Ο πρόεδρος Ερντογάν (ο οποίος σχεδιάζει να αποσυρθεί από την πολιτική με το κλείσιμο της πενταετούς προεδρικής θητείας του) ξεκίνησε την πολιτική του διαδρομή στην κεντρική πολιτική σκηνή ως ενθουσιώδης υποστηρικτής της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Σε μια (και μοναδική) συνάντηση μαζί του το Δεκέμβριο 2002 στην Κοπεγχάγη οι αναφορές του στο ρόλο της Τουρκίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θύμιζαν... κεντροευρωπαίο ηγέτη τύπου Χ. Κολ ή Φρ. Μιττεράν. Ήταν ο Ευρωπαίος Ερντογάν no1. Χαρισματικός και επικοινωνιακός. Ο οποίος προωθούσε δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό και ήπια εξωτερική πολιτική (πρώτη περίοδος διερευνητικών επαφών με την Ελλάδα, μηδενικά προβλήματα, κλπ.) προκειμένου «να πιάσει» τα διευρυνσιακά κριτήρια ώστε να αρχίσουν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εκθέσεις εκείνης της περιόδου αναγνώριζε «τη θεαματική πρόοδο προς τη δημοκρατία που σημείωνε η Τουρκία». Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν πράγματι το 2005. Αλλά σε λιγότερο από δύο χρόνια, το 2007, η προοπτική ένταξης της Τουρκίας ουσιαστικά ματαιώθηκε από τη Γαλλία (πρόεδρος Ν. Σαρκοζί) με την υποβοήθηση της Γερμανίας (καγκελάριος Α. Μέρκελ). Προς την κατεύθυνση αυτή (κλείσιμο της προοπτικής) συνέβαλε και η Κύπρος.
Η ματαίωση της ενταξιακής προοπτικής οδήγησε στον Ερντογάν no. 2. Ίσως αυτό να συνέβαινε και χωρίς την αρνητική θέση Γαλλίας/ Γερμανίας δεδομένης της ιδεολογικής ταυτότητας του ως ήπιου Ισλαμιστή, κλπ. Αλλά πάντως αρκετοί θεωρούν ότι η Ευρώπη διέπραξε τότε ένα στρατηγικό λάθος με αποτέλεσμα «να χάσει την Τουρκία» ως δημοκρατικό στρατηγικό εταίρο. Από το 2007 και μετά ο Ερντογάν μπήκε στη διαδικασία ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη (χωρίς να εγκαταλείψει τυπικά το στόχο της ένταξης ) και οικοδόμησης ενός συγκεντρωτικού, προσωποπαγούς αυταρχικού πολιτικού συστήματος εγκαταλείποντας την προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε μετά τις εκτεταμένες διαδηλώσεις του 2011 (Γκίζι) και το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 (συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, προεδρικό σύστημα, κλπ.).
Στους στόχους αυτούς ο Ερντογάν έχει χωρίς αμφιβολία πετύχει καθώς η Τουρκία έχει αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και πόλος του νέου πολυπολικού διεθνούς συστήματος με υπολογίσιμη βιομηχανία παραγωγής όπλων ενώ έχει επεκτείνει την παρουσία της σε Κεντρική Ασία, Μ. Ανατολή, Αφρική, Λ. Αμερική. Και κάνει αυτό τόσο με μηχανισμούς ισχύος όσο και με διπλωματικά και ήπια μέσα. Είναι η χώρα με το τρίτο μεγαλύτερο διπλωματικό δίκτυο στον κόσμο μετά την Κίνα και ΗΠΑ με 252 πρεσβείες/αντιπροσωπείες ( Ελλάδα 22η με134) Και η τρίτη εξαγωγική χώρα τηλεοπτικών σήριαλς παγκοσμίως. Παράλληλα παραμένει sui generis χώρα μέλος του ΝΑΤΟ με βελτιούμενες σχέσεις με τις ΗΠΑ και ΕΕ( βραδέως) που ως Μεσαία Δύναμη συνομιλεί με Δύση και Ανατολή , με Ρωσία και Ουκρανία,π.χ. (βλέπε σχετικά το πρόσφατο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του S. Cagaptay « How Turkey Moved East», Foreign Affairs, 19/2).
Στα Ελληνοτουρκικά αν και ανακάλυψε τον νεο-αυτοκρατορικό επεκτατισμό και με ακραία ρητορική («θα έλθουμε ξαφνικά νύχτα», κλπ.), ο πρόεδρος Ερντογάν ακολούθησε συνολικά «ελεγχόμενη προσέγγιση» φθάνοντας μεν ενίοτε στα όρια της συγκρουσιακής έντασης (Έβρος, καλοκαίρι 2020) αλλά αποφεύγοντας την υπέρβασή τους με θερμό επεισόδιο (τύπου Ιμίων). Και ενώ διεύρυνε την ατζέντα των διεκδικήσεων (αποστρατιωτικοποίηση/κυριαρχία, Γαλάζια Πατρίδα, Τουρκο-Λιβυκό μνημόνιο), το υποκείμενο αφήγημά του υπήρξε η επίλυση των διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων (με τους όρους του φυσικά). Το γεγονός ότι μετά τις καταστροφές του 2023 (σεισμοί, Τέμπη) και τη συνακόλουθη εκδήλωση αμοιβαίας αλληλεγγύης άνοιξε η διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων – που κατέγραψε ως μείζονα εξέλιξη τη Διακήρυξη των Αθηνών – δημιουργεί ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση των προβλημάτων πριν την σχεδιάζομενη αποχώρηση του από την πολιτική. Πολύ περισσότερο εάν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η εκτίμηση ότι θέλει να αφήσει ως παρακαταθήκη μιά νέα περίοδο Ελληνοτουρκικής φιλίας.
Ίσως ο Ερντογάν no 3 λοιπόν ;
Ως πρός τη μετά – Ερντογάν Τουρκία; αίνιγμα τυλιγμένο σε μυστήριο.