Σε παλιότερο άρθρο μου, «Ερωτήματα επείγοντος χαρακτήρα», έθετα το ερώτημα:
«Είναι η υποδοχή μεταναστών ευκαιρία ανοιχτής (και τι είδους ανοιχτής) κοινωνίας, ή αντιθέτως είναι μια ειρηνική εισβολή που όμως ενδέχεται στο μέλλον να σημάνει επικράτηση σκοταδιστικών αντιλήψεων και απόλυτη ανελευθερία; Εξαρτάται μόνο από την οπτική των κοινωνιών υποδοχής η απάντηση στο παραπάνω δίλημμα, ή μήπως και από τις διαφορετικές οπτικές και ποιότητες που μεταφέρονται με τα μεταναστευτικά ρεύματα;»
Το ερώτημα βέβαια θα μπορούσε ορθολογικά να απαντηθεί σε τρείς σειρές: Η υποδοχή μεταναστών δεν αποτελεί ευκαιρία ανοιχτής κοινωνίας αλλά επιβεβαίωσή της, στο βαθμό που και οι μετανάστες την αποδέχονται επίσης ως τέτοια, εγκολπονώμενοι τις αρχές της.
Διότι οι κοινωνίες μας, δηλαδή οι ευρωπαϊκογενείς (ή δυτικού τύπου) κοινωνίες, είναι ήδη ανοιχτές και φιλελεύθερες μακράν κάθε συγκρίσεως με όλες τις υπόλοιπες. Σίγουρα υπάρχουν διαφοροποιήσεις ιστορικού χαρακτήρα και μεταξύ των δυτικών κοινωνιών: άλλο ιστορικό υπόβαθρο προσδιορίζει την πολυπολιτισμικότητα στη βόρειο Αμερική, άλλο την ανεκτικότητα στη δυτική Ευρώπη και άλλο την σχετική επιφυλακτικότητα που παρατηρείται στην νοτιοανατολική και ανατολική Ευρώπη. Όλες όμως αυτές οι κοινωνίες, στις οποίες επίσης συμπεριλαμβάνονται και αυτές της Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας και Ισραήλ, έχουν εκείνα τα κοινά χαρακτηριστικά που αφ? ενός μεν επιτρέπουν την επικράτηση της ελευθερίας και της ευμάρειας, αφ? ετέρου την αίσθηση ότι ο οποιοσδήποτε πολίτης μίας απ? αυτές αισθάνεται άνετη εξοικείωση σε οποιαδήποτε από τις υπόλοιπες βρεθεί.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι μέχρι πριν από τρείς έως τέσσερις δεκαετίες και οι πολίτες των χωρών της Ασίας και της Αφρικής, καθώς μετανάστευαν, κυρίως στις χώρες της δυτικής Ευρώπης τότε, έκαναν έντονες προσπάθειες ενσωμάτωσής τους γιατί αυτό ήταν που πραγματικά επεδίωκαν. Εξ άλλου, όσοι απ? αυτούς ήταν μουσουλμάνοι, ήταν μάλλον με τον ίδιο τρόπο που ήμασταν χριστιανοί και οι Ευρωπαίοι: με ένα τρόπο χαλαρό, που απλώς συνέχιζε μια παράδοση. Έτσι, ενώ υπήρχε μετανάστευση, δεν αντιμετωπιζόταν ως μεταναστευτικό πρόβλημα. Σήμερα όμως δεν μιλάμε πλέον για μετανάστευση, αλλά για μεταναστευτικό πρόβλημα. Βαθύ, πολύ-παραγοντικό, σοβαρό.
Παράλληλα, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι οι κοινωνίες των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είχαν ποτέ πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, η κάθε ευρωπαϊκή χώρα διατηρεί εντονότατα τα ξεχωριστά εθνικά χαρακτηριστικά της, τα οποία και θεωρούνται άξια διατήρησης και προβολής. Με κοινό όμως υπόβαθρο τους τρείς πυλώνες: τον ελληνικό, τον ρωμαϊκό και τον χριστιανικό, οι οποίοι και δημιούργησαν τον ενιαίο ευρωπαϊκό χαρακτήρα μέσα στην ποικιλία εθνικών γλωσσών και ιδιαίτερων εθνικών και ιστορικών χαρακτηριστικών. Αυτά τα χαρακτηριστικά οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι διατεθειμένες να τα αλλάξουν, ενώ είναι αποδεδειγμένα πάντα ανοιχτές να υποδεχθούν όποιον θέλει να εναρμονισθεί με αυτές.
Κι εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα. Διότι οι νέοι μετανάστες δεν είναι διατεθειμένοι να εναρμονιστούν με τις κοινωνίες στις οποίες επιζητούν να εγκατασταθούν. Αντιθέτως, φροντίζουν με κάθε τρόπο να αναδείξουν την δική τους ταυτότητα, την σαφώς αντιευρωπαϊκή επειδή ακριβώς είναι πλέον στρατευμένη μουσουλμανική, και ακόμη περισσότερο απαιτούν αυτή η ταυτότητα να γίνει σεβαστή και να καταστεί μέρος της εικόνας και λειτουργίας των κοινωνιών στις οποίες φιλοξενούνται. Η δυναμική μάλιστα που αναπτύσσεται κινητοποιεί και μετανάστες δεύτερης ή τρίτης γενεάς που μόνο κατά παράδοση παρέμεναν μουσουλμάνοι. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο γιατί αυτή η ταυτότητα και οι αντιλήψεις που την συγκροτούν αντιτίθενται θεμελιωδώς προς τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν τις ανοικτές κοινωνίες. Στην ουσία, με την προσπάθεια των νέων μεταναστών να γίνουν σεβαστές και να εφαρμόζονται σταδιακά οι αντιλήψεις τους από τις κοινωνίες υποδοχής τους, απειλείται η ίδια η έννοια της ανοιχτής κοινωνίας, απειλείται η ελευθερία, ατομική και δημόσια, όπως αυτή βιώνεται στις κοινωνίες μας.
Δυστυχώς οι σημερινοί Ευρωπαίοι, θεωρώντας ότι τα ζητήματα των θρησκειών είναι πλέον ξεπερασμένα και εκτός των κοινωνικοπολιτικών αναζητήσεών τους, δεν κάνουν τον κόπο να μελετήσουν συγκριτικά το Ευαγγέλιο και το Κοράνι. Σαν ιστορικά κείμενα έστω, που αναντιρρήτως είναι. Θα έφταναν τότε σε συμπεράσματα που θα τους ανησυχούσαν και θα τους έθεταν σε εγρήγορση.