Θα τολμήσω να τοποθετηθώ «μετά παρρησίας» πάνω στη σημερινή κατάσταση της ανώτατης εκπαίδευσης, έχοντας διαμορφώσει σαφή άποψη ότι α) η υπέρβαση της μεγαλύτερης κρίσης στην πρόσφατη ιστορία της χώρας μας απαιτεί -μεταξύ των άλλων- την πλήρη ενεργοποίηση και ουσιαστική συνεργασία όλων των δυνάμεων του τόπου, συμπεριλαμβανομένων των πνευματικών ανθρώπων και β) οι χώροι της γνώσης, της έρευνας, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και του πολιτισμού -με προεξάρχον το σημαντικό ανθρώπινο δυναμικό της Ελληνικής Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Ερευνας- καλούνται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ταχεία και ουσιαστική έξοδο από τη βαθύτατη κρίση, με στόχο τη σύγχρονη ανάπτυξη, και την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών χαρακτηριστικών της χώρας (βλ. την εργασία των A. Stobbe & Peter Pawlicki, «Greece, Ireland, Portugal – More growth via innovation». Deutsche Bank Research, 2012).
Στις παραπάνω εθνικές απαιτήσεις, το πανεπιστημιακό σύστημα της χώρας δυστυχώς σήμερα είναι ανήμπορο να ανταποκριθεί. Ευρισκόμενο την τελευταία δεκαετία μέσα σε μια συνεχή μεταρρυθμιστική διαδικασία έχει περιέλθει σε ένα παρατεταμένο λειτουργικό κενό, το οποίο τον τελευταίο χρόνο μετεξελίσσεται πλέον σε θεσμικό. Για αυτή την κατάσταση υπάρχουν υπεύθυνοι και είναι συγκεκριμένοι. Εδώ δεν ισχύει το «φταίμε όλοι για όλα». Τα τραγικά λάθη στρατηγικής και τακτικής που έγιναν από την προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, και από ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων της χώρας οδήγησαν σε μεγάλες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Η απουσία συμμαχιών με το δυναμικό και δημιουργικό κομμάτι των πανεπιστημιακών δασκάλων και των φοιτητών, η αδυναμία ουσιαστικής εμπλοκής στον διάλογο των πολιτικών κομμάτων -ακόμα και αυτών που δεν έχουν ως σημαία τους πάντα το «όχι σε όλα» και δεν καλύπτουν τους ποικίλους καταστροφείς των πανεπιστημίων- καθώς και η ανυπαρξία ενός σαφούς επιχειρησιακού σχεδίου εφαρμογής του νόμου, έχει οδηγήσει το πανεπιστημιακό σύστημα στο σημερινό «θλιβερό τέλμα της μετάβασης». Η παράταση της στασιμότητας καθιστά κεντρικό διακύβευμα της περιόδου το μεταρρυθμιστικό εγχείρημα συνολικά. Συνοψίζοντας, το πολιτικό σύστημα της χώρας στο σύνολό του αποδείχθηκε ανεπαρκές και σε ορισμένα θέματα τραγικά επικίνδυνο, όπως άλλωστε και σε άλλες μείζονες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες!
Ομως υπάρχουν ευθύνες και από την πλευρά των πανεπιστημίων. Η βίαιη παρεμπόδιση της διαδικασίας εκλογής των Συμβουλίων Ιδρύματος (Σ. Ι.) σε όλα ανεξαιρέτως τα πανεπιστήμια, με κεντρικά σχεδιασμένες «πολεμικές επιχειρήσεις» και με μεταφερόμενες «ομάδες κρούσεις» – υπηρέτες του βαθέος πανεπιστημιακού κατεστημένου, του «παρά-πανεπιστήμιου», δηλαδή προσώπων και ομάδων που ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της εξουσίας (οικονομικής και άλλης) συγκεκριμένων Ιδρυμάτων, μηδέ κάποιων πρυτανικών αρχών εξαιρουμένων. Οι ενέργειες αυτές παραπέμπουν στις σκοτεινές δεκαετίες της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας της πατρίδας μας και στις παρακρατικές δυνάμεις που κυριάρχησαν τότε. Είναι πράγματι απορίας άξιον πώς πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, που μεταξύ άλλων εκπαιδεύουν και τους αυριανούς δικαστές, καθίστανται σημαιοφόροι της ανομίας και της απείθειας έναντι των αποφάσεων μιας δημοκρατικά δομημένης πολιτείας! Η συντριπτική πλειονότητα των πανεπιστημιακών, ανεξάρτητα από τον βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας με τον νέο νόμο, εκφράστηκε με πολλούς τρόπους σαφέστατα υπέρ της νομιμότητας και εναντίον της γενικευμένης ανομίας, που η ισχνή μειοψηφία των βιαίως αντιδρώντων υπερασπίζεται.
Αξίζει τον κόπο να παραθέσω μερικά κεντρικά χαρακτηριστικά του Νόμου 4009/11 και τους λόγους για τους οποίους το πανεπιστημιακό κατεστημένο αντιδρά έντονα:
– Ο νέος νόμος καθιστά βασική πηγή εξουσίας σε κάθε πανεπιστήμιο αυτούς που εξ ορισμού έχουν τη γνώση και την εμπειρία, δηλαδή τους πανεπιστημιακούς δασκάλους κατά σαφή και απόλυτο τρόπο. Αυτό φαίνεται πως ενοχλεί κάποιους πανεπιστημιακούς καθηγητές, οι οποίοι φοβούνται τη συλλογικότητα των συναδέλφων τους και προτάσσουν προσωπικές στρατηγικές και ασαφή συμφέροντα.
– Το πανεπιστήμιο αποκτά αυτονομία σε σημαντικά μεγάλο βαθμό από την πολιτεία και αυτοκαθορίζεται, μέσα από τον οργανισμό και τον εσωτερικό κανονισμό. Αυτό επίσης ενοχλεί, γιατί με την πραγματική και/ή ηθελημένη αδυναμία του υπουργείου Παιδείας να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στα πανεπιστήμια, οι διοικήσεις σήμερα παραμένουν πρακτικά ανεξέλεγκτες. Είναι φυσικό λοιπόν ο συνδυασμένος εσω-/εξωτερικός έλεγχος, από ανθρώπους που θα έχουν γνώση και εμπειρία να τρομάζει το σημερινό σύμπλεγμα εξουσίας.
– Προβλέπονται όργανα και δομές που προωθούν την ακαδημαϊκή αξιολόγηση, την κοινωνική λογοδοσία και τον ουσιαστικό έλεγχο με εσωτερικές και εξωτερικές διαδικασίες, που από δεκαετίες εφαρμόζονται σε χώρες με πανεπιστημιακά συστήματα υψηλών εκπαιδευτικών και ερευνητικών προδιαγραφών. Βέβαια, σταθερά αντιδρούν στην όποια αξιολόγηση οι μειοψηφίες με μειωμένα ή ανύπαρκτά τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά. Δεν είναι αρκετοί, αλλά επαρκούν για να θορυβούν και να καταστρέφουν. Η κατά ουσιαστικό και ισοβαρή τρόπο λειτουργία του τρίπολου Σύγκλητος/Πρύτανης – Συμβούλιο Ιδρύματος – νέα ΑΔΙΠ αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα για την αποτελεσματικότητα του νέου μοντέλου, ώστε να πάψει το πανεπιστήμιο να αποτελεί αυτόνομη βαρονία εντός της ελληνικής επικράτειας με πασάδες και αγάδες. Επομένως, το όλο εγχείρημα εξαρτάται σημαντικά από τα πρόσωπα που θα επιλεγούν για τη στελέχωση της νέας ΑΔΙΠ, δηλαδή από την πολιτική βούληση και τις ικανότητες της πολιτείας – στοιχεία των οποίων την ύπαρξη σοβαρά αμφισβητούμε!
– Η μη ανάμειξη των εκλογικών σωμάτων των άλλων συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας (φοιτητών, διοικητικών) κατά τις διαδικασίες εκλογής των οργάνων της διοίκησης (Συμβούλιο Ιδρύματος, πρύτανης κ. λπ.), αποδομεί μία από τις μεγάλες πληγές του πανεπιστημίου, που αποτελούσε ένα μόνιμο θερμοκήπιο εντατικής καλλιέργειας διαπλοκής, διαφθοράς και «πολιτικής εκπόρνευσης» της νέας γενιάς και παρήγαγε σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό πολιτισμό της χώρας με τις τραγικές σημερινές συνέπειες. Η παραδοχή της έκτασης της σήψης σε αυτές τις διαδικασίες είναι τόσο παγιωμένη εντός και εκτός πανεπιστημίων, ώστε ακόμα και οι τελευταίοι θιασώτες της επαναφοράς αυτού του μηχανισμού χρησιμοποιούν τη συγκαλυμμένη διατύπωση «… εκλογή των Πανεπιστημιακών Αρχών από την… Πανεπιστημιακή Κοινότητα!» (Βλ. Ψηφίσματα της 70ής Συνόδου Πρυτάνεων, Ερέτρια, 28-30 Ιουνίου 2012)
Το σύστημα Ανώτατης Εκπαίδευσης της χώρας θα πρέπει άμεσα να κλείσει τον μακρύ κύκλο εσωστρέφειας και να συμβάλει με τη νέα δομή στη χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση και την έρευνα. Μια στρατηγική, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει θέματα, όπως χωροταξικός επανασχεδιασμός, περιοδικό πρόγραμμα έρευνας στους βασικούς άξονες, ριζική επανεξέταση της ψευδεπίγραφης «δωρεάν παιδείας» (ουσιαστική ενίσχυση των πραγματικά αδυνάτων, αξιολόγηση συγγραμμάτων κ. λπ.), επανασχεδιασμός του μεταλυκειακού χώρου εκπαίδευσης και κατάρτισης, σύνδεση με την αγορά, διεθνοποίηση των ΑΕΙ, Διά Βίου και Εξ Αποστάσεως Εκπαίδευση κ. λπ.
Τη στιγμή που πολυάριθμα διακεκριμένα μέλη (νομπελίστες και άλλοι) της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και των Ελλήνων της Διασποράς κινητοποιούνται για να συνδράμουν το ακαδημαϊκό και ερευνητικό σύστημά μας, αποτελεί πράξη ελάχιστης ευθύνης για όλες τις εγχώριες εμπλεκόμενες πλευρές
– Η κυβέρνηση, το υπουργείο Παιδείας αλλά και όλα τα πολιτικά κόμματα να καταβάλουν κάθε προσπάθεια στο ξεκίνημα της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς να επικρατήσει η απαιτούμενη ηρεμία και νηφαλιότητα ώστε τα ιδρύματα να αποκτήσουν τη νέα δομή διοίκησης, ολοκληρώνοντας έτσι την εφαρμογή του νόμου στα βασικά του σημεία, με τις απαραίτητες μικροδιευθετήσεις ύστερα από σύντομο, ειλικρινή και παραγωγικό διάλογο.
– Οι πρυτανικές αρχές να αναλάβουν πλήρως τις ευθύνες τους για τη διεξαγωγή των εκλογών στο συντομότερο χρόνο. Σημειώνω ότι υπερβαίνει κάθε λογική ανάλυση, αλλά και στοιχειώδη ηθική προσέγγιση η άποψη για εξάντληση της θητείας των σημερινών πρυτανικών αρχών. Θεωρώ ότι όσες από τις σημερινές ηγεσίες το επιθυμούν, μπορούν να εκτεθούν στο εκλογικό σώμα των συναδέλφων τους και να διεκδικήσουν με ισχυρές πιθανότητες επιτυχίας την επανεκλογή τους. Η όποια επιμονή θα επιβεβαιώσει -εκτός των άλλων- την άποψη ότι όλη η βία που ασκήθηκε τους προηγούμενους μήνες είχε ως μοναδικό στόχο τη συνέχιση της νομής της εξουσίας από λίγες δεκάδες πανεπιστημιακών (άντε και τις κάποιες εκατοντάδες παρατρεχάμενων). Περισσότερο από ποτέ η εποχή μας απαιτεί καθαρές και άμεσες λύσεις. Αν αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί στον ακαδημαϊκό χώρο, σε ποιον άλλο τομέα της χώρας περιμένουμε να συμβεί;
– Ειδικά σε αυτή τη μεταβατική κρίσιμη περίοδο, οι ταγοί των ιδρυμάτων θα πρέπει να αποφεύγουν ενέργειες όπως, αμφιλεγόμενες πράξεις οικονομικού χαρακτήρα, εκμαίευση καταφανώς παρανόμων αποφάσεων από τα «θεσμικά όργανα του παλαιού νόμου» με τις οποίες ασυλλόγιστα εγκλωβίζουν τους συναδέλφους τους σε απρόβλεπτες περιπέτειες, οικονομική ενίσχυση σε προκλητικά δαπανηρές φιέστες μηδενικού ή αμελητέου αποτελέσματος. Με δυο λόγια, να λειτουργήσει σήμερα το όλο πανεπιστήμιο χωρίς τα γνωστά εκφυλιστικά προβλήματα νεποτισμού, ευνοιοκρατίας, οικονομικής αδιαφάνειας και ακαδημαϊκής αναξιοκρατίας, φαινόμενα τα οποία συνήθως σε περιόδους κρίσης, όπως η σημερινή, γιγαντώνονται.
Ολα αυτά είναι τα στοιχειωδώς απαραίτητα, ώστε το πανεπιστημιακό σύστημα να προχωρήσει επιθετικά αναβαθμίζοντας όλο το φάσμα των ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων του για να αποτελέσει έτσι σημαντικό παράγοντα και στυλοβάτη της προσπάθειας ορθολογικής και σύγχρονης ανάπτυξης, κάτι που η χώρα το χρειάζεται και οι καιροί το επιβάλλουν!
* Ο κ. Ν. Μ. Σταυρακάκης είναι καθηγητής ΕΜΠ, πρόεδρος ΠΟΣΔΕΠ.