Τη δεκαετία του 1980, ήταν «μόδα» ή μια τάση «καινοτόμα». Αποτελούσε την τελευταία «γεύση» σε μια σειρά μαγικών λύσεων που θα απαντούσαν ταυτόχρονα σε μια σειρά προκλήσεων ευρωπαϊκής και παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπως η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, η οικονομική ανάπτυξη, οι φυγόκεντρες εθνικιστικές τάσεις, κ.ο.κ. Τη δεκαετία του 1990, εμφανίστηκε ως άξονας προτεραιότητας της Ε.Ε. και η λογική της έπρεπε να διέπει μια σειρά πολιτικών: αναπτυξιακά προγράμματα, αγροτική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική, πολιτικές τόνωσης της αγοράς εργασίας, κ.ο.κ. Στις αρχές της δεκαετίας το δοκιμάσαμε ως στρατηγική διαχείρισης συγκρούσεων, από την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, έως την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Σήμερα, την πολιτική αυτή επιλογή τη βρίσκουμε μπροστά μας ως κίνδυνο.
Ο λόγος φυσικά για την πολιτική “devolution.” Και το ερώτημα είναι εάν η απόδοση αυτής της έννοιας στα ελληνικά, υπηρετείται καλύτερα από τη λέξη «αποκέντρωση» ή τη λέξη «αποσάθρωση». Εξαρτάται μάλλον από το τι αποκεντρώνουμε και με ποιο στόχο.
Στη Γερμανία, ο Πρόεδρος των Χριστιανοκοινωνιστών δε θέλει το Μόναχο να πληρώνει τα ελλείμματα του Βερολίνου. Στην Ισπανία, η Μούρθια, η Βαλένθια και η Καταλονία είναι σε κατάσταση χρεοκοπίας, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τη Νάπολη, το Παλέρμο και την Κατάνια στην Ιταλία. Τι γίνεται με τις κοινωνικές παροχές αυτών των περιοχών;
Στο παρελθόν, έρευνες διεθνών οργανισμών μας είχαν προειδοποιήσει. Σε χώρες όπως η Βρετανία, η περιφερειακή διάρθρωση της εκπαίδευσης και η μεταφορά αρμοδιοτήτων στην περιφερειακή αυτοδιοίκηση, δημιούργησαν τεράστια χάσματα στην ποιότητα παροχής υπηρεσιών εκπαίδευσης. Οι γονείς μένουν σε συγκεκριμένες συνοικίες και δήμους, με κριτήριο την ποιότητα των γειτόνων και την οικονομική ευρωστία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εκτός εάν δεν έχουν περιθώριο παρόμοιων επιλογών και το πορτοφόλι τους εξαναγκάζει να συμβιβαστούν με γειτονία, δήμο, συμμαθητές και σχολείο της τάξης τους. Γιατί ένα από τα άμεσα αποτελέσματα της ενίσχυσης της αυτοδιοίκησης σε βάρος της εθνικής διοίκησης – της γραφειοκρατικής και αποξενωμένης κατά τ’ άλλα – είναι ο περιορισμός της πολιτικής και κοινωνικής αναδιανομής. Οι γονείς, όπως διαλέγουν γειτονιά, έτσι τώρα διαλέγουν και «συμμαθητές» για τα παιδιά τους, περιχαρακώνοντας έτσι ταξικά την κοινωνική τους θέση.
Την αναδιανομή την έχουμε συνδυάσει με τους φόρους. Οι φόροι πληρώνονται αναλογικά και κατανέμονται με τρόπο που να αποκαθιστά κοινωνικές και οικονομικές ανισορροπίες. Αλλά υπάρχει επίσης και ένα κοινωνικό κεφάλαιο, διότι δεν είναι όλοι οι γονείς άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα ν πληρώσουν για πιάνο, γαλλικά και μπαλέτο. Αλλά σε κάθε σχολείο και σε κάθε τάξη, τα παιδιά μαθαίνουν από τους συμμαθητές τους περίπου όσα μαθαίνουν και από τους εκπαιδευτικούς. Και είναι και αυτό μια μορφή αναδιανομής.
Η αναδιανομή ήταν έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μια από τις βασικές λειτουργίες του ευρωπαϊκού κράτους, μέσα από συγκεκριμένες εθνικής εμβέλειας πολιτικές, όπως η παιδεία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι μικρότερες ανισότητες στα αποτελέσματα εξετάσεων μεταξύ σχολείων, παρατηρούνται είτε σε χώρες που η ιδιωτική παιδεία είναι περιθωριακό φαινόμενο (λ.χ. Φινλανδία), είτε σε χώρες με «υδροκέφαλο» μηχανισμό διοίκησης και μειωμένο ρόλο για την τοπική αυτοδιοίκηση (βλ. Ουγγαρία/Ελλάδα). Αυτά έως πρόσφατα, διότι σήμερα οι Έλληνες δεν χωρίζονται πλέον σε ρετιρέ και ημιυπόγειο με σημείο συνάντησης το προαύλιο ενός σχολείου, αλλά σε Πλατεία Βικτωρίας στην Αθήνα και Πλατεία Αγ. Δημητρίου στο Ψυχικό.
Με πρόσχημα και την ανάγκη να μειωθεί το χάσμα μεταξύ εκλογικού σώματος και αντιπροσώπων, η τάση μεταφοράς αρμοδιοτήτων στην αυτοδιοίκηση απενοχοποίησε και πολιτικές υποχώρησης του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους. Το αποτέλεσμα είναι μια υποβόσκουσα ρητορική που προσομοιάζει με τον αμερικανικού τύπου «ελευθερισμό» (libertarianism), όπου κάθε πράξη αυτονόητης άλλοτε αναδιανομής, λογίζεται ως εισβολή σε τοπικές αρμοδιότητες, ή ακόμη και κλοπή ατομικής ιδιοκτησίας. Την ίδια στιγμή, η κατάρρευση βασικών δομών αναδιανομής, όπως η παιδεία, εξετάζεται και αναλύεται ως «ανεπάρκεια» της τοπικής αυτοδιοίκησης. Και μια τέτοια ρητορική αποκτά εκρηκτικές προεκτάσεις όταν η τοπική διοίκηση αναφέρεται επίσης και σε μια εθνική ταυτότητα, όπως στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Βρετανία.
Η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη μπορεί να μην οδηγήσει σε διεθνείς συρράξεις, όπως κάποτε η γερμανική κρίση της δεκαετίας του 1930. Αλλά όταν καταρρέει ο κοινωνικός και πολιτικός συνεκτικός ιστός μιας χώρας, μπορεί να καταρρεύσει σταδιακά και το αίσθημα της αλληλεγγύης.
Οδηγούμαστε συνεπώς σε μια «ευρωπαϊκού τύπου» κρίση: όπως η Ε.Ε. ανακαλύπτει ότι είναι περισσότερο ένα άθροισμα κρατών-μελών και λιγότερο μια «κοινότητα», έτσι και ορισμένες χώρες μπορεί να ανακαλύψουν ότι είναι ένα άθροισμα περιφερειών. Όπως μπορεί και μια πόλη να ανακαλύψει ότι αποτελεί άθροισμα προαστίων, από το Παρίσι και την Κωνσταντινούπολή έως το Λονδίνο και την Αθήνα. Ο κίνδυνος αυτή τη στιγμή φαντάζει ως κινδυνολογία. Όμως, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει πριν από δύο χρόνια τις πολιτικές εξελίξεις του σήμερα; Η Ευρώπη παίζει με τη φωτιά. Και ενώ είναι σίγουρο ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται – παρά ως φάρσα – όταν ξύνεις παλιές πληγές έρχεσαι αντιμέτωπος με παλαιά προβλήματα. Ο εθνικισμός, ο φυλετισμός, η ξενοφοβία και, γενικότερα, ο φόβος, είναι πάλι εδώ.
΄
Η Μαριλένα Κοππά είναι ευρωβουλευτής