Αισθάνομαι σα να μην έχει περάσει ούτε μια μέρα από τότε. Και δεν θα βρούμε ποτέ άκρη στο ζήτημα αυτό αν δεν συνεννοηθούμε πρώτα στα βασικά. Λοιπόν,
- Η Μακεδονία αποτελεί μια γεωγραφική περιοχή, που μετά τις ανακατατάξεις που γίνανε τον 20ο αιώνα, ανήκει σήμερα τμηματικά σε τρεις χώρες: Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο κομμάτι ανήκει στην Ελλάδα και δύο μικρότερα κομμάτια, βόρεια των σημερινών συνόρων μας, ανήκουν ανατολικά μεν στην Βουλγαρία, δυτικά δε στην ΠΓΔΜ.
- Η ύπαρξη του κρατιδίου της ΠΓΔΜ ευνοεί περισσότερο την Ελλάδα, αφού οιαδήποτε αποσταθεροποίηση θα οδηγούσε προοπτικά στην απορρόφησή του από την Αλβανία και την Βουλγαρία, που συνιστούν μεγαλύτερους κινδύνους στα βόρεια σύνορά μας.
- Επίσης, το κρατίδιο αυτό ονομαζόταν από το 1945 μέχρι την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1990, Δημοκρατία της Μακεδονίας, χωρίς η Ελλάδα να το έχει ποτέ αμφισβητήσει, ή τουλάχιστον να έχει διαμαρτυρηθεί επ’αυτού.
- Την ευκαιρία να σταθεροποιήσουμε το κράτος αυτό και να το καταστήσουμε ουσιαστικά δορυφόρο της Ελλάδας την χάσαμε το 1992-3, όταν απορρίφθηκε το σχέδιο Πινέιρο και οδηγηθήκαμε στην επιβολή εμπάργκο και στην επικράτηση του συνθήματος «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», πράγμα που γιγάντωσε τον αλυτρωτισμό στην γειτονική χώρα, η οποία αγωνιζόταν να σταθεί τότε ανεξάρτητη στα πόδια της.
- Το 2008 στο Βουκουρέστι ουσιαστικά αναθεωρήθηκε η ακραία θέση της συνόδου των πολιτικών αρχηγών του 1993 αφού έγινε δεκτό και στο εσωτερικό και διεθνώς ότι η ΠΓΔΜ δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ ούτε στην ΕΕ αν δεν προϋπάρξει κοινά αποδεκτή λύση για το θέμα του ονόματος βασισμένη σε σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και ισχύ έναντι πάντων.
Αυτή η τελευταία εξέλιξη, που αποτέλεσε τότε την συνισταμένη όλων των κομμάτων, πρέπει να θεωρείται και σήμερα κοινή εθνική θέση στο ζήτημα. Εξάλλου, η αποχώρηση Γκρουέφσκι και η άνοδος στην εξουσία του μετριοπαθούς Ζάεφ αφήνουν ελπίδες ότι η θέση αυτή μπορεί πάλι (την είχε δεχθεί και ο Γκλιγκόρωφ το 1992) να υιοθετηθεί και από την ΠΓΔΜ με αντάλλαγμα βέβαια την άρση του ελληνικού βέτο για ένταξη στο ΝΑΤΟ και έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ.
Δυστυχώς όμως αυτό που ξαναζούμε σήμερα είναι η διάθεση των κομμάτων να εκμεταλλευτούν το ζήτημα για στενούς μικροπολιτικούς σκοπούς. Και δεν μιλάμε για την φασίζουσα Χρυσή Αυγή και για τον γραφικό Κο Λεβέντη, ούτε καν για τον ακροδεξιό Κο Καμμένο (ο οποίος μάλιστα το 2008, ως υπουργός τότε της ΝΔ είχε δεχθεί την σύνθετη ονομασία), οι οποίοι το μόνο που προσδοκούν είναι η αποφυγή της εκλογικής τους κατάρρευσης και η αναζήτηση στηριγμάτων στο εθνικιστικό ακροατήριο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί σαφώς να μεταφέρει το πρόβλημα στη ΝΔ και να την διασπάσει αξιοποιώντας το παρελθόν Σαμαρά και τις εσωτερικές της διαφωνίες, ενώ η αντιπολίτευση, βασιζόμενη στο γεγονός της ενδοκυβερνητικής ασυμφωνίας, θέτει ζήτημα δεδηλωμένης και διακηρύσσει ότι δεν πρόκειται να κάνει βήμα αν δεν προϋπάρξει κοινή θέση των κομμάτων της συγκυβέρνησης. Φυσικά, το αποτέλεσμα είναι ότι το θέμα θα παραμείνει άλυτο, αυτή τη φορά δε με αποκλειστική ευθύνη της Ελλάδας, αν ο Κος Ζάεφ, όπως φαίνεται, καταφέρει να πείσει τους πολίτες της χώρας του για την αναγκαιότητα της σύνθετης ονομασίας.
Προσωπικά, μια Ελλάδα που θα με έκανε υπερήφανο θα όφειλε να προχωρήσει διαφορετικά. Αν και υφίστανται ακόμα πολλές αβεβαιότητες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε να θέσει ενώπιον της Βουλής την σύνθετη ονομασία που θα μπορούσε να υποστηρίξει στην τελική διαπραγμάτευση, αδιαφορώντας για την διαφωνία των ΑΝΕΛ. Η ΝΔ και το Κίνημα Αλλαγής μαζί με το ΚΚΕ, θα όφειλαν να εγκαταλείψουν τα περί δεδηλωμένης και να υπερψηφίσουν την πρόταση αφήνοντας τον Κο Λεβέντη στην αγκαλιά της ΧΑ και τον Κο Καμμένο στη δυσάρεστη θέση να εξηγήσει πώς είναι δυνατό να παραμένει σε μια κυβέρνηση μειοδοσίας κατά την ρήση του Κου Κατσίκη.
Θέλω να ελπίζω ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και ότι η στάση αυτή θα σφράγιζε μια κορυφαία στιγμή πραγματικού πατριωτισμού και εθνικής ομοψυχίας.