Η ??κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παραιτήθηκε, η Βουλή διαλύθηκε, η υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό την κ. Θάνου ορκίστηκε, οι εκλογές θα γίνουν στις 20 Σεπτεμβρίου. Αυτά είναι τα επίσημα δεδομένα του πολιτικού σκηνικού, και από εκεί και πέρα οι πρώτες σχετικά αξιόπιστες δημοσκοπήσεις δείχνουν ελαφρό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό φωτογραφίζει το σήμερα –όπως, άλλωστε, οι δημοσκόποι δεν κουράζονται να επισημαίνουν για να έχουν και το κεφάλι τους ήσυχο αν τα ευρήματά τους διαψευστούν από την πραγματικότητα– και η μόνη αρκετά ασφαλής πρόβλεψη που μπορεί να γίνει είναι ότι κανένα κόμμα δεν θα είναι σε θέση να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Εκτός και αν γίνουν πράματα και θάματα…
Αναμφίβολα, το κόμμα που θα έλθει πρώτο θα έχει πρωτεύοντα ρόλο την επόμενη μέρα, καθώς το εκλογικό σύστημα του δίνει μπόνους 50 εδρών και χωρίς τη συμμετοχή του είναι μάλλον απίθανο να σχηματισθεί κυβέρνηση, όταν μάλιστα είναι βέβαιο ότι το μεν ΚΚΕ θα αρνηθεί να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε σχήμα και το οποιοδήποτε σχήμα δεν πρόκειται να συμπεριλάβει τη Χρυσή Αυγή. Επομένως, από τη στιγμή που οριστικοποιηθούν τα αποτελέσματα, το παιχνίδι της δημιουργίας κυβέρνησης θα περιορισθεί στα κόμματα του λεγόμενου συνταγματικού τόξου που θα βρεθούν στη Βουλή. Και αυτή τη στιγμή μόνο δύο από αυτά είναι σίγουρα, ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει απομείνει στον Αλ. Τσίπρα και η Νέα Δημοκρατία υπό τον Ευ. Μεϊμαράκη. Καλές πιθανότητες έχουν να υπερβούν το απαιτούμενο 3% για να είναι στην επόμενη Βουλή η ΛΑΕ του Π. Λαφαζάνη (μετά Ζωής Κωνσταντοπούλου) και το Ποτάμι του Στ. Θεοδωράκη, αλλά κανείς δεν μπορεί να βάλει το χέρι του στη φωτιά. Το ΠΑΣΟΚ και οι ΑΝΕΛ κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρξει έκπληξη και από κάποιο άλλο μικρό κόμμα.
Αυτά βλέπουμε προς το παρόν μέσα στο ομολογουμένως θολό τοπίο. Θα πρέπει να επισημανθούν κάποιες δυσδιάκριτες μεταλλάξεις, αλλά και κάποιες ζητούμενες ανατροπές στην κοινωνία, που έχουν τη σημασία τους. Εκ των πραγμάτων και παρά τη λαϊκίστικη ρητορική που συνεχίζει να έχει και τις κραυγαλέες αντιφάσεις στις οποίες πέφτουν ο αρχηγός και τα στελέχη του, ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα μετεξελίσσεται σε αρχηγικό κόμμα εγκαταλείποντας τις «κομμουνιστικές» δομές του. Η διάσπαση του κόμματος, οι εξαγγελίες ότι ο Αλ. Τσίπρας θα απευθύνεται πλέον στην κοινωνία, η εσωκομματική συζήτηση για τις σχέσεις κόμματος και κυβέρνησης δείχνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία και ασφαλώς, ότι θα υποβαθμιστεί ο ρόλος της Κεντρικής Επιτροπής και της Πολιτικής Γραμματείας, που, όπως αποδείχθηκε, δεν ελέγχονταν από τον αρχηγό.
Αλλωστε, το μόνο «ατού» που διαθέτει σε αυτή την προεκλογική μάχη ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας, τουλάχιστον για το τμήμα του πληθυσμού από το οποίο προσδοκά να αντλήσει ψήφους.
Από την άλλη πλευρά, η υπογραφή του μνημονίου, έστω στο «και πέντε» και έστω μετά την καταστροφή που προκάλεσε η εξόφθαλμη αντιμνημονιακή συμπεριφορά της κυβέρνησης στο εξάμηνο των διαπραγματεύσεων, δείχνει αναγκαστική μετακίνηση του Αλ. Τσίπρα προς… το κέντρο. Ηδη στα αριστερά του υπάρχει το ΚΚΕ και πήρε θέση η ΛΑΕ, για να μην αναφερθούμε και στα εξωκοινοβουλευτικά κομματίδια.
Μόνο που αυτή η μετατόπιση δεν θα είναι εύκολη. Απαιτεί χρόνο και προοπτική παραμονής μεγάλης διάρκειας στην εξουσία, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσφέρει κάθε τόσο αντισταθμιστικά στο αντιμνημονιακό κοινό του για να το φέρει σταδιακά στα νερά του. Ατυχώς γι’ αυτόν, τέτοιες πολυτέλειες δεν υπάρχουν σήμερα…
Η ζητούμενη, λοιπόν, ανατροπή είναι στο ποσοστό των αντιμνημονιακών ψήφων, που, είτε το θέλουμε είτε όχι, συνδυάζονται με τον λαϊκισμό και τον αντιευρωπαϊσμό. Στις εκλογές του Ιανουαρίου το ποσοστό τους ξεπέρασε το 55% και, σε μεγάλο βαθμό, επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά στο δημοψήφισμα, κακά τα ψέματα. Αυτό πήραν στο σύνολό τους ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χρυσή Αυγή και διάφορα κομματίδια που δεν μπήκαν στη Βουλή. Αν, έπειτα από όσα καταστροφικά συνέβησαν τους τελευταίους μήνες, το ποσοστό αυτό –στο οποίο αντικειμενικά περιλαμβάνονται ακόμη οι ψηφοφόροι του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ– δεν έχει ελαττωθεί, ποια κυβέρνηση, έστω και ευρείας συνεργασίας, θα κατορθώσει να εφαρμόσει αυτά που πρέπει να υλοποιηθούν; Ιδιαίτερα αν δεν μετέχει σε αυτήν ο ΣΥΡΙΖΑ.