφράστηκε με τον διαβόητο Νόμο Πλαίσιο). Άντεξα τις ανοησίες της ομάδας εργασίας, όπου πλειοψηφούσαν συντριπτικά οι εκπρόσωποι των λεγομένων βοηθών και παρασκευαστών, για τρείς συνεδρίες και τα παράτησα, ενημερώνοντας τον Παπανδρέου ότι πάνε να φτιάξουν ένα σύστημα που θα διαλύσει τα δημόσια πανεπιστήμια. Στη συνάντησή μας εκείνη έμεινα με την εντύπωση ότι είχε εξοργιστεί με τα όσα άκουγε και ότι θα έπαιρνε τα μέτρα που έπρεπε. Με ευχαρίστησε θερμά για την ενημέρωση και τις απόψεις του και, βέβαια, δεν έκανε τίποτα αλλά άφησε πλήρη ελευθερία στα θηρία να κάνουν αυτό που έκαναν. Προφανώς, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πάρει μαζί του το τότε εκτεταμένο και δυναμικό «φοιτητικό κίνημα» που είχε παρασυρθεί σε ένα μηδενιστικό αγώνα από του κινηματίες της ομάδας των βοηθών και επιμελητών που θεωρούσαν ότι ήταν η χρυσή ευκαιρία γιαυτούς να καθηγητοποιηθούν χωρίς στριφνές διαδικασίες ακαδημαϊκής αξιολόγησης. Για τρίτη φορά οι στρεβλές ανάγκες του πελατειακού συστήματος επικράτησαν.
Και ξαφνικά, το 1983, με φώναξε πάλι ο Παπανδρέου παρουσία του τότε Υπουργού Παιδείας Απόστολου Κακλαμάνη, για να μου ανακοινώσει ότι θέλει να με διορίσει πρόεδρο της Διοικούσας Επιτροπής που θα αναλάβαινε την ίδρυση και οργάνωση του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Θυμάμαι ότι χαμογελώντας μου είπε ότι τώρα θα έχεις την ευκαιρία να φτιάξεις το πανεπιστήμιο των ονείρων σου. Τον ρώτησα: «κατά παρέκκλιση του Νόμου Πλαισίου»; Και μου απάντησε ότι «αν χρειαστεί θα το κουβεντιάσουμε». To cut the story short, για πέντε χρόνια δούλεψα για να στήσω ένα πανεπιστήμιο που από πολλές απόψεις θα καινοτομούσε (έστω και αν ορισμένες καινοτομίες ξένιζαν τους δεινόσαυρους της εποχής εκείνης) και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχα μέχρι την ημέρα που η διοίκηση αυτονομήθηκε και ακολούθησε τα τετριμμένα του Νόμου Πλαισίου. Συγκρίνοντας αυτά που οραματιζόμουν και εν μέρει είχα πετύχει όσο είχα την εξουσία του Προέδρου, με εκείνα που εξελίχθηκαν στη συνέχεια της ιστορίας, κατάλαβα για τέταρτη φορά την στρεβλωτική δύναμη του πολιτικού μας συστήματος. Οι εμπειρίες αυτές είναι πια αποτυπωμένες πραγματικά πυρακτωμένες στο νου μου.
Η τελευταία φορά που δοκίμασα στο πετσί μου την ίδια ακριβώς παθογένεια του συστήματος, ήταν επί υπουργίας Γιώργο Παπανδρέου στο Υπουργείο Παιδείας. Τότε, αγωνιώντας για το μέλλον των καινοτομιών στο Παν. Αιγαίου που ως Πρόεδρος είχα επιβάλλει, έγραψα ένα εκτενές υπόμνημα στον Γ.Α.Π και του πρότεινα να αναγορεύσει στο πανεπιστήμιό μας σε πειραματικό πρότυπο πανεπιστήμιο κατά παρέκκλιση του Νόμου 1268/82. Δέχτηκε κατ’ αρχήν την πρότασή μου και επί ένα ολόκληρο μήνα, συναντιόμασταν δύο και τρείς φορές την εβδομάδα τα βράδια στο Εκπαιδευτικό Κέντρο της ΑΤΕ (Εκάλη) και συζητούσαμε μαζί με άλλους το καταστατικό σχέδιο για το Πειραματικό Πανεπιστήμιο. Κι εκεί που άρχισα να πιστεύω ότι επιτέλους κάτι θα γίνει, ξαφνικά και χωρίς καμία εξήγηση, ο ΓΑΠ έκοψε εντελώς της συναντήσεις μας και εξαφανίστηκε. Στο μεταξύ, κάποιος είχε διαρρεύσει το υπόμνημά μου που το παρέλαβαν οι τότε «αριστερές δυνάμεις» και το έκαναν σημαία εναντίον μου. Επειδή ήμουν Διοικητής της ΕΤΒΑ, με κατηγορούσαν ότι προσπαθώ να βάλω τα πανεπιστήμια…. υπό τον έλεγχο του διεθνούς τραπεζικού κεφαλαίου και με έβριζα σε όλους τους διαδρόμους ιδίως των εκτός κέντρου πανεπιστημίων μας. Το καλοκαίρι εκείνο, μάλιστα οργανώθηκε ειδική ημερίδα στο Ρέθυμνο όπου με έβριζαν εργολαβικά για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο χωρίς καν να με καλέσουν να αναλύσω την άποψή μου. Εκ των υστέρων έμαθα, ότι η ξαφνική υπαναχώρηση του ΓΑΠ υπαγορεύτηκε από τις αντιδράσεις των οργανώσεων του Κινήματος στα πανεπιστήμια. Για τέταρτη, λοιπόν, φορά, το πολιτικό σύστημα ισοπέδωσε την ελπίδα.
Κι ερχόμαστε τώρα στα σημερινά, όπως τα βλέπω μέσα από αυτές τις εμπειρίες σαράντα τόσων χρόνων.
Νομίζω ότι είναι σαφές, ότι αν περιμένουμε μόνο μια εκ των άνω μεταρρύθμιση, το όραμά της θα διαψεύδεται για αρκετές γενεές. Το πολιτικό σύστημα είναι κομμάτι του πολιτισμικού συστήματος και ως τέτοιο μεταβάλλεται με πολύ αργούς, θα έλεγα ιστορικούς, ρυθμούς. Τωρινή απόδειξη, η τελική έκβαση των καλών προσπαθειών της εποχής Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου, αν την δούμε υπό το πρίσμα της σαρωτικής εν μια νυκτί αντιμεταρρύθμισης του Μπαλτά. Ποιος μπορεί να αντισταθεί αποτελεσματικά σε αυτή την μετακύλυση στον βαρβαρισμό; Οι συμπαθητικές φωνές και διαμαρτυρίες μας μπορεί να σώζουν της δική μας ψυχή και τιμή, αλλά δραστικότητα δεν έχουν. Και διερωτώμαι, γιατί; Ο Μπαλτάς με μια του κίνηση κατέστρεψε ένα οικοδόμημα που τυπικά είχε στηθεί με μεγάλο «πολιτικό» κόπο. Πώς τα κατάφερε; Η απάντησή μου είναι ότι τα κατάφερε επειδή δεν είχε να αντιμετωπίσει καμία πραγματική και αποτελεσματική αντίσταση μέσα στο σύστημα (που εν προκειμένω είναι η πανεπιστημιακή μας κοινότητα). Όλοι όσοι αντιστεκόμαστε είμαστε ανεπαρκείς και χωρίς αποτελεσματικούς συμμάχους (στην ευρύτερη κοινωνία). Είναι ακριβώς το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισα ως Πρόεδρος της ΔΕ του πανεπιστημίου που διοικούσα, όταν είδα να καταστρέφονται μια προς μία οι καινοτομίες που είχα επιτύχει, μόλις το Πανεπιστήμιο μπήκε στο δρόμο του Νόμου Πλαισίου, δηλαδή στον έλεγχο του πελατειακού συστήματος. Φυσικά των αναλογιών τηρουμένων, και σε εκείνη την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση των μεταρρυθμίσεων Γιαννάκου/Διαμαντοπούλου, δεν υπήρξε σύστημα υποδοχής και πρακτικής στήριξης μέσα στο ίδιο το ακαδημαϊκό σώμα. Και το χειρότερο, στην δεύτερη περίπτωση, δεν υπήρξε ισχυρή εναλλακτική εικόνα που να φωτίζει πρακτικά την τελική έννοια της μεταρρύθμισης. Όλοι έμεναν με την εντύπωση πως απλούστατα η μεταρρύθμιση γίνονταν να αναδιανεμηθούν οι παράγοντες εξουσίας και διοίκησης. Το τι ακριβώς θα σήμαινε αυτό για την εικόνα της τάξης (διδασκαλία) και την έρευνα, δεν μπορούσε κανείς να το διακρίνει με κάποιο απτό παράδειγμα.
Εδώ, λοιπόν, θέλω να καταλήξω πριν διατυπώσω μια δική μου πρόταση επ’ αυτού, επειδή όπως θα δει ο υπομονετικός αναγνώστης, η πρότασή μου στοχεύει ακριβώς στην δημιουργία αποτελεσματικών εσωτερικών αντιστάσεων στην αντιμεταρρύθμιση και δυναμικών κυττάρων στήριξης της μεταρρύθμισης και κυρίως ζωντανών εναλλακτικών καλών πρακτικών που να φωτίζουν την ακαδημαϊκή κοινότητα για να δει τις διαφορές ανάμεσα στην μεταρρύθμιση και αντιμεταρρύθμιση.
Στο γιατί η ατελεσφορία των μεταρρυθμιστικών αποπειρών, απαντώ ότι αυτή οφείλεται στο ότι μια μεταρρύθμιση σε ανθρωποκεντρικά συστήματα όπως είναι τα πανεπιστήμια, δεν γίνεται ποτέ αποκλειστικά εκ των άνω. Ειδικά στις σημερινές ελληνικές συνθήκες όπου το ανθρώπινο δυναμικό των πανεπιστημίων μας είναι σε σημαντικό ποσοστό φθαρμένο και, γιατί όχι, διεφθαρμένο. Χρειάζεται και εκ των κάτω έμπρακτη υποστήριξη και πρωτοβουλία. Ας μην κάνουμε, όμως, το λάθος να θεωρούμε ότι η εκ των κάτω παρέμβαση αρκεί να εκδηλωθεί με απλές υποστηρικτικές δηλώσεις και διακηρύξεις των «από κάτω». Το πρόβλημα μπορεί να έχει την ρητορική του πλευρά, αλλά δεν είναι ρητορικό. Είναι πραγματικό. Αυτές οι δηλώσεις υποστήριξης μπορεί να έχουν την χρησιμότητά τους, αλλά είναι ανεπαρκείς και ατελέσφορες. Για να είναι αποτελεσματική, η εκ των κάτω υποστήριξη της όποιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας πρέπει να έχει την μορφή απτής και ορατής επίδειξης εναλλακτικής πρακτικής, αντιπροσωπευτικής των στόχων της μεταρρύθμισης. Εξηγούμαι.
Κατά πρώτο η από τα κάτω πρωτοβουλία πρέπει να κάνει σαφή και ορατή την πρότασή της. Και δεν εννοώ την όποια απλή νομοθετική/ρυθμιστική πρόταση, αλλά την ουσιαστική εναλλακτική πρακτική της. Το πρόβλημα των πανεπιστημίων μας είναι, ότι με την διοικητική μπαχαλοποίησή τους, έπεσε και η ποιότητα των κύριων λειτουργιών του: Γίνονται τα μαθήματα όπως πρέπει; Γίνονται οι εξετάσεις όπως πρέπει να γίνονται σε ένα καλό δυτικό πανεπιστήμιο; Είναι τα προγράμματα σπουδών σωστά δομημένα; Μια σειρά από τέτοια ερωτήματα πρέπει να απαντηθούν με την προβολή εναλλακτικών καλών πρακτικών. Και οι πρακτικές αυτές πρέπει να γίνουν ορατές και διακριτές στο ευρύτερο κοινό, ώστε το παράδειγμα να φτάσει ακόμη και στους γονείς που σχεδιάζουν να στείλουν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο.
Για να συντομεύσω την πρότασή μου: Νομίζω ότι θα ήταν μια καλή ιδέα να δημιουργηθούν πρωτοβουλιακά σε όσα πανεπιστήμια μπορούμε «Όμιλοι Ποιότητας» στους οποίους να συμμετάσχουν όλοι οι συνάδελφοι που συμφωνούν σε μια κοινή ατζέντα καλών πρακτικών. Αυτοί οι όμιλοι να δικτυωθούν μεταξύ τους ώστε να συντονίζεται η σχετική κίνηση σε όλο το εύρος των πανεπιστημίων μας. Το δίκτυο να αποκτήσει τον δικό του Ιστότοπο, ως forum διαβούλευσης αλλά και ως μέσο προβολής του έργου των Ομίλων Ποιότητας. Το δίκτυο αυτό να αναζητήσει συμμαχίες και πρακτικούς τρόπους στήριξης στο εξωτερικό, ακόμη και στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε, ίσως, να εμπεδώσουμε σε πραγματικούς όρους το μεταρρυθμιστικό κίνημα στο εσωτερικό των πανεπιστημίων μας και ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε ενημερωμένους συμμάχους στην ευρύτερη κοινωνία μας.
Ξέρω, βέβαια, πολύ καλά ότι μια τέτοια πρόταση όσο εύκολη μπορεί να είναι στην διατύπωσή της, πολύ πιο δύσκολη θα αποδειχτεί στην οργάνωση και εφαρμογή της. Παρά ταύτα θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο να την επιχειρήσουμε. Νομίζω ότι όλοι όσοι έχουμε εμπλακεί στις διάφορες κινήσεις παλιότερα, και τώρα στην Παιδεία 2015, διαθέτουμε αρκετή φαιά ουσία, τεχνογνωσία και ηθικό κίνητρο για να σηκώσουμε το βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Ας μη ξεχνάμε ότι οι μεγάλες αλλαγές ξεκινούν πάντα από μικρές μειοψηφίες που έχουν μια δυναμική απλή ιδέα. Η αλλαγή έρχεται όταν αυτές οι μειοψηφίες μπορέσουν να βρουν τον δρόμο για την διασπορά τους.
Δεν αξίζει τον κόπο να συζητήσουμε μια τέτοια προοπτική;