Ήμουν στην Γ’ Γυμνασίου και κατοικούσα σε μεγάλη επαρχιακή πόλη, όταν από τον Ιούνιο του 1974, προσκολλιόμουν στην παρέα του πατέρα μου κατά τις 12 την νύχτα κι άκουγα , σχεδόν λάθρα, τις φωνές των εκφωνητών της Ντώυτσε και του ΒΒC, για τον Μακάριο, την Χούντα που έπεφτε, τις κινήσεις πολιτικών, που μόλις μάθαινα τα ονόματά τους. Η παρέα κατά κύριο λόγο είχε πρώην ΣΚΕΛΔΙΤΕΣ -το κόμμα του Σβώλου, όπου κι ο πατέρας μου-, φρέσκους ανανεωτές του ΚΚΕες και δυο-τρείς Καραμανλικούς.
Έτσι, περνώντας οι μέρες ρούφαγα σα σφουγγάρι ιδέες, πληροφορίες και εικόνες. Η επιστροφή Καραμανλή, η αντίστοιχη του Παπανδρέου, ο Μαύρος, ο Ηλιού, ο Κύρκος, η Δημοκρατική Άμυνα, οι Νέες Δυνάμεις του Μαγκάκη και του Πεζμαζόγλου.
Οι εικόνες αυτές, όπως και τα πρώτα μου σχετικά διαβάσματα είναι ακόμα χαραγμένες. Όπως και οι κουβέντες αναφορικά με τον αν ο Καραμανλής αριστερίζει, λόγω της πρόσκαιρης εξόδου από το πολιτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και τις πρώτες κρατικοποιήσεις, που υλοποιούσε ο, αποκαλούμενος, σοσιαλμανής Παπαληγούρας με αποκορύφωμα την εκδίωξη του καθ. Ανδρεάδη από την Εμπορική Τράπεζα και την εξαγορά της από το κράτος. Κάποιες σχετικά ευμενείς δηλώσεις της Αντιπολίτευσης για τις Καραμανλικές κρατικοποιήσεις συν το θαυμασμό που εξέπεμπαν οι πάσης φύσεως κομμουνιστικοί κρατισμοί, είτε ο κραταιός της Σοβιετικής Ενωσης, είτε κάποια περίεργα κρατικοαυτοδιαχειριστικά υβρίδια του Τίτο και του Καρντέλλι στην Γιουγκοσλαβία, είχαν περίπου ταυτίσει στα μυαλά μας την πρόοδο και την Αριστερά, με τον κρατισμό και τις αλλεπάλληλες εθνικοποιήσεις, που θα κατασκευαζόντουσαν.
Τα χρόνια πέρναγαν, ο Ανδρέας μαλάκωνε αλλά ο Μιττεράν , ακόμα κι ο ρεφορμιστής Ισπανός Γκονζάλεθ μίλαγαν για εθνικοποιήσεις , που θα στρώναν τους πολιτικούς τους δρόμους με ροδοπέταλα.
Υστερα, ήλθε το ΠΑΣΟΚ, κι ενώ ο Μιττεράν αντελήφθη την οικονομική καταστροφή , που προέκυπτε από τις ασύδοτες – κυρίως – τραπεζικές εθνικοποιήσεις, αλλάζοντας τον Μωρουά με τον Ροκάρ , εδώ το κράτος γιγαντώνονταν με δανεικά , δημιουργώντας και πάμπολλες μη απαιτητές , ορθολογικά , θέσεις αντιπαραγωγικής εργασίας, ενώ σύντομα ορθές αστικές ολοκληρώσεις οδηγούσαν σε τραγέλαφους , όπως αυτός με τις συντάξεις των αντιστασιακών , στις οποίες η λαδερή ήδη γραφειοκρατία ενέτασσε με το κατάλληλο τίμημα κι άλλους. Θυμάμαι έναν γείτονα, Χίτη απ ότι ήξερα, και ενεργό ψηφοφόρο των χουντικών κομμάτων να μας λέει περήφανος, πως έβγαλε κι άλλη σύνταξη, προσκομίζοντας χαρτιά, που δείχναν πως ανταποκρίθηκε στα τελευταία καλέσματα του ΕΑΜ, και προσχώρησε σ’ αυτό για καμμιά εικοσαριά μέρες.
Mιαν άλλη φορά, φοιτητής πια και προύχοντας κάποιου φοιτητοκομματικού σωλήνα, διεκπεραίωσα και το πρώτο μου ρουσφέτι. Γνωστός μου, είχε υποβάλλει κάποιαν ένσταση νομίμως για θέμα του. Η αρμόδια γραφειοκρατία, με εντολή του Υ/διοικητή του Οργανισμού δεν την εξέταζε λόγω παλιάς διαμάχης του γνωστού μου με άλλη διοίκηση του Οργανισμού, άλλης Κυβερνήσεως. Βλέπετε η διαχρονία ανομοίων, πόσες ομοιότητες αδράχνει από διάφορα συμβάντα. Η υψηλή –τότε – θέση μου στο κόμμα, μου έδωσε την ευκαιρία να επισκεφτώ τάχιστα τον άγνωστό μου Υ/διοικητή, και η υπόθεση να πάρει τον δρόμο του αυτονόητου, όπου αυτονόητο η κατά νόμο εξέταση του θέματος προς απόρριψη ή αποδοχή της ενστάσεως.
Θυμάμαι με πόσον επαναστατικό οίστρο, διαλύαμε όποτε και όπως θέλαμε τις συνελεύσεις πανεπιστημιακών τμημάτων, από κοινού με τους βοηθούς όταν το διακύβευμά της συνέλευσης εκτιμούσαμε πως εντάσσονταν σε σκοτεινά καπιταλιστικά σχέδια, ολοι οι νεολαίοι, μηδε της ΝΔ εξαιρουμένης κατά περίπτωση, ενώ παρόλα αυτά οι αντιεξουσιαστές μας έλεγαν πως έιμασταν η άλλη όψη του ζητήματος, και όλα γινόντουσαν για να ξεκαρφωθεί , εκ των έσω – από μας – καλυπτόμενο, το σύστημα.
Αυτές είναι μερικές από τις πάμπολλες συστημικές αδυναμίες , που εδράζονταν πάνω σε χρειαζούμενες μεταρρυθμίσεις.
Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια κι ο κόσμος της εργασίας, στον οποίο εν τω μεταξύ είχα προσχωρήσει νομοτελειακά , αποκάλυπτε πολλές από τις συστημικές φαιδρότητες πάνω σε – υποτίθεται – οργωμένα μεταρρυθμιστικά χωράφια , όλο και μου έρχονταν στο νού ένα τσιτάτο του Μαρξ από την νιότη μου, πως δηλαδή αν δεν άλλάξεις ριζικά την δομή , τότε το εποικοδόμημα , ο θεσμός δηλαδή όσο και να τον άλλάξεις μένει περίπου απαράλλαχτος.
Μεταρρυθμίσεις που γίνανε από όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις, στράβωσαν γιατί αντιμετωπίστηκαν κατά το ήμισυ. Μειώνονται δραματικά οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, οι υπηρεσίες όμως παραμένουν εξίσου γραφειοκρατικές, όσο και πριν.
Απελευθερώθηκαν άτσαλα κάποια λεγόμενα κλειστά, αλλά η Ανεξάρτητη Αρχή του Ρακιντζή , έχει φορτώσει τους φοριαμούς ή τους σκληρούς δίσκους, με βεβαιωμένα περιστατικά συστάσεως καρτέλ , ακριβώς επειδή κάποιες απελευθερώσεις έγιναν βολονταριστικά, άτσαλα και – δήθεν – βοναπαρτικά.
Ετούτη η γενιά θα δει πολλές πια μεταρρυθμίσεις, αλλά τα γεννήμματα εκτρώματα, που είναι οι νοοτροπίες του σώματος των πολιτών, ίσως τα δουν ξεριζωμένα οι επόμενες γενιές στην βάση των ερεισμάτων μιας λειτουργούσας Παιδείας και μιας ατομικής και συλλογικής δια βίου μάθησης και αυτομόρφωσης.
Για νάμαστε δίκαιοι αυτή η Μεταπολίτευση προσέδωσε μιαν αδιάκοπη ροή λειτουργίας και θεσμών μιας Δυτικού τύπου Δημοκρατίας, αλλά δυστυχώς, παρά τις πολλές της εξαιρέσεις, παραγέμισε την κοινωνία με μετριοκρατία , αφήνοντας νοοτροπίες και κατάλοιπα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου να διαιωνίζονται.
Η δημοκρατικότατη αριστοκρατία του Πλάτωνα απλώς υπήρξε μια ουτοπία , ενώ παρόμοιες απόψεις του Σανταγιάμα, του Ντιούι, αλλά και του Νίτσε ή του Σοπενάουερ, ήταν εξ υπαρχής έωλες.
Οι καταιγίδα μεταρρυθμίσεων και οι διαγενεακές αποψιλώσεις των δομικών νοοτροπιών μέσω της απρόσκοπτης παιδείας, μπορούν μετά από τόσα χρόνια να καταστήσουν την αστική δημοκρατία λιγότερο τρωτή με την σταδιακή εξάλειψη των μετρίων υπέρ των καλών, αρκούν κι αυτοί. Και βέβαια με λιγότερο, ποιοτικότερο κράτος μειωμένης γραφειοκρατίας.
Θα είναι μια καλή πρόσμειξη υλικών για την καθυστερημένη ολική δικαίωση της Μεταπολίτευσης.