Μεταρρυθμίσεων Αποτίμησις

Θανάσης Μαχιάς 01 Ιαν 2016

Το τέλος κάθε χρονιάς προσφέρεται για αποτιμήσεις, πολύ περισσότερο όταν συμπίπτει με μια πενταετία κρίσης και «αδύνατων» μεταρρυθμίσεων. Θυμάμαι πάντα τα λόγια του Λ. Κύρκου, ότι ο μεταρρυθμιστής δεν είναι αυτός που σχεδιάζει μια μεταρρύθμιση, αλλά αυτός που θα την φέρει σε πέρας, που την προσαρμόζει σύμφωνα με τους συσχετισμούς, έτσι ώστε να αποκτήσει μια ευρύτατη βάση στήριξης και να της δώσει γερά θεμέλια για παραπέρα αλλαγές.

Το οικονομικό και το πολιτικό πρόβλημα της χώρας, είναι προφανώς υπαρξιακό, κεντρικό και θεμελιώδες. Το πρόβλημα αυτό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αντιμετωπιστεί (με χρεοκοπία ή όχι, με ευρώ ή δραχμή, με περισσότερη ή λιγότερη δυστυχία). Αυτό που μου φαίνεται μόνιμο, σισύφειο, ανεπίλυτο και ανακυκλούμενο πρόβλημα είναι η αναπαραγωγή της θεσμικής υπανάπτυξης της Ελληνικής κοινωνίας.

Ίσως είναι ακόμα νωρίς, αλλά μετά την λαίλαπα των εξελίξεων και του καλοκαιριού του ’15, έχει πιστεύω αξία μια κριτική αποτίμηση των (προσπαθειών) μεταρρυθμίσεων στα τελευταία 5 χρόνια. Η παλινδρόμηση αλλαγών θέτει αντικειμενικά το ερώτημα του πώς και γιατί αυτή τροφοδοτείται και τί πρέπει να αλλάξει στο μέλλον. Η κεντρική ιδέα των παρακάτω βασίζεται στην διερεύνηση της υπόθεσης ότι (ΚΑΙ) ο τρόπος που συντελούνται οι αλλαγές, εμπεριέχει (δικαίως ή αδίκως) το σπέρμα της ακύρωσής τους (το ταγκό χρειάζεται δύο).

Μια μικρή ανασκόπηση των αλλαγών, θέτει αυτό το ζήτημα. Από την πλήρη ακινησία για πολλά χρόνια στην ΕΡΤ, πήγαμε στο πλήρως αντιδημοκρατικό μαύρο, στην ΔΤ και την ΝΕΡΙΤ, για να επανέλθουμε στον αναπαλαιωμένο δεινοσαυρισμό της ΕΡΤ. Από μια πολυετή ουσιαστική ακινησία στην εκπαίδευση, προχωρήσαμε σε μια ρηξικέλευθη αναδιοργάνωση από έξω και από τα πάνω των Παν/μιων, για να επανέλθουμε στην ακύρωσή της. Από την κατάργηση των προτύπων σχολείων επί ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου και την συνολική μετατροπή τους σε πειραματικά (εισαγωγή με κλήρωση), πήγαμε στην συνολική μετατροπή τους σε πρότυπα (εισαγωγή με εξετάσεις), για να επανέλθει η συνολική μετατροπή τους σε πειραματικά (εισαγωγή με κλήρωση). Από την ανορθολογική διόγκωση και την απουσία αξιολόγησης στο δημόσιο, περάσαμε στις οριζόντιες μαζικές απολύσεις καθαριστριών, δημοτικών φυλάκων και καθηγητών ΕΠΑΛ, για να επανέλθουμε στην μαζική οριζόντια επαναπρόσληψή τους. … για να μην επεκταθούμε σε λιγότερο ευδιάκριτα παραδείγματα όπως αυτά της διαύγειας, του opengov, της εκλογής των διευθυντών στα σχολεία, ή τον Καλλικράτη.

Αυτό το εκκρεμές πρέπει να σταματήσει! Ή τουλάχιστον, να σταματήσει να τροφοδοτείται και από τις δύο μεριές. Η μακρόχρονη θεσμική ακινησία και απουσία εκσυγχρονισμού οδηγεί σε «υπερ-μεταρρύθμιση» που προσπαθεί να καλύψει τον χαμένο χρόνο, με αποτέλεσμα να γίνεται «από πάνω», ενσωματώνοντας ανώριμες αλλαγές, που με την σειρά τους οδηγούν σε μια «υπερ-ακύρωση» των μεταρρυθμίσεων.

Μια ακριβής διάγνωση, περιγραφή και συμπύκνωση του προβλήματος είναι οι διαπιστώσεις του Θ. Γεωργακόπουλου σε άρθρο του για την ΕΡΤ: «Οι προσπάθειες αυτής της περιόδου υπερκαθορίσθηκαν, βέβαια, από την απαράδεκτη, ολέθρια και εν τέλει ανόητη επιλογή για κλείσιμο της ΕΡΤ. Επιλογή ακραία αντιδημοκρατική και βαθύτατα αντιμεταρρυθμιστική, αφού στην ουσία υποδήλωνε πως οι νοσούντες θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας δεν επιδέχονται μεταρρύθμισης αλλά μόνο λουκέτου.»

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Μανιτάκης που κινήθηκε, ως υπουργός, σε άλλη κατεύθυνση από μαύρο της ΕΡΤ: «Δυστυχώς, η κινητικότητα … κρίθηκε και αξιολογήθηκε, … με όρους ποσοτικούς και αριθμητικούς, και όχι διαρθρωτικούς. … Η αναγωγή των «απολύσεων» σε στρατηγικό στόχο της διοικητικής μεταρρύθμισης και η εκφοβιστική απαίτησή του για άμεσες απολύσεις … χωρίς να εξυπηρετείται διαρθρωτικός στόχος, κόστισε πανάκριβα στην διοικητική μεταρρύθμιση. Δεν ακύρωσε μόνον το διαρθρωτικό μέτρο της κινητικότητας αλλά και ολόκληρη της Διοικητική Μεταρρύθμιση, διότι την δυσφήμησε και απαξίωσε … κάθε εγχείρημα μεταρρυθμιστικό, κατέστρεψε κάθε είδους συναίνεση και έδωσε επιχειρήματα στις αντιμεταρρυθμιστικές δυνάμεις και όσους αποστρέφονταν τις αξιολογήσεις. Έτσι όμως δεν ανατράπηκε μόνον το εγχείρημα εκείνο, αλλά ακυρώθηκε κάθε δράση μεταρρυθμιστική.»

Δύο ταυτόσημοι «απολογισμοί» σε δύο διαφορετικά πεδία ….

Οι αλλαγές θέλουν υπομονή, επιμονή, κόπο και χρόνο. Μήπως όσοι λοιδορούσαν τον Μανιτάκη γιατί (υποτίθεται) προχωρούσε αργά, επιμένοντας ότι χρειάζεται χρόνος και σταδιακά βήματα, … θα πρέπει να ξανασκεφτούν πόσο λάθος έκαναν (όχι μόνο στην περίπτωση του αλλά και γενικότερα με την άκριτη – λαϊκίστική; – αποδοχή οριζόντιων ακρωτηριαστικών μέτρων);. Όσοι απολύθηκαν, μέσα από τις διαδικασίες που θέσπισε (στους 4 μήνες, που λειτούργησαν), δεν ξαναγύρισαν πίσω, όλοι οι άλλοι όμως γύρισαν. Η αξιολόγηση και το πλαίσιο που θέσπισε είναι (ακόμα) ανενεργό, αλλά παρόν. Αν (λέω αν) είχε συνεχιστεί με επιμονή και υπομονή η αξιολόγηση (όπως εκ των υστέρων έχει ομολογήσει και ο Μητσοτάκης) αντί των βιαστικών απολύσεων και λουκέτων, μήπως τώρα είχαμε κάτι σταθερότερο, καλύτερο και μεγαλύτερο; Μήπως ο «αργός» τρόπος ήταν τελικά ο «ταχύτερος»;

Αν (λέω αν) η μεταρρύθμιση στην Ανώτατη Εκπαίδευση είχε προχωρήσει σταδιακά, εστιάζοντας σε (υπερ-) ώριμα αιτήματα (άσυλο, «αιώνιους» φοιτητές, φοιτητική συμμετοχή), μήπως είχε καλύτερη τύχη, μεγαλύτερη και μονιμότερη στήριξη στο εσωτερικό των ΑΕΙ και την κοινωνία; (βλ. και πρόσφατες δημοσκοπήσεις). Είναι τυχαίο ότι η σημερινή πολεμική θέσεων δεν περιλαμβάνει στην ατζέντα της βασικές διαθρωτικές αλλαγές, όπως ο ενιαίος χώρος Εκπαίδευσης – Έρευνας που θα εκσυγχρόνιζε στην ρίζα τους δυστοκίες των ΑΕΙ, αναδεικνύοντας την ένδεια μεταρρυθμιστικού οράματος και από τις δύο πλευρές; Αν την απουσία της αριστείας και αξιολόγησης στα σχολεία την διαδεχόταν μια ισορροπημένη συνύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού προτύπων (εξετάσεις), με ένα σημαντικό αριθμό πειραματικών (κλήρωση), μήπως είχε παραχθεί κάτι μονιμότερο; Μήπως αν αντί της αναζήτησης και ενίσχυσης νησίδων αριστείας είχαμε επικεντρωθεί στην αριστεία των δομών και την εισαγωγή της αξιολόγησής τους (με έργα και όχι με λόγια), το αποτέλεσμα θα ήταν μονιμότερο;

Η θεσμική καθυστέρηση, παράγει αγωνία για αλλαγές, αλλά όταν αυτές γίνονται άκαιρα, και ισοπεδωτικά, αδρανοποιούν και αποσυσπειρώνουν το ούτως ή άλλως περιορισμένο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων. Η θεσμική αδράνεια οδηγεί στην υποκατάσταση της αναγκαίας υπομονής, επιμονής, με εφόδους για όλα ή τίποτα, που συχνά οδηγούν στο τίποτα.

Αλλά όχι μόνο αυτό. Όλοι αναγνωρίζουν, το λάθος της «τεχνητής» μεταφοράς μέτρων και θεσμών χωρίς προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα. Όμως οι ίδιοι είναι πρόθυμοι να επαναλάβουν το λάθος στον βωμό της ανυπομονησίας (και ίσως φυγοπονίας), με το επιχείρημα, «σε όλα τα κράτη αυτό ισχύει». Για την ξεχωριστή σημασία της προσαρμογής στις ελληνικές ιδιαιτερότητες έχει χυθεί τα τελευταία χρόνια πολύ μελάνι από όλες τις πλευρές. (Δοξιάδης και Τσουκαλάς είναι μόνο δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις σε αντίθετα «στρατόπεδα»).

Ο μόνος λόγος που (ίσως) έχει νόημα αυτή η άκαιρη (?) αποτίμηση – κριτική, είναι γιατί τώρα, στην τελευταία μας ευκαιρία, είμαστε έτοιμοι να διαπράξουμε τα ίδια λάθη (και με τους ίδιους αντίστροφους λαϊκισμούς). Οι βαθμιαίες ώριμες αλλαγές, με ευρύτατους συσχετισμούς, αποτρέπουν περιπέτειες σε αχαρτογράφητα νερά. Τα οριζόντια μέτρα εκτός από άδικα, διευκολύνουν αυτούς που πρέπει να πλήξουν να κρυφτούν πίσω από τους πολυπληθέστερους αδικηθέντες και να πετύχουν τελικά την ακύρωσή τους. Κάθε εναλλακτικό σχέδιο θέλει φαντασία και κόπο … και δεν βλέπω πολλούς διατεθειμένους σε αυτό.

Και πάλι φοβάμαι ότι οι μεγάλοι χαμένοι θα είναι η μεταρρύθμιση, η δίκαιη φορολόγηση, ένα δίκαιο ασφαλιστικό, η δίκαια κατανομή των βαρών, και ένας ουσιαστικός εκσυγχρονισμός. Δυστυχώς το νέο έτος είναι δίσεκτο.