Είναι το θέμα των προσώπων; Προφανώς, είναι. Είναι το πρόβλημα της πολυδιάσπασης του χώρου; Χωρίς αμφιβολία. Είναι το ζήτημα της μορφής που θα μπορούσε να λάβει ως συνασπισμός πολιτικών κομμάτων και κινήσεων, ή ενιαίος νέος πολιτικός φορέας; Σημαντικό και διχαστικό κι αυτό. Είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις που εμποδίζουν; Αυτό κι αν είναι…
Είναι όλα αυτά μαζί και το καθένα ξεχωριστά, που θα πρέπει να ξεπεραστούν και να μπουν στην άκρη για να υπάρξει η πολυθρύλητη συγκρότηση και ανασυγκρότηση του ευρύτερου κεντροαριστερού πολιτικού χώρου, σε μια ενιαία νέα δημοκρατική παράταξη.
Όμως, πέρα και πάνω από όλα αυτά, είναι το αν θα γίνει κατορθωτό, αφού μπει στην ατζέντα κατά προτεραιότητα, να υπάρξει εναλλακτική πολιτική και προγραμματική πρόταση και λύση στη σημερινή ζοφερή και αδιέξοδη κατάσταση στη χώρα και το πέρασμα σε μια μεταμνημονιακή εποχή. Να συντεθεί δηλαδή ένα μεταμνημονιακό – «μεταπολεμικό» σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα και σχέδιο. Χωρίς ένα τέτοιο πρόγραμμα, που θα προσδιορίζει και την φυσιογνωμία του πολιτικού αυτού χώρου στις σημερινές συνθήκες και θα καθιστά ξανά χρήσιμη την ύπαρξή του για τα κοινωνικά στρώματα και τις τάξεις αναφοράς του, συγγνώμη, αλλά κάθε προσπάθεια θα είναι πιστεύω περιορισμένης εμβέλειας και εν τέλει θνησιγενής!
Η νέα κεντροαριστερά έχει να αναμετρηθεί με τα σημερινά προβλήματα, τρομερά στην έκταση και την έντασή τους, που είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα που υπήρχαν πριν από 15 χρόνια, όταν και άρχισε η παλιά αυτή συζήτηση, χωρίς να έχει ευτυχή κατάληξη. Η κεντροαριστερά έπρεπε από τότε να είχε συγκροτηθεί σε ενιαία παράταξη, για να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους τα προβλήματα και τις ανάγκες εκείνης της εποχής. Τότε, που σε περίοδο ανόδου της παγκόσμιας και της ελληνικής οικονομίας, αρχικά για σύντομο διάστημα από τον Α. Παπανδρέου, με την πολιτική στροφή που πραγματοποίησε το 1993 και στη συνέχεια, κυρίως την πρώτη τετραετία του Κ. Σημίτη, επιχειρήθηκε πρώτη φορά ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού κράτους, της διοίκησης και της παραγωγικής βάσης. Δυστυχώς, δεν έγινε κατορθωτό και αυτό είχε ιστορικές αντανακλάσεις και συνέπειες, μιας και η αποτυχία αυτή δεν έδωσε την δυνατότητα σε εκείνο το εγχείρημα να συνεχίσει και να πετύχει σε βάθος τους στόχους του. Υπήρξε έτσι μια ιστορική πολιτική καθυστέρηση στη χώρα, που δυστυχώς αποδείχθηκε και μοιραία.
Σήμερα, είμαστε πια, δυστυχώς θα έλεγα, σε μια άλλη εποχή και η συγκρότηση της όποιας κεντροαριστεράς καλείται να υπηρετήσει άλλες ανάγκες και στόχους. Ούτε η Ευρώπη, ούτε ο κόσμος, ούτε και η Ελλάδα, πολύ περισσότερο, είναι ίδια. Ζούμε σε περίοδο μεγάλης αστάθειας, ανατροπής των διεθνών συσχετισμών, σε περίοδο πλήρους κυριαρχίας των αγορών κεφαλαίων, χωρίς καμιά δυνατότητα ελέγχου από τα κράτη. Στην Ευρώπη ζούμε συνθήκες υποχώρησης της ευρωπαϊκής ιδέας, εφαρμογής μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, υπό την πλήρη κυριαρχία της Γερμανίας, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και συντηρητικών στην πλειοψηφία τους κυβερνήσεων. Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις βρίσκονται συνήθως στην αντιπολίτευση και κυρίως σε πολιτική και προγραμματική αμηχανία.
Υπάρχουν ορισμένα θεμελιώδη ερωτήματα που κάποτε, πριν από λίγα χρόνια, η απάντησή τους ήταν αυτονόητη, αλλά που δυστυχώς σήμερα, μετά απ’ όλα αυτά που ζούμε, πρέπει να απαντηθούν ξανά:
Μπορεί, για παράδειγμα, να δεχθεί η σημερινή κεντροαριστερά, τη συνέχιση μιας απολύτως άδικης φορολογικής μεταχείρισης των μικρών και μεσαίων εισοδημάτων; Μπορεί να δεχθεί τη μαζική απελευθέρωση των απολύσεων, την άρση των πλειστηριασμών στην πρώτη κατοικία, τη διάλυση (αντί του εκσυγχρονισμού) στα «συστήματα» υγείας και παιδείας; Την κατάργηση κάθε κρατικής προνοιακής δομής, τη σφαγή των μισθών και συντάξεων; Έναντι της επίτευξης αναγκαίων, χωρίς αμφιβολία, στόχων δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσω όμως ενός λανθασμένου εξ’ αρχής «προγράμματος» και υπό τον πλήρη έλεγχο των δανειστών σε βαθμό περίπου κατάργησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Στόχοι, που κατά μία διαβολική σύμπτωση οδηγούν επίσης και στην πλήρη ανακατανομή των εισοδημάτων υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων, στην ανατροπή της ταξικής δομής της ελληνικής κοινωνίας και στην πλήρη φτωχοποίηση και εξαθλίωση ενός πολύ μεγάλου τμήματος του ελληνικού πληθυσμού.
Όχι, δεν μπορεί, δεν είναι δυνατόν μια σοσιαλδημοκρατική παράταξη να συνεχίσει να τα δέχεται όλα αυτά. Και αν αυτό έγινε, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συνεχισθεί για πάντα. Το ΠΑΣΟΚ πήρε επάνω του μόνο του, ως μη όφειλε, όλο το βάρος, της σωτηρίας της χώρας και της εφαρμογής του σκληρού, εξοντωτικού δημοσιονομικού προγράμματος. Αυτό, για ένα σοσιαλιστικό κόμμα, μόνο ως μια αναγκαστική ιστορική παρένθεση και ανορθόδοξη πολιτική παρέκκλιση μπορεί (με αρκετή δόση επιείκειας) να εκληφθεί και όχι βέβαια ως στοιχείο πολιτικής φυσιογνωμίας και στρατηγικής επιλογής. Ανεξάρτητα όμως του τι έγινε μέχρι σήμερα, του ποιος, τι και πόσο φταίει γι’ αυτά που έχουν συμβεί, τώρα πια θα πρέπει να μπει μια τελεία (!)… και παύλα.
Αν δεν γίνει άμεσα αυτό, ταυτόχρονα με την παρουσίαση σχεδίου και προγράμματος που θα αποκαθιστά βαθμιαία τις αδικίες και τα τραύματα και θα δίνει προοπτική, όλα τα άλλα που συζητούνται για το θέμα αυτό είναι, πιστεύω, άνευ ουσιαστικής σημασίας.