Μαϊμού ή γνήσιο, αληθινό ή ψεύτικο; Το περιλάλητο «πρωτογενές πλεόνασμα» είναι το νέο γέρας του αέναου αγώνα μνημονιακών – αντιμνημονιακών. Μόνο που δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω αυτήν τη νέα αντιπαράθεση.
Οχι μόνο επειδή ο καβγάς για την αυθεντικότητα των στοιχείων περί πλεονάσματος αφορά κάτι που πολύ σύντομα, και πάντως πολύ πριν από το εκλογικό ραντεβού του ερχόμενου Μάη, θα ξέρουμε με βεβαιότητα, όταν η Eurostat επικυρώσει τα στοιχεία. Αλλά προπάντων επειδή όλη αυτή η συζήτηση, με όρους εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν βρίσκω να έχει κανένα απολύτως νόημα.
Θυμίζω ότι το ελληνικό Δημόσιο είχε κλείσει τα βιβλία του το 2009 με ένα αβυσσαλέο έλλειμμα 24 δισ., πριν αρχίσει να πληρώνει τόκους και χρεολύσια. Πόση σημασία έχει, λοιπόν, αν οι λογαριασμοί κλείσουν φέτος με μικρό πλεόνασμα, με ισοσκελισμένο αποτέλεσμα ή με ένα μικρό έλλειμμα, όπως υποστηρίζει η αντιπολίτευση;
– Ετσι κι αλλιώς, η απόσταση που διανύθηκε, από το πλην 24 στο μηδέν, στο μείον ένα ή στο συν δύο είναι τεράστια. Κάποιοι λένε πως πρόκειται για παγκόσμιο ιστορικό ρεκόρ δημοσιονομικής προσαρμογής.
– Ετσι κι αλλιώς, η εξαφάνιση εκείνου του καραμανλικού ελλείμματος έχει γίνει διά πυρός και σιδήρου και διά της οδού της αδικίας. Με ασυγχώρητα άνιση κατανομή των βαρών. Με τους τα πλείονα έχοντες να την έχουν «κοπανήσει», κατά την έκφραση της Ανγκελα Μέρκελ.
– Ετσι κι αλλιώς, το τίμημα του μηδενισμού του πρωτογενούς ελλείμματος ήταν αβάσταχτα βαρύ. Και το πλεόνασμα, ακόμη κι αν ένα μέρος του διατεθεί για την αρωγή προς τους κοινωνικά ασθενέστερους, δεν αλλάζει από μόνο του ούτε τη διαδικασία φθοράς της οικονομικής δραστηριότητας ούτε ανακόπτει την αύξηση της ανεργίας.
– Ετσι κι αλλιώς, αυτό το πλεόνασμα δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ – εκτός και αν πιστεύει κανείς ότι οι «υπαρκτοί φορολογούμενοι» μπορούν αενάως να πληρώνουν τέτοιους φόρους, το Δημόσιο να παρακρατά αενάως μέρος των οφειλών του και οι δημόσιες επενδύσεις να παραμένουν στο διηνεκές μηδενικές – αν δεν αλλάξει το οικονομικό περιβάλλον, αν δεν ανακοπεί η αποεπένδυση, η πιστωτική ξηρασία και η ύφεση που ενδημούν πέντε χρόνια τώρα στη χώρα.
Θα το καταλάβαινα αν ο καβγάς γινόταν για όλα αυτά, για τους τρόπους με τους οποίους επιτεύχθηκε το πλεόνασμα ή για ένα σχέδιο για τη ζωή μετά τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αλλά ο καβγάς για το ακριβές ύψος του πλεονάσματος ή τη γνησιότητα των στοιχείων που το τεκμηριώνουν μου φαίνεται εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. Μια απλή άσκηση πολιτικαντισμού, με το βλέμμα στο επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων.
Το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα αν έχει κάποια σημασία – και έχει, και πολύ μεγάλη μάλιστα – αυτή δεν αφορά τα εσωτερικά μας πράγματα, αλλά τη διαπραγματευτική θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Για πρώτη φορά, από τότε που χτύπησε ο κεραυνός, η Ελλάδα δεν θα χρειάζεται δανεικά για να βγάλει τον μήνα, για να πληρώσει, κατά την πολυχρησιμοποιημένη έκφραση, μισθούς και συντάξεις. Θα χρειάζεται δανεικά μόνο για να εξυπηρετήσει το χρέος, για να γυρίσει τα προηγούμενα δανεικά. Και το χρέος αυτό βρίσκεται πια, μετά το περυσινό κούρεμα, όχι στα χέρια ιδιωτών επενδυτών ή τοκογλύφων, αλλά στα χέρια ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων. Διαμορφώνεται, συνεπώς, για πρώτη φορά ένα περιβάλλον στο οποίο η Ελλάδα έχει περιθώριο διαπραγμάτευσης. Μπορεί να διαπραγματευθεί – ενώ έως τώρα δεν το μπορούσε – τους όρους του νέου δανεισμού, να διεκδικήσει μια πραγματική ελάφρυνση του χρέους, μπορεί να δοκιμάσει δυνατότητες δανεισμού της μέσω των διεθνών αγορών, μπορεί να αρνηθεί την ιδέα Σόιμπλε για ένα τρίτο πακέτο, με ένα τρίτο μνημόνιο και παράταση της παρουσίας της τρόικας, μπορεί να διεκδικήσει, αντί για νέα δανεικά προς εξόφληση των προηγούμενων δανεικών, μια αποτελεσματική αναπτυξιακή βοήθεια, ώστε να εξυπηρετεί εξ ιδίων το χρέος της.
Πώς μπορεί η χώρα να φέρει εις πέρας αυτήν τη δύσκολη διαπραγμάτευση; Και πώς θα σχεδιάσει ένα μέλλον μετά την γκρίζα εποχή της λιτότητας; Μου κάνει εντύπωση πως κανένα από τα ερωτήματα αυτά δεν συζητούνται. Και κανείς δεν ελέγχει, επ? αυτών, την κυβέρνηση.