Μετά τις εκλογές – παλιά δεδομένα, νέα ζητούμενα

Τάκης Αναστόπουλος 03 Ιουν 2014

Παράδοξες αυτές οι ευρωεκλογές, στις οποίες πήρα για πρώτη φορά μέρος με τη διάθεση να προσφέρω στον δημόσιο διάλογο με την σχεδόν σαρανταετή ευρωπαϊκή μου εμπειρία. Πρώτα πρώτα μόνο κατ’ όνομα και κατ’ επίφαση ήταν ευρωπαϊκές εκλογές. Το υποτιθέμενο διακύβευμα πολύ λίγο εξηγήθηκε και ακόμα λιγότερο έδειξε να ενδιαφέρει τους πολίτες. Ίσως γιατί επιλέχτηκε να συμπέσουν με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές και άρα το ενδιαφέρον εστιάστηκε σε τοπικού χαρακτήρα θεματολογία και πρόσωπα. Ένας άλλος λόγος είναι η δημοψηφισματική διάσταση που έδωσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η διλημματική απάντηση και των δύο κυβερνητικών εταίρων. Με αυτούς τους όρους η αντιμετώπιση των ευρωεκλογών ως εθνικών εκλογών δεύτερης κατηγορίας ήταν αναπόφευκτη. Όσοι απο τους υποψηφίους επέμειναν να μιλήσουν για το μέλλον της χώρας τώρα που εισέρχεται στη μεταβατική ματαμνημονιακή περίοδο και για το μέλλον της Ευρώπης που και αυτή βρίσκεται σε μεταβατική φάση δεν ευτύχησαν. Αρκεί να ρίξει κανείς μία ματιά στα ονόματα όσων έρχονται πρώτοι σε όλα τα ψηφοδέλτια, χωρίς αυτό βέβαια να αναιρεί την όποια αξία των συνυποψηφίων ή των ανθυποψηφίων μου.

Με αυτές τις συνθήκες το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι αμήχανο γιατί οι ίδιοι οι ψηφοφόροι προσήλθαν στις κάλπες αμήχανοι. Γιατί ενώ ψήφιζαν για την Ευρώπη, άλλο ήταν το επιδιωκόμενο. Όλοι είδαν την κάλπη σαν κυτίο παραπόνων. Οι μεν ψήφισαν για την τιμωρία και την αποπομπή της κυβέρνησης και οι δε υπέρ της διατήρησης της κυβερνητικής σταθερότητας ως απαραίτητου όρου για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αμήχανο, λοιπόν, αφού ούτε η μία άποψη επικράτησε ούτε η άλλη. Ο μικρός διπολισμός βγήκε ακόμα μικρότερος. Τί πιό λογικό όμως ! Όταν οι πολίτες ψηφίζουν αρνητικά είναι φυσικό επακόλουθο στο τέλος όλοι να βγαίνουν χαμένοι. Ή σχεδόν όλοι, αφού οι μόνοι πραγματικά κερδισμένοι ήταν η ΧΑ (με 9,2% απο 6,9%), το ΚΚΕ (6,1% έναντι 4,5%) και ο ΛΑΟΣ (που απο 1,6% ανέβηκε στο 2,7%).

Και ενώ στην Ευρώπη το παιχνίδι εξουσίας χοντραίνει σε πολλαπλά επίπεδα και παρακολουθούμε μία νέα φάση της διελκυστίνδας ανάμεσα στην εθνοκεντρική/διακυβερνητική προσέγγιση που εκφράζεται απο το Συμβούλιο και την κοινοτική μέθοδο που θέλει πρωτίστως ισχυρό το Ευρωκοινοβούλιο και ανεξάρτητη την Επιτροπή, εμείς απο την επόμενη μέρα των εκλογών ξαναγυρίσαμε στο εθνικό μας σπορ, την ομφαλοσκόπηση. Προέχον θέμα είναι η περί του ανασχηματισμού ονοματολογία. Και σαν να μην έφταναν τα τόσα διλήμματα ήρθε να προστεθεί στη συζήτηση και το ‘‘αίτημα’’ για την ενότητα της κεντρο-αριστεράς. Αίτημα για το οποίο όμως η κοινωνία δεν δείχνει πεπεισμένη. Ή τουλάχιστον δεν δίνει με σαφήνεια ένα μήνυμα πρός ποιά κατεύθυνση θα ήθελε να προχωρήσει. Απο τούς τρείς κατ’ εξοχήν εκφραστές του χώρου, η ΔΗΜΑΡ πήρε την άγουσα για τα αποδυτήρια, το Ποτάμι δεν διατύπωσε πειστική εναλλακτική πρόταση για αυτό και τα ποσοστά του υπολείπονται των δημοσκοπήσεων και η Ελιά μάλλον ως λεοντή του ΠΑΣΟΚ εκλήφθηκε και όχι ως νέα και νεωτερική πρόταση. Εξ ού και οι μετεκλογικές διαφορετικές ερμηνείες : ίδρυση της κεντρο-αριστεράς και με ποιούς ή επανίδρυση δομών που ήδη υπάρχουν;

Η μέχρι τώρα εμπειρία απο τις προσπάθειες των διαφόρων (και διαφορετικών) κομμάτων, κινήσεων και ομάδων της κεντρο-αριστεράς τί δείχνει ; Ότι λόγω της διάσπασης και του πολυκερματισμού της δεν έχει μέχρι τώρα μπορέσει να πείσει, ώστε να δημιουργήσει τη δυναμική που θα της έδινε ποσοστά πιό αντιπροσωπευτικά. Απο πολλές πλευρές ακούγεται ότι ο χώρος πρέπει να προχωρήσει σε ένα συνέδριο αντίστοιχο με εκείνο του Επινέ στη Γαλλία το 1971. Άν πράγματι αυτό είναι το ζητούμενο, τότε το υπάρχον πολιτικό προσωπικό θα πρέπει να συμφωνήσει ποιός θα είναι ο δικός του Μιτεράν. Αυτός δηλαδή που θα λειτουργήσει ως ο αναγνωρισμένος ενοποιητικός ηγέτης, ο φεντερατέρ όλων των τάσεων. Μόνο που η εποχή έχει αλλάξει. Καλώς ή κακώς πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με την διακυβέρνηση πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης ξυπνούν αρνητισμό και απορριπτική διάθεση στους πολίτες. Ποιός (ή ποιά) θα είναι αυτός ; Δεν φαίνεται σήμερα στον ορίζοντα. Όποιος αποφασίσει να μπεί σε αυτή τη μάχη θα πρέπει να δράσει με σχέδιο και αποφασιστικότητα. Χωρίς τη δογματίλα και την ξύλινη γλώσσα του παρελθόντος. Και κυρίως ενωτικά και συναινετικά. Οι πολίτες είναι διατεθιμένοι να δεχθούν ακόμα και τον ερασιτεχνισμό, όπως φάνηκε με τη υποδοχή του Ποταμιού, αλλά όχι ντιλεταντισμούς του τύπου των ‘58’. Αλλιώς θα περιμένουμε μοιρολατρικά τη μετεξέλιξη του Σύριζα και την ωρίμανση του Αλέξη Τσίπρα για να παίξει αυτόν τον ρόλο, σε εύθετο χρόνο.