Η απόφαση για “λουκέτο” στην ΕΡΤ -μολονότι επιχειρήθηκε να εμφανιστεί από ποικίλους υποστηρικτές του Αντώνη Σαμαρά, ως “μεγάλη μεταρρυθμιστική μαγκιά” και ταυτόχρονα οι αντιδράσεις των κ. Βενιζέλου και Κουβέλη, ως υποστήριξη της αδράνειας και της στασιμότητας- ανέδειξε το έλλειμμα μεταρρυθμιστικής κουλτούρας που διατρέχει οριζόντια όλες τις πολιτικές παρατάξεις κι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το οποίο, να μην ξεχνιόμαστε, δεν είναι μόνο τα κόμματα, αλλά και η Δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τα οικονομικά συμφέρονται κ.ά, που έχει “βολευτεί” και δεν θέλει ουσιαστικές αλλαγές, ή τουλάχιστον να αφορούν τους άλλους κι όχι του ίδιους.
Η σπουδή και ο “πολιτικός τσαμπουκάς” του κ. Σαμαρά, δεν πείθουν. Ιδίως στην περίπτωση της ΕΡΤ, καθώς δεν έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, αφού έχει διορίσει πρώτο και καλύτερο τον κουμπάρο του στη Ραδιοφωνία! Το ίδιο ισχύει για κολλητούς αρμόδιων υπουργών και για κομματικούς επιτηρητές, πάγια διαχρονική τακτική για τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, χωρίς να λείπει η ευνοϊκή μεταχείριση για ανθρώπους των άλλων κομμάτων. Μόνο που ο “πολιτικός τσουμπουκάς” του Πρωθυπουργού και η προσπάθεια του να εμφανιστεί ως ο “μέγας μεταρρυθμιστής”, καταδεικνύουν πώς όλα γίνονται στο πόδι, έτσι, “χωρίς πρόγραμμα”. Αρκεί και μόνο η κομπορημοσύνη. Τίποτα όμως δεν είχε προετοιμαστεί, ούτε υπήρχε σχέδιο, ούτε είχαν διασφαλιστεί οι μίνιμουμ προϋποθέσεις για να ξεκινήσει. Δεν φτάνει λοιπόν κάποιος να δηλώνει μεταρρυθμιστής, πρέπει και να “το έχει”.
Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, δεν είναι μια άσκηση πολιτικού τακτικισμού, ούτε αβελτηρία αυτοπροβολής για να “είχαμε να λέγαμε κι όποιον πάρει ο Χάρος”.
Απαιτούν και προϋποθέτουν βαθιά μελέτη του υπό μεταρρύθμιση δημόσιου τομέα, ιδεολογική άποψη και σχέδιο για το καινούργιο και το καινοτόμο, που θα φέρουν αλήθεια και ειλικρίνεια, διάλογο και συναινέσεις με όσους τους αφορούν, συμμαχίες -πολιτικές και κοινωνικές- για συγκρούσεις με συμπλέγματα εξουσίας που αντιδρούν, τόλμη και ανυστεροβουλία, διαχείριση του χρόνου με μεσοπρόθεσμο και μακροχρόνιο σχεδιασμό και τακτικό έλεγχο της αποτελεσματικότητας των όσων αλλάζουν, μα πάνω απ’ όλα, αφοσιωμένους μεταρρυθμιστές και όχι λαϊκίζοντες πολιτικούς που χαϊδεύουν αυτιά.
Αρκεί να μελετήσει κάποιος όλο το πακέτο της μεταρρύθμισης που εκπόνησε και ξεκίνησε να εφαρμόζει η Άννα Διαμαντοπούλου στα Πανεπιστήμια. Δύο χρόνια προετοιμασίας χρειάστηκαν, όπου μελετήθηκαν διάφορα μοντέλα Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης πολλών ευρωπαϊκών χωρών με τη συνδρομή ειδικών επιστημόνων, έγιναν άπειρες υπηρεσιακές και εσωκομματικές συσκέψεις και συζητήσεις στο ΠΑΣΟΚ και με την πανεπιστημιακή κοινότητα ετοιμάστηκε σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση και ενσωματώθηκαν στην τελική εκδοχή αρκετές παρατηρήσεις και προτάσεις, ενώ εκφράστηκε ισχυρή πολιτική βούληση από την τότε υπουργό Παιδείας, για να ψηφιστεί και να ξεκινήσει η εφαρμογή με πλήθος ενδοπαραταξιακών τρικλοποδιών. Χωρίς να είναι τέλεια, αποτελεί ένα μεγάλο βήμα. Κι αυτό δεν είναι αμελητέο.
Είναι λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθούν στα χέρια και τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες κάθε “μάγκα” πολιτικού αρχηγού, όταν μάλιστα, όπως ο κ. Σαμαράς, δεν μπορεί να πείσει για τα όσα κάνει, λόγω ανυπαρξίας προτέρου εντίμου βίου, αφού ως αντιπολίτευση υπονόμευσε κάθε μεταρρύθμιση, από τις λίγες που ξεκίνησε να κάνει η κυβέρνηση Παπανδρέου, γιατί δεν είχε την τόλμη και το σθένος για περισσότερες.
Ωστόσο, το περιεχόμενο και τα χαρακτηριστικά της κάθε μεταρρύθμισης, δεν είναι ουδέτερα. Γι’ αυτό και οι μεγάλες συγκρούσεις. Δεν είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτοσκοπός, ούτε διέπονται από αναξιοκρατία, αδιαφάνεια, απολύσεις χωρίς αντικειμενική αξιολόγηση, επιφανειακή πρεμούρα επικοινωνιακής προβολής και εξοικονόμηση χρημάτων. Είναι βαθιά πολιτική λειτουργία, έχουν και παιδαγωγικό περιεχόμενο και κυρίως θα πρέπει να ενισχύσουν το αίσθημα δικαιοσύνης και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη.
Αλλά πώς προσεγγίζουν τις μεταρρυθμίσεις ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και γενικότερα όσοι κινούνται στον λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο; Γιατί όλοι σχεδόν μιλούν για μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν έχουν όλοι την ίδια αντίληψη. Για παράδειγμα, στο ΠΑΣΟΚ οι μεταρρυθμιστές είναι μειοψηφία και στην κυβέρνηση Παπανδρέου οι πρωτοβουλίες που ανέλαβαν, υπονομεύτηκαν από το “βαθύ ΠΑΣΟΚ”, γιατί έθιγε τα κομματικά συμπλέγματα και ξεβόλευε μηχανισμούς. Ακόμη και στους κόλπους της σημερινής ηγεσίας καταγράφονται διαφορετικές απόψεις για το ποιες και μέχρι ποιου βαθμού μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να γίνουν. Άλλοι θέλουν αλλαγές σε βάθος, άλλοι μέχρι εκεί που δεν θα θίγεται η δική τους κομματική επιρροή.
Στη ΔΗΜΑΡ, από την άλλη, οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές αντιμετωπίζονται με διστακτικότητα και διαπνέονται από τη λογική να μην γίνουν απολύσεις, λες και ο Καλλικράτης ή η μεταρρύθμιση στα Πανεπιστήμια, απέλυσαν κόσμο. Ταυτόχρονα, η διστακτικότητα εκφράζεται και με τη λογική «να γίνουν και χρειάζονται μεταρρυθμιστικές αλλαγές, αλλά η έννοια του Δημοσίου να παραμείνει κυρίαρχη», λες και ο ΟΠΑΠ και ο τζόγος, επί παραδείγματι, είναι υποχρέωση του κράτους.
Ίσα-ίσα, όταν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια έχει προοδευτικό πρόσημο και κοινωνικό όφελος, τότε η Αριστερά θα πρέπει να την ενστερνίζεται και να την προωθεί. Αλλιώς κατατείνει σε υπερασπιστή των αγκυλώσεων και του ανορθολογισμού.
Επειδή όμως αυτή η πολιτική συμπεριφορά των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού δεν προκύπτει ως επιφοίτηση, ούτε σαν ενόραση, αλλά είναι απόρροια έντονων πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών και εμπειρίας, αποτελεί το προνομιακό πεδίο για να μπουν οι διαχωριστικές γραμμές, τι είναι αριστερό και προοδευτικό και ωφελεί την κοινωνία και τι συντηρητικό και αδρανές που κρατά την κοινωνία καθηλωμένη και στάσιμη; Ιδού λοιπόν πεδίον δόξης λαμπρόν για το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ, τους εκτός των δύο κομμάτων, τις κινήσεις και τις προσωπικότητες της ευρύτερης Σοσιαλδημοκρατικής Κεντροαριστεράς, να διαμορφώσουν το Εθνικό Μεταρρυθμιστικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της Ελλάδας, για να βγει από την κρίση και να διατρέξει το ευρωπαϊκό της μέλλον.