Μετά το Παρίσι

Νίκος Ανδρουλάκης 21 Νοε 2015

Πριν από είκοσι και πλέον χρόνια ο Αμερικανός ακαδημαϊκός Σάμιουελ Χάντινγκτον παρουσίασε τη γνωστή του θεωρία περί της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Παρά την δημοφιλία της, ως ερμηνευτικό σχήμα, η ιδέα της σύγκρουσης των πολιτισμών δεν έγινε ποτέ αποδεκτή από τις κυβερνήσεις της Δύσης, ακόμα και από τις ποιο συντηρητικές. Αντίθετα, εκεί που η εν λόγω θεωρία γνώρισε ένθερμους θιασώτες ήταν στους φανατικούς κάθε χρώματος και δόγματος.

Αμφιβάλλει κανείς ότι εάν μπορούσαν να μιλήσουν οι θύτες του Μπατακλάν θα συμφωνούσαν αναφανδόν με το επιχείρημα περί αναπόφευκτης σύγκρουσης των πολιτισμών;

Αυτό είναι ακριβώς το μέλλον που πρέπει να αποτρέψουμε. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι σηματοδοτούν μια νέα πραγματικότητα που θα περιλαμβάνει και νέες συγκρούσεις. Αυτό όμως που πρέπει να αποφύγουμε πάση θυσία είναι αυτή η διαμάχη να λάβει το χαρακτήρα της σύγκρουσης δυο διακριτών, αμοιβαία αποκλειόμενων, πολιτισμών και κοσμοθεωριών.

Πρέπει να το αποφύγουμε γιατί η ίδια η πραγματικότητα το διαψεύδει καθημερινά.Σήμερα, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες περιλαμβάνουν συμπαγείς μουσουλμανικές κοινότητες. Αυτό το γεγονός από μόνο του ακυρώνει αυταπόδεικτα το επιχείρημα ότι άνθρωποι διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών δεν μπορούν να ζήσουν και να εργαστούν μαζί.

Η «πολυπολιτισμικότητα» δεν είναι μια μελλοντική φαντασίωση ενός ιδανικού κόσμου αλλά η καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών. Οι κοινωνίες μας σήμερα είναι πολυπολιτισμικές. Είναι πολυπολιτισμικές γιατί οι μετακινήσεις είναι εύκολες, οι δημογραφικές διαφορές αυξανόμενες, οι οικονομικές ανισότητες αμείωτες, οι πόλεμοι συνεχίζονται και οι φυσικές καταστροφές πάντα υπάρχουν. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.

Στον απόηχο των επιθέσεων στο Παρίσι αυτή η βασική ιδέα πρέπει να υποστηριχθεί με σθένος. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικές προκλήσεις οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν. Η τρομοκρατία δημιουργεί εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων μεταναστών και των ευρωπαϊκών κρατών ενώ η προσφυγική κρίση έχει ενδυναμώσει ξενοφοβικά κόμματα σε Γερμανία και Γαλλία. Συνδυαστικά, αυτές οι εξελίξεις λειτουργούν αρνητικά για όσους θέλουν να αποφύγουν μια «σύγκρουση των πολιτισμών».

Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν οι υποστηρικτές των ανοιχτών κοινωνιών και πως πρέπει η Ευρώπη να αντιμετωπίσει την πρόκληση; Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι ο στόχος των τρομοκρατών που καλύπτονται υπό το πέπλο εξτρεμιστικών εκδοχών του Ισλάμ είναι είτε να αποτρέψουν την επέμβαση της Δύσης στη Μέση Ανατολή είτε να την προκαλέσουν για να υπονομεύσουν τη σταθερότητα των μοναρχιών του Περσικού κόλπου.

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις που έχουν οι τρομοκράτες η Ευρώπη οφείλει να αντιδράσει. Το ερώτημα είναι πως ακριβώς. Κατά τη γνώμη μου αυτή η αντίδραση πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένους άξονες πολιτικών που αντιστοιχούν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε:

1) Στενότερη ευρωπαϊκή συνεργασία σε θέματα ασφάλειας. Η απειλή που αντιμετωπίζουμε σήμερα ούτε προέρχεται ούτε περιορίζεται στα στενά εθνικά όρια του κάθε κράτους μέλους. Η απάντηση πρέπει να είναι λοιπόν ανάλογη και να υπερβαίνει τα σύνορα των κρατών μελών. Εάν θέλουμε να διαφυλάξουμε θεσμούς όπως την ελεύθερη διακίνηση στα όρια του Σενγκεν τότε οφείλουμε να τους ενισχύσουμε για να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα.

2) Κοινή στρατηγική για τον περιορισμό των συνεπειών από την προσφυγική κρίση. Ανεξάρτητα από το εάν στην ομάδα τρομοκρατών του Παρισιού συμμετείχε και άτομο το οποίο είχε διέλθει των συνόρων προφασιζόμενο τον πρόσφυγα ή όχι, η αλήθεια είναι ότι η προσφυγική κρίση δημιουργεί ένα σοβαρό κενό ασφάλειας. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να κλείσουμε την πόρτα μας σε όσους καταφέρνουν να διαφύγουν από τη φρίκη του πολέμου. Το φορτίο όμως είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσουν από μόνες τους οι χώρες διέλευσης και προορισμού. Η ΕΕ έχει ήδη καταρτίσει ένα πρόπλασμα σχεδίου δράσης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Αυτό πρέπει να επικαιροποιηθεί και να τεθεί σε εφαρμογή άμεσα. Είναι επίσης σημαντικό σε αυτή τη προσπάθεια να έχει εμπλοκή και η Τουρκία η οποία αποτελεί την χώρα κλειδί για την αντιμετώπιση της κρίσης.

3) Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα με την αύξηση της δημοφιλίας ακραίων πολιτικών και θρησκευτικών ιδεών στις νεότερες γενιές. Δεν ωφελεί σε τίποτα να εθελοτυφλούμε και να αρνούμαστε την ύπαρξη του φαινόμενου. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να εντοπίσουμε τις αιτίες τους και να τις αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ακραίοι τζιχαντζιστές προέρχονται από τρίτη γενιά μεταναστών. Η πρώτη και η δεύτερη γενιά είχαν προσαρμοστεί ομαλά. Τι έγινε με τους τρίτους; Έχει σημασία να καταλάβουμε αυτήν τη διαφορά.

4) Προώθηση μιας κοινά αποδέκτης πολιτικής λύσης στον Συριακό εμφύλιο. Εάν δεν τερματιστεί ο πόλεμος στη Συρία ούτε οι προσφυγικές ροές θα μειωθούν ούτε οι δραστηριότητες του Ισλαμικού Κράτους μπορούν να αναχαιτίσουν.Το προηγούμενο Σάββατο είχαμε μια σημαντική εξέλιξη στις συνομιλίες που διεξάγονται στη Βιέννη για τον τερματισμό των συγκρούσεων. Το συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα προβλέπει για πρώτη φορά τη διενέργεια συνομιλιών πρόσωπο με πρόσωπο μεταξύ της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης. Η βασική ιδέα όπως σκιαγραφείται περιλαμβάνει μεταβατική περίοδο για τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών καθώς και κάποιου είδους αμνηστία. Ασυμφωνία εξακολουθεί να υπάρχει στον ρόλο που θα διαδραματίσει μελλοντικά ο σημερινός Πρόεδρος Άσσαντ. Αυτή η ευκαιρία για ειρήνη δεν πρέπει να χαθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αναλάβει ενεργητική δράση για να εξασφαλίσει ότι η διαδικασία δεν θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

Αποτυχία αποτελεσματικής αντιμετώπισης αυτών των προκλήσεων θα οδηγήσει σχεδόν νομοτελειακά σε μια φοβική και συντηρητική Ευρώπη με κλειστά σύνορα και περιορισμό ελευθερίων. Αυτό ισοδυναμεί με ήττα των φίλων των παραδοσιακών ευρωπαϊκών αξίων και των ανοιχτών, δημοκρατικών κοινωνιών. Είναι το αντίθετο ακριβώς από αυτό που επιδίωκαν οι ιδρυτικοί πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί ακύρωση στην πράξη των θετικών στοιχείων που εκπορεύονται από την ιδέα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Τον 18ο αιώνα, οι διαμάχες μεταξύ προτεσταντών και καθολικών στην Ολλανδία και το Βέλγιο οδήγησαν στην πολιτική της καθετοποίησης(verzuiling), όπου η κάθε κοινότητα συναλλασσόταν και ζούσε μέσα στα όρια της, σε απομόνωση από την άλλη. Το να ζούμε μαζί και χώρια, σαν ξένοι μέσα στην ίδια επικράτεια είναι μέρος του παρελθόντος που έχουμε αφήσει πίσω. Δεν πρέπει να επιστρέψουμε εκεί.

Πηγή: Ηuffingtonpost