Κλείνοντας το κεφάλαιο «ηγεσία», το ΠΑΣΟΚ την επόμενη μέρα θα αναζητήσει το ιδεολογικό στίγμα που θα του επιτρέψει να επανασυνδεθεί με το εκλογικό σώμα. Η πρόκληση είναι μεγάλη.
Ως κόμμα πολυσυλλεκτικό και με σαφή προοπτική εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ μπορούσε για δεκαετίες να εκφράσει διάφορα ρεύματα της αριστεράς, που ήταν διατεθειμένα να συναντηθούν, να κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις και τελικά να συνθέσουν μια σχετικά ομογενοποιημένη πρόταση εξουσίας. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να συνθέσει την άποψη ότι το κράτος πρέπει να έχει ένα λιγότερο παρεμβατικό χαρακτήρα, με την άποψη ότι ήταν δυνατόν σε συγκεκριμένη ΔΕΚΟ να κεφαλαιοποιηθούν ορισμένα από τα αποθεματικά του ταμείου των εργαζομένων. Έτσι, είχαμε μερική ιδιωτικοποίηση και, παράλληλα, κοινωνικοποίηση της ίδιας εταιρίας. Μόνο οι αντιφάσεις γεννούν συνθέσεις.
Είναι, επίσης, αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ, μπορούσε να υπολογίζει σε ένα σταθερό πυρήνα του εκλογικού σώματος. Κάποιοι μιλούν για πελατειακό σύστημα, αλλά γεγονός είναι ότι το ΠΑΣΟΚ ηγήθηκε ουσιαστικά της δημιουργίας μιας νέας μεσοαστικής τάξης, που ήταν δυναμική και όχι πάντα διορισμένη και βολεμένη, με τη χυδαία έννοια του όρου. Ως κόμμα που κυβέρνησε περίπου τα μισά χρόνια του μεταπολιτευτικού μας βίου, όπως άλλωστε και η ΝΔ, είχε αναπόφευκτα συντηρήσει στους κόλπους του και φέουδα προσωπικών εξαρτήσεων. Αυτό δεν είναι ούτε ελληνικό, ούτε σοσιαλιστικό φαινόμενο.
Όμως, το γεγονός είναι ότι σήμερα, η κρίση του ΠΑΣΟΚ είναι υπαρξιακή, για τρεις τουλάχιστον λόγους.
Πρώτον, ο χώρος της αριστεράς δεν είναι ένας χώρας που συνδέεται απλώς με το αίτημα της κοινωνικής μεταρρύθμισης, αλλά ειδικά με την αντίληψη ότι το κράτος, αποτελεί φορέα ανακατανομής και άμβλυνσης ανισοτήτων και, ως εκ τούτου, προάσπισης της μεσαίας τάξης και καταπολέμησης ακραίων ανισοτήτων. Είναι γεγονός ότι, αντιμετωπίζοντας μια ακραία κρίση σε συνθήκες κυριαρχίας των συντηρητικών δυνάμεων στην Ευρώπη, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτή την προσδοκία. Έτσι, το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε ένα συγκεχυμένο ιδεολογικό στίγμα, με κάποιους που άκριτα ασπάζονταν την αντίληψη ότι η φτώχεια, αποτελεί «συγκριτικό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» από τη μια – και άλλους, που πίστευαν ότι μπορεί η «παγκόσμια αστική τάξη» να επωμιστεί το βάρος της αναδιάταξης της εθνικής μας οικονομίας. Και ενώ αυτή η ιδεολογική ασάφεια μπορεί να γίνει κατανοητή σε περιβάλλον κρίσης, αυτό που δε γίνεται ποτέ αποδεκτό είναι η έλλειψη μιας αξιακής πυξίδας, στη βάση της οποίας κρίνουμε την τεχνοκρατική επάρκεια, ή ανεπάρκεια, ενός μέλους του υπουργικού συμβουλίου.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε για τον εαυτό του το ρόλο ενός κόμματος «κρατικοδίαιτου», που έπρεπε να ντρέπεται για τις κοινωνικές του αναφορές στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες που ωφελήθηκαν από την επέκταση του κράτους πρόνοιας, των συνεταιριστικών και κοινωνικών του βάσεων. Είδαμε σε βάθος χρόνου να χάνει κάθε επαφή με τις τοπικές του οργανώσεις, αλλά είδαμε, επίσης, να υιοθετεί την αφήγηση ότι η λέξη «σύντροφος» είναι περίπου ένα ρετρό συνώνυμο της λέξης «συνένοχος». Η πραγματική όμως αυτοκριτική, δεν ξεκινά από μια λευκή σελίδα, όπου κάθε ένας διεκδικεί την ευκαιρία να γράψει το πεπρωμένο του εκ του μηδενός, αλλά από την αναγνώριση προσωπικών ευθυνών, στρεβλώσεων και ιστορικών παρεκτροπών, που συνοδεύεται, επίσης, από την αποκατάσταση όσων τίμησαν τις αξίες ενός κινήματος και περιθωριοποιήθηκαν.
Μια σύνθεση των δύο παραπάνω κρίσεων του ΠΑΣΟΚ, αποτελεί και η τρίτη κρίση/πρόκληση. Στις απαρχές του κινήματος, όπως και κάθε ευρωπαϊκού εργατικού κόμματος, η δύναμη της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η υπόσχεση συμπερίληψης και εκπροσώπησης στην πολιτική ευρέων κοινωνικών στρωμάτων, που είχαν ζήσει ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ο φόβος του ΠΑΣΟΚ να αμφισβητήσει το κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς, που άλλωστε αποτελούσε σε κάποιο βαθμό και δημιούργημά του, οδήγησε το κίνημα σε κώφωση και τύφλωση. Το ΠΑΣΟΚ αδυνατούσε να έρθει σε επαφή και να αφουγκραστεί τις νέες μορφές κοινωνικού, ταξικού και πολιτικού αποκλεισμού κοινωνικών ομάδων ολοένα και ευρύτερων. Η κρίση ήταν απλώς το επιστέγασμα, όχι η απαρχή αυτής της κομματικής κρίσης.
Τόσο πολυεπίπεδες κρίσεις, δεν μπορούν να εκτονωθούν μέσω της αναμέτρησης δύο ή τριών υποψηφίων ηγετών του κινήματος. Στην παρούσα συγκυρία, θα ήταν άλλωστε αδύνατον, αφού η αναμέτρηση δεν έγινε με όρους ιδεολογικούς ή προγραμματικούς. Μπορεί, επίσης, αυτή να μην είναι η δόκιμη στιγμή να αναμετρηθεί το ΠΑΣΟΚ με τους εφιάλτες του. Όμως, για να παραμείνει το ΠΑΣΟΚ εκφραστής μιας παράταξης ή, τουλάχιστον, για να παραμείνει το κίνημα ο καταλύτης στις μελλοντικές αναγκαίες ζυμώσεις στο χώρο της αριστεράς – δεν με εκφράζει ο όρος κεντροαριστερά – πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα υπαρξιακά μας προβλήματα. Αργά ή γρήγορα, αυτό θα το απαιτήσει και ο ψηφοφόρος.
.
.
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ