Μετά την αναλαμπή, τι;

Λεωνίδας Γρηγοράκος 02 Οκτ 2016

Παρακολουθώντας τον τόπο να βυθίζεται στο τέλμα, θυμάμαι τη σπαρακτική κραυγή αγωνίας του Θανάση Βέγγου από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου το «Βλέμμα του Οδυσσέα»: «Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα και πεθαίνουμε…».

Κάπως έτσι νιώθω σήμερα, βλέποντας τον αργό θάνατο της χώρας. Η απογοήτευση, η μελαγχολία, η ηττοπάθεια κυριαρχούν στη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών. Η έλλειψη εμπιστοσύνης, η αίσθηση του αδιεξόδου, καταγράφονται σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης. Πολύ λίγοι είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι μπορούμε να βγούμε από την κρίση. Η απάντηση «κανένας κατάλληλος» επισκιάζει την οποιαδήποτε πρόθεση ψήφου, τις δημοτικότητες και την παράσταση νίκης.

Η πολιτική τάξη, στο σύνολό της, θεωρείται ανεπαρκής, ανυπόληπτη και αναξιόπιστη. Ας το αντιληφθούμε, έστω και τώρα: Η χρεοκοπία στην οποία οδηγηθήκαμε ήταν η χρεοκοπία ενός παθογόνου κομματικού συστήματος. Φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί δεν είναι μόνο τα παλιά κόμματα εξουσίας, όπως κάποιοι αρέσκονται να λένε. Μερίδιο ευθύνης έχουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις και οι συνδικαλιστικές ελίτ.

Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική υστέρηση δεν προέκυψε ξαφνικά. Ήλθε ως φυσική συνέπεια των χρόνιων παθογενειών, του λαϊκισμού, των πελατειακών σχέσεων και των συντεχνιακών συμφερόντων. Οι στρεβλώσεις, οι ανεπάρκειες του κράτους και της οικονομίας, η χαμηλή παραγωγικότητα, η απουσία ανταγωνιστικότητας, ήταν και παραμένουν ενδογενή προβλήματα. Δεν μας τα έφεραν απέξω κάποιοι «εχθροί» μας, ούτε οφείλονται στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η περιβόητη θεωρία, ότι τα μνημόνια προκάλεσαν την κρίση, δεν είναι μόνο ανακριβής, αλλά και άκρως βλακώδης. Η  θεωρία αυτή, πάνω στην οποία έστησε ολόκληρο το πολιτικοϊδεολογικό του οικοδόμημα ο ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύεται τώρα, που βρέθηκε στο πηδάλιο της διακυβέρνησης, άκρως καταστροφική.

Η αμείλικτη πραγματικότητα δεν προσαρμόζεται στις ιδεοληψίες, στις αγκυλώσεις, στις αναχρονιστικές αντιλήψεις και απόψεις. Ούτε διαγράφεται επειδή δεν μας αρέσει. Εξ’ ου και ο Κάρολος Μαρξ είχε χαρακτηρίσει τον σοσιαλισμό, ως το πιο επαναστατικό κοινωνικό σύστημα, γιατί διαθέτει την ικανότητα να προσαρμόζεται κάθε φορά στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.

Έτσι ερμηνεύεται η δυστοκία του κυρίου Τσίπρα να εναρμονιστεί με το νέο οικονομικό περιβάλλον. Η δυσαρμονία του είναι πρωτοφανής. Η αναστροφή που έκανε τον Ιούλιο του 2015, υπογράφοντας το τρίτο μνημόνιο, δεν συνοδεύεται με την απαραίτητη ανατοποθέτησή του. Εξακολουθεί και πολιτεύεται με τη γνωστή διβουλία του, τολμώ να πω, με μια σχιζοειδή τακτική. Η διακυβέρνησή του χαρακτηρίζεται από παροιμιώδεις αντιφάσεις και αμφιθυμίες.

Εμφανίζεται αντιμνημονιακή, ενώ είναι μνημονιακότερη των μνημονιακών. Αντιμάχεται τις ιδιωτικοποιήσεις, ενώ την ίδια στιγμή τις ψηφίζει. Βάλλει κατά τις νεοφιλελεύθερης Ευρώπης, ενώ συναγελάζεται με τη Μέρκελ. «Πυροβολεί» τη διαπλοκή, ενώ παράλληλα με διαδικασίες «καζίνο» επιχειρεί να στήσει μια νέα, με συνεταίρους και κουμπάρους. Υποδύεται τον προστάτη των συνταξιούχων, ενώ την ίδια ώρα «βάζει μαχαίρι» στις συντάξεις. Ανακαλύπτει τη γοητεία των επενδύσεων, βαπτίζοντάς τες «αριστερή πολιτική», ενώ προκαλεί τους επιχειρηματίες να αποδομήσουν το επενδυτικό σχέδιο στο Ελληνικό. «Σφιχταγκαλιάζεται» με την εκκλησιαστική ιεραρχία, ενώ στη συνέχεια «ανάβει πράσινο φως» στον κύριο Φίλη, προωθώντας διάφορες ιδεοληψίες. Μια τέτοια διακυβέρνηση είναι φυσικό να επιτείνει τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, καλλιεργώντας περαιτέρω την κρίση εμπιστοσύνης.

Οι πολίτες που βιώνουν τις δραματικές συνέπειες της κρίσης παρακολουθούν αποστασιοποιημένοι και αμήχανοι, το σύνολο του πολιτικού προσωπικού να επιδίδεται σε αχρείαστες σκιαμαχίες και «άγονους» ανταγωνισμούς. Είναι εύλογη, λοιπόν, η απονομιμοποίηση του κομματικού συστήματος, όπως και το κενό εκπροσώπησης που παρατηρείται. Η πλειονότητα των πολιτών δεν πείθεται από τις υπάρχουσες δυνάμεις.

Η προσδοκία και η ελπίδα, που είχε καλλιεργήσει ο ΣΥΡΙΖΑ εξανεμίστηκαν. Ήταν απλώς αναλαμπές. Περισσότερο εξυπηρετούσαν την ψυχολογική ανάγκη των Ελλήνων να πιστέψουν κάπου. Οι ανέξοδες και ανώφελες υποσχέσεις του για έναν άλλο δρόμο αποδείχτηκαν χωρίς αντίκρισμα. Ένα είναι βέβαιο: Με τις «ταρζανιές» του κυρίου Τσίπρα βυθιζόμαστε σε μια αέναη κρίση.

Η προσγείωσή μας στην ζώσα πραγματικότητα απαιτεί ρεαλισμό και προπαντός απαλλαγή από τα βαρίδια του παρελθόντος. Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης μπορούν να βγουν από τη σημερινή τους αμηχανία, μόνο αν υπερβούν τις κομματικές μονομέρειες και αυταρέσκειες, οι οποίες αποπνέουν οσμή ναφθαλίνης. Η αφομοίωση του πραγματισμού καθίσταται το μεγάλο τους στοίχημα.