Ακόμα κι αν σβήσουμε παντελώς («σφουγγάρι» που είχε πει κάποτε κι ο Α. Σαμαράς, όταν ανέλαβε την ηγεσία της ΝΔ) την προεκλογική ρητορική, το ύφος, το ήθος και την «ακτιβιστική» δράση στελεχών και ακολούθων του προεκλογικού ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα θα καταφέρουμε να εντάξουμε την όποια κυβερνητική πολιτική του μετάλλαξη, στα ορθολογικά παραδείγματα των μέχρι σήμερα πολιτικών οικογενειών. Τα κυβερνητικά δείγματα γραφής του κόμματος που βρίσκεται στην εξουσία για περισσότερα από τρία χρόνια, σφιχταγκαλιασμένο με τους ΑΝΕΛ, μας απομακρύνουν από οποιαδήποτε δυνατότητα σύγκρισης με τα υπάρχοντα κομματικά και παραταξιακά μοντέλα διακυβέρνησης. Μας οδηγούν μάλλον προς …μακιαβελικές επεξηγήσεις για τους τρόπους κατάκτησης και διατήρησης της εξουσίας.
Η μόνη ίσως σταθερή και συνεπής σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την αντιπολιτευτική του περίοδο και τις ιδρυτικές του απαρχές, από τα σπλάχνα του πάλαι ποτέ Συνασπισμού, είναι η εργαλειοποίηση του μίσους ως κυρίαρχου και καθοδηγητικού πολιτικού ιδεολογήματος. Για έναν κομματικό σχηματισμό που συντέθηκε από τα πιο οργισμένα και φωνασκούντα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν ήταν δύσκολο να αντιληφθεί και να αξιοποιήσει το πρόσφορο κοινωνικό έδαφος οργής και αμφισβήτησης που προκάλεσε η οικονομική κρίση μέσα από την απότομη αναπροσαρμογή των οικονομικών μεγεθών και εισοδημάτων. Από αυτή την εργαλειοποίηση, που έγινε βασικό και συνεκτικό συστατικό της πολιτικής του ύπαρξης και δραστηριοποίησης δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί κατά την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής.
Άλλωστε, μετά τους δαπανηρούς πειραματισμούς του πρώτου εξαμήνου διακυβέρνησης και την οριστική επιλογή παραμονής στην εξουσία εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, δεν του έμεναν και πολλές δυνατότητες διατήρησης της πρότερης ιδεολογικής και ιστορικής του, ταυτότητας. Η μόνη πηγή βιώσιμου πολιτικού αφηγήματος, όταν έχουν καταρρεύσει ως «αυταπάτες» οι βασικές σου πολιτικές θέσεις και αντιλήψεις, είναι η τακτική προσφυγή στην δημιουργία και υπόδειξη «εχθρών». Με εχθρική ναυαρχίδα «το παλιό», το πολιτικό μυθιστόρημα εμπλουτίζεται συνεχώς με νέους ήρωες και πρωταγωνιστές.
Έτσι βρέθηκαν στο στόχαστρο, κάθε φορά που δεν ήταν αρεστές οι αποφάσεις τους, θεμελιώδεις θεσμοί του πολιτεύματος, όπως ανώτατα δικαστήρια και δομές της δικαιοσύνης, ανεξάρτητες αρχές, προβλεπόμενες λειτουργίες του κοινοβουλίου, θεσμοί και φορείς της Ε.Ε. Μείζων εχθρός ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (κι αν δεν αρκεί ακόμα και μέλη της οικογένειας του), οι άμεσοι πολιτικοί αντίπαλοι που πρέπει να πολιτεύονται ως «υπόδικοι», η σύζυγος του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο αντιπολιτευόμενος Τύπος μαζί με όσα ΜΜΕ ορθώνουν αντιπολιτευτικό ανάστημα. Όπου τα επιχειρήματα ή οι αποδείξεις «εχθροποίησης» δεν επαρκούν, επιστρατεύεται η δημαγωγία και η ρητορική του μίσους και του διχασμού, προκειμένου να εμποτιστεί με όσο το δυνατόν περισσότερο δηλητήριο η κοινή γνώμη.
Το «νέο» βέβαια δεν παραλείπει να καταλάβει το δικό του έδαφος στα βοσκοτόπια της εξουσίας, είτε καλλιεργώντας υπάρχοντα φυτώρια που προσαρμόστηκαν, είτε δημιουργώντας νέες εσοδείες στους χώρους των επιχειρηματιών, των ομίλων ΜΜΕ, και των τραπεζών. Σε συνδυασμό με τον τρόπο άσκησης της δημόσιας διοίκησης, την αντιμετώπιση των κάθε λογής οργανωμένων συμφερόντων, την γενικότερη εικόνα των δημοσίων οργανισμών και την σθεναρή αντίσταση σε κάθε μορφή αξιολόγησης και εκσυγχρονισμού, το «νέο» παίρνει την σκυτάλη από το «παλαιότερο» κι από αυτό που διαδέχθηκε.
Ακόμα και στην περίπτωση διαχείρισης του άγχους του «πολιτικού εξαγνισμού» του από τον κυβερνητικό του εταίρο, ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύεται με την γνωστή συνταγή του, προσπαθώντας μέσω της ηθικής απαξίωσης, των δικαστικών διώξεων και του ατομικού προσηλυτισμού να διεμβολίσει τον κομματικό σχηματισμό της κεντροαριστεράς προκειμένου να καρπωθεί συμβολισμούς και πρόσωπα που θα του φανούν χρήσιμα στις επικείμενες εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω και ως κατ’ ευφημισμό αριστερά, δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα λαϊκιστικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη, ούτε καν στην Ελλάδα. Απέχει όμως έτη φωτός από τα αποτυπώματα, την θεσμική, κοινωνική και δημοκρατική κληρονομιά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην Ευρώπη, ακόμα και στις λιγότερο αποτελεσματικές και πετυχημένες εκδοχές τους.
Το δυστύχημα βέβαια δεν είναι η όποια εννοιολόγηση ή σύγκριση, αλλά τα βαθειά τραύματα και οι πληγές που αφήνει στο πολίτευμα και τους θεσμούς το πέρασμα και η παραμονή του στην εξουσία. Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να ηττηθεί o ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλώς στην καταγραφή των κομματικών συσχετισμών, αλλά στο πεδίο όσων παθογενειών διατήρησε, επανέφερε και εκπροσωπεί, μεγάλο μέρος των οποίων ευθύνεται για την επώδυνη κρίση που ακόμα διατρέχει την χώρα μας.