Κάθε κρίση είναι μια συνάντηση με το τέλος. Μια ακραία υπαρξιακή δοκιμασία που διατάσσει το υποκείμενο της κρίσης να αναστείλει τη διαδρομή του. Η μόνη υπέρβαση είναι η αλλαγή. Oχι η μετεξέλιξη (αυτή έχει απαγορευθεί), αλλά ο εναλλακτικός προσδιορισμός του μέλλοντος και η χάραξη μιας νέας πορείας προς αυτόν. Εάν ο εναλλακτικός προσδιορισμός δεν καταστεί πραγματικότητα, η κρίση καταλήγει στο τέλος. Eνα οριστικό τέλος για κάθε υποκείμενο που δεν εναρμονίζεται με τις επιταγές και τις προσδιοριστικές δυνάμεις που υποκρύπτει μια κρίση. Eτσι και την Ελλάδα. Η κρίση αποκάλυψε το τέλος της στρατηγικής και πολιτικής τακτικής του προσαρμοστικού εκσυγχρονισμού που η χώρα ακολούθησε από την ένταξή της στην ΕΟΚ. Μια στρατηγική και πολιτική τακτική που κάθε φορά συναντούσε τις κανονιστικές απαιτήσεις ή τις εξελίξεις των παγκόσμιων αγορών και έπαιρνε τότε (και μόνο τότε) τα άκρως απαραίτητα μέτρα προσαρμογής.
Αναβολές των απαραίτητων αλλαγών, αλλοιώσεις του περιεχομένου και ειδικές ρυθμίσεις που διεκπεραίωναν τα συμφέροντα προνομιούχων κοινωνικών ομάδων και επιχειρηματιών που συνδέονταν με το κράτος ήταν πάντα στην ημερήσια διάταξη. Σήμερα συγκομίζουμε τα αποτελέσματα των υστερήσεων που σώρευσε ο προσαρμοστικός εκσυγχρονισμός και κυρίως των προσπαθειών αναβίωσης ενός κακέκτυπου προσαρμοστικού εκσυγχρονισμού από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που ούτε εκσυγχρονιστές είναι αλλά ούτε διαπνέονται από μεταρρυθμιστική κουλτούρα, με αποτέλεσμα να άγονται και να φέρονται από τη λογιστική διαχείριση μνημονιακών απαιτήσεων περί δομών, θεσμών και οικονομικών σχέσεων.
Ο ιδιότυπος ελληνικός πελατειακός καπιταλισμός στη συγκριτική των οικονομικών κατατάσσεται στην κατηγορία των καπιταλισμών ιεραρχικών επιχειρηματικών συμφερόντων, που στην περίπτωσή μας συμπεριλαμβάνουν και ιεραρχήσεις συμφερόντων γύρω από ειδικές κοινωνικές ομάδες (π.χ. υπάλληλοι υπουργείων, ΔΕΚΟ κλπ.) που απροκάλυπτα πλέον υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια «κατηγορία» καπιταλισμού, με βασικό χαρακτηριστικό τις ολιγοπωλιακές διατάξεις και τις κρατικοδίαιτες μεγάλες επιχειρήσεις. Το σημαινόμενο από την κρίση τέλος αυτού του μοντέλου συνυφαίνεται απόλυτα με την υπέρβασή του. Ο ελληνικός σχηματισμός είτε θα τείνει σε έναν καπιταλισμό αγορών όπως στις ΗΠΑ με ισχυρό και ανεμπόδιστο ανταγωνισμό αλλά και ισχυρότερη εποπτεία των ρυθμιστικών αρχών, είτε σε καπιταλισμό ευρωπαϊκού τύπου με σημαντικούς θεσμούς και παραδόσεις συνεννόησης μεταξύ των παραγωγικών φορέων, του κράτους και των νομισματικών αρχών. Η τελική επιλογή υπερβατικού εκσυγχρονισμού και μείξης αγοραίου αλλά εποπτευόμενου ή συναινετικού καπιταλισμού είναι στα χέρια του πολιτικού συστήματος… και εδώ γελάμε…