Στην ταινία του Μπράιαν ντε Πάλμα «Διχασμένο κορμί» ο πρωταγωνιστής παρακολουθεί με το τηλεσκόπιό του τη δολοφονία μιας πολύ όμορφης κοπέλας. Αλλά ύστερα από μερικές ημέρες τη βλέπει ξανά μπροστά του, ολοζώντανη – είναι η ίδια που τη νόμιζε νεκρή ή, μήπως, κάποια άλλη που της μοιάζει; Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι, ακριβώς, σαν την κοπέλα αυτή. Εκεί που φαίνεται πως πεθαίνει με τη μια μορφή του, ξαφνικά εμφανίζεται να «αναγεννιέται» με μια άλλη μορφή.
Οι χθεσινές εκλογές επιβεβαίωσαν αυτό που ήδη είχαν δείξει οι προηγούμενες, ότι δηλαδή το παλαιό πολιτικό σύστημα έχει πεθάνει. Ο δικομματισμός με την έννοια της κυριαρχίας δύο συγκεκριμένων κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, φαίνεται πλέον να έχει τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Αυτός όμως ο διαχωρισμός του πολιτικού συστήματος ανάμεσα στα κόμματα του δικομματισμού και σε εκείνα της αριστερής και της ακροδεξιάς αντιπολίτευσης απέκρυπτε έναν άλλο, πιο ουσιαστικό διαχωρισμό: τον διαχωρισμό μεταξύ αφενός του λαϊκισμού, του αντιδυτικού πνεύματος, του ιστορικού αρχαϊσμού, αφετέρου της Ελλάδας του δυτικού προσανατολισμού, της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των απαιτήσεων του εκσυγχρονισμού, των μεταρρυθμίσεων. Διαχωρισμός που διαπερνούσε εγκάρσια ολόκληρο το πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Είναι αλήθεια ότι, μετά το 1990, η αντίθεση ανάμεσα στον εθνολαϊκιστικό συνασπισμό και στον εκσυγχρονισμό άρχισε να αποκτά άμεση πολιτική κάλυψη. Αυτή η αντίθεση ανάγκασε το ΠΑΣΟΚ να υποταχθεί στην κοινωνία και να στηρίξει τον Κώστα Σημίτη. Μπορεί ο σκοπός του βαθέος ΠΑΣΟΚ να ήταν η παραμονή στην εξουσία, η πανουργία της ιστορίας όμως το έφερε έτσι ώστε το αποτέλεσμα να υπερβεί τον σκοπό και να προκύψει μια αδύναμη και ατελής περίοδος πολιτικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού της χώρας. Επειδή όμως αυτή η συμμαχία ήταν μια πρόσκαιρη συμμαχία και δεν δημιούργησε νέα κοινωνική πλειοψηφία, παρά τις μεγάλες πρόσκαιρες επιτυχίες της, οδηγήθηκε σε μια στρατηγική ήττα.
Αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ της Ελλάδας του εκσυγχρονισμού και του αρχαϊσμού ποτέ δεν δημιούργησε τα καθαρά κομματικά του ισοδύναμα. Σήμερα λοιπόν βλέπουμε μια μετακίνηση των δυνάμεων του λαϊκισμού στις τάξεις ενός εμφανώς ψευδεπίγραφου αριστερού συνασπισμού, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Το άλμα αυτού του κόμματος από το 4% στο 30% δεν σημαίνει πως στην Ελλάδα κυριαρχεί το όραμα μιας φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς, η οποία στοχεύει στην αναδιανομή και την άρση των ανισοτήτων. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Αυτή η ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και η καθιέρωση του Καμμένου, που είναι ή άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος) προκύπτει από τη μαζική μετατόπιση κοινωνικών στρωμάτων, η πολιτική στάση των οποίων στο πρόσφατο δικομματικό παρελθόν υπερκαθοριζόταν από τακτικές και στρατηγικές ατομικής και οικογενειακής ανέλιξης. Στρατηγικές που ικανοποιούνταν από τον κυρίαρχο λαϊκισμό, ο οποίος μοίραζε ατομικά προσκλητήρια κοινωνικής ανόδου, αλλά αδιαφορούσε για την αλλαγή του προτύπου ζωής και παραγωγής.
Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δίνει πλέον τη δυνατότητα σε όσους ακόμα πιστεύουν πως στη χώρα η βασική αντίθεση είναι μεταξύ των δυνάμεων του «δεξιού και αριστερού» αντιευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονιστικού φιλελεύθερου ευρωπαϊσμού να αρχίσουν πλέον να αναζητούν και την κομματική ή τις κομματικές τους αντιστοιχίες. Αυτή η χώρα, για να διασωθεί, δεν πρέπει να εξακολουθεί να κρύβει τις βαθύτατες ιδεολογικές και πολιτισμικές αντιθέσεις της, αλλά να τις πολιτικοποιήσει σε κομματικά ισοδύναμα.
Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να εκπληρωθεί μια σημαντική προϋπόθεση: να σχηματιστεί αμέσως μια κυβέρνηση η οποία όχι μόνο δεν θα εκλιπαρεί τη συμμετοχή σε αυτήν των δυνάμεων που περιφρονούν και μισούν το όραμα της ενιαίας Ευρώπης, αλλά αντιθέτως, ρητά και κατηγορηματικά, θα τις οδηγήσει στη θέση της αντιπολίτευσης. Η πεμπτουσία της δημοκρατίας είναι η ύπαρξη κυβέρνησης και αντιπολίτευσης και όχι το τσουβάλιασμα των διαφορών, λόγω του φόβου να δυναμώσουν τα άκρα. Συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση δεν θα απέτρεπε την ενδυνάμωση των άκρων, αλλά αντιθέτως θα δημιουργούσε άλλα άκρα, ίσως ακόμη πιο επικίνδυνα.
Γιατί όπως δείχνει και η σταθεροποίηση της ανόδου των ελλήνων ναζιστών, η απειλή από εκείνες τις δυνάμεις της τυφλής βίας και του απροκάλυπτου μίσους είναι σήμερα το άλλο μεγάλο πρόβλημα του πολιτικού μας συστήματος.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» (Εκδ. Πόλις)